Η εμπειρία της συνεργασίας του Βασίλη Αλεξάνδρου και του Φώτιου Μπάλα τους οδήγησε στην οργάνωση μιας εγκατάστασης που θέλησαν να την ονομάσουν “ψηφιακή” αποπλάνηση. Η επιλογή του τίτλου είναι φανερό πως προτείνει με ειρωνική διάθεση αυτές τις δύο έννοιες, ως λέξεις κλειδιά τόσο για τη διαδικασία, όσο και για το εικαστικό αποτέλεσμα του συνολικού τους εγχειρήματος. Δε χωράει αμφιβολία πως η έννοια αποπλάνηση σε κάθε μεταφορική της εκδοχή είναι σύμφυτη με την έννοια της τέχνης. Είναι το εγγενές της στοιχείο που προσδίδει στον πλασματικό της λόγο δύο πολύ πυρηνικά της χαρακτηριστικά: την αλληγορία της Flânerie και την κλιμακούμενη έκπληξη.
Ο επιθετικός προσδιορισμός “ψηφιακή”, σε εισαγωγικά, μας αποκαλύπτει τη δυναμική της λέξης ψηφίο που στα ελληνικά εκτός από γραπτό σημείο που παριστάνει αριθμό ή γράμμα του αλφαβήτου, είναι και το κάθε διακεκριμένο σήμα ή σημάδι, ενώ στα λατινικά είναι το δάχτυλο (digitus), που εύλογα παραπέμπει στη δυναμική χειρισμών δεξιοτεχνίας και συναισθηματικής εκφραστικότητας.
Οι δύο εικαστικοί δημιουργοί λοιπόν τροφοδοτούμενοι από όλον αυτόν τον εννοιακό πλούτο πλάθουν με νοηματικούς συνδυασμούς ένα αυτοδύναμο σημειωτικό σύστημα εικαστικής αφήγησης, όπου αν και διατηρείται το προσωπικό ιδιόλεκτο του καθενός, οι αρθρώσεις των μερών στο συνολικό έργο αντανακλούν συμπληρωματικά επίπεδα επικοινωνίας. Μοιάζει ο ένας να δανείζει στον άλλον δικά του ευρήματα, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τους κανόνες του συνεργατικού παιχνιδιού. Εξάλλου η μαχητική τους συνέργεια είναι έκδηλο πως τους προσφέρει ιδεολογική τόνωση, ενισχύοντας την αντίληψη του fair-play, καθώς ακυρώνεται ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση.
Μικρογλυπτική και λαβυρινθώδεις κατασκευές, ανδρείκελα και mobiles, ανασυνθέσεις αντικειμένων/ευρημάτων, παράπλευρες σπονδυλωτές διαδρομές με ετερόκλητα υλικά σαν σκηνογραφικά εμπόδια, όλα, ως στελέχη οργανισμού, παράγουν ένα μελετημένο σύστημα ψηφίων με συμμετρίες και ασυμμετρίες όγκων και επιπέδων ή με φυγόκεντρες και κεντρομόλες τάσεις. Μία συνολικά αυτοσχεδιαστική ποιητική ανταλλαγής μηνυμάτων με νύξεις και υποψίες από κοινωνικούς κώδικες επικοινωνίας που καθώς υφαίνει ένα δίκτυο καταγωγικών φαντασιώσεων, προκαλεί αφυπνιστικά το φαντασιακό. –Θάλεια Στεφανίδου – Αύγουστος 2020