Φωνές. Η πόρτα του δωματίου κλείνει εκκωφαντικά. Και μπαίνουμε στο δωμάτιο μιας πυρακτωμένης εφηβείας που δε λέει να καταλαγιάσει.
Η ζωγραφική του Κώστα Λάβδα επιχειρεί να μας βάλει στο κάδρο μιας άλλης εποχής, όχι με διάθεση νοσταλγική, αλλά για να μιλήσει για τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά, δε σηκώνει εύκολες ερμηνείες και δεν αναζητά λύσεις. Αμοντάριστα πλάνα από σοκάκια της απόγνωσης όπου συναντιούνται απίθανες μούρες και σαλταρισμένα θύματα ενός ξέφρενου ρομαντισμού παρελαύνουν στην γκαλερί «Άλμα» μέσα από ένα καταιγισμό έντονων χρωμάτων.
Το κοινό νήμα που συνδέει τα πρόσωπα του Κ. Λάβδα είναι η Άτη, αυτό το θόλωμα του νου που επέφερε ο θεός στον άνθρωπο όταν με την ύβρη του είχε ξεπεράσει το ανθρώπινο μέτρο, διαταράσσοντας την κοσμική τάξη. Την άτη ακολουθούσε η νέμεση, όπου ο υβριστής τιμωρούταν για τα άλογα που είχε πράξει συνεπεία της άτης και τελικά ερχόταν η τίση, που ήταν η αποκατάσταση πάλι της κοσμικής τάξης. Παρόμοια και οι ήρωες του ζωγράφου προβάλλουν λοξοί, σε μια διάταξη που ανατρέπει τη λογική της εικόνας.
Τα σώματά τους λυγίζουν, παραμορφώνονται και μοιάζουν να ακροβατούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Γκροτέσκες φιγούρες που παραπέμπουν στην αισθητική των κόμιξ, ξεσηκώνουν στίχους από τη δεκαετία του ’90, τα χρόνια της εφηβείας του Λάβδα, με τραγούδια των Nirvana, των Sonic Youth και των Metallica, ενώ επιχειρούν έξοδο από την πραγματικότητα κρατώντας τα κινητά τους τηλέφωνα. Πλαισιώνονται από κορνίζες βαριές, κλασικές, που κοντραστάρουν στην pop αισθητική των έργων, λες και προσπαθούν να ξεγελάσουν το συντηρητικό μάτι και να κάνουν κατάληψη στο σαλόνι των παιδικών χρόνων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οικογενειακές υποθέσεις, οικείες αλλά ανομολόγητες. Το «χρυσό κορίτσι» που παραμορφώνεται για να χωρέσει στα «θέλω» της μητέρας, μπροστά στον πατέρα-δεσπότη που κρατά με καμάρι, το όπλο-σκήπτρο (και φαλλικό σύμβολο). Το εξοργισμένο αγόρι μοιάζει έτοιμο να βυθιστεί στις φλόγες του φανατισμού, ακριβώς κάτω από το πορτραίτο του Χίτλερ, ενώ αμέριμνος ο πατέρας απολαμβάνει τη δροσιά του κλιματιστικού. Το κορίτσι που χαζεύει στο κινητό, ανυποψίαστο κι αυτό, ζει κυριολεκτικά κάτω από σκουπίδια. Παραδίπλα, ένας γυμνός άντρας, πεταμένος στον καναπέ, παρακολουθεί τη ζωή στην τηλεόραση, ενώ μια θεία έξω στο μπαλκόνι, ήσυχη, αναπαυμένη, κατατονική, απειλεί να την πνίξει το σκοτάδι.
Κι ο Λάβδας, αφού σε άλογη κατάσταση έχει γεμίσει τα όπλα του στο οικογενειακό τραπέζι και ακούει τις προτροπές συνομηλίκων μέσα από στίχους των Offspring να βγει έξω και να παίξει, εγκαταλείπει το εφηβικό δωμάτιο και μπαίνει σε έναν κόσμο σκληρό και απρόθυμο, απελπισμένο. Γίνεται αφηγητής μιας καταθλιπτικής κοινωνίας με τη γυναίκα στο δέντρο να τραγουδά Doors και I’ve been down so Goddamn long, that it looks like up to me, έναν τελάλη της λαγνείας να παραφράζει το Come (cum) as you are με την ντουντούκα να τρυπάει αυτιά, την Περσεφόνη να ανεβαίνει για τη «θητεία» της στον επάνω κόσμο που δε διαφέρει και πολύ από τον κάτω, μ’ ένα πολεμικό σκηνικό όπου τα παιδιά αιωρούνται μεταξύ γης και ουρανού σαν φουσκωτά μπαλόνια, ενώ στο βάθος ένα ανθρώπινο σμάρι επιβιβάζεται σε βάρκες, αψηφώντας τους στρατιώτες που περιμένουν με το κινητό-όπλο ανά χείρας.
Κοντά στα πετρωμένα από φόβο πρόσωπα, η παλαιοδιαθηκική φιγούρα του αγγέλου έρχεται να συνδέσει την Άτη με τη βούληση του Θεού («μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι» γράφει στο έργο). Και ο Βασιλιάς του Τίποτα με την κορώνα του, που πάντα επιθυμούσε να παίζει τον βασιλιά και τελικά απέμεινε μόνο με τον τίτλο, αυτοκτονεί συνειδητοποιώντας ότι τίποτα από αυτά που κυνήγησε, δεν είχε σημασία.
Where’s your crown, King Nothing?
Oh, you’re just nothing.
Absolutely nothing.
Off to never, never land.
Μέσα από οικείες εικόνες, όπως ένα οικογενειακό τραπέζι, αναδύεται ένας κόσμος ασφυκτικός, γεμάτος συμβολισμούς. Από τη θητεία του στη βυζαντινή τέχνη ο Λάβδας αντλεί το σφιχτό σχέδιο των αδρών περιγραμμάτων, με τις αντιθέσεις των βασικών χρωμάτων σε κορεσμένους τόνους και τις μορφές να εκτείνονται. Και είναι η εικονογραφία που τον έκανε ιδεαλιστή στη σύνθεση του συνόλου αλλά ρεαλιστή στην έκφραση της λεπτομέρειας.
Η ζωγραφική του Λάβδα ενέχει όλα τα πλάνα από το «Φράουλες και αίμα» της εφηβείας μας, αλλά ο χρόνος στα έργα του βιώνεται καθαρά ψυχολογικά, καθώς μετατρέπεται σε μια διάσταση της συνείδησης. Είναι βαθιά ψυχαναλυτική γιατί αρχιτεκτονεί φοβίες και προβολές, απωθημένα και φαντασιώσεις, προσδοκίες και διαψεύσεις, με τρόπο που παίζει στα όρια του γκροτέσκου.
Το στοιχείο αυτό κυριαρχεί στις συνθέσεις του Λάβδα φέρνοντας μνήμες από την Γερμανική ζωγραφική του μεσοπολέμου των Ότο Ντιξ, Γκρος και Μπέκμαν. Χωρίς να επιδιώκουμε ταμπέλες, η ζωγραφική του Λάβδα μαζί με μια φουρνιά καλλιτεχνών που είναι περίπου στην ίδια γενιά και μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως ο Νίκος Μόσχος, η Τζώρτζια Φαμπρή ή ο Στέλιος Φαϊτάκης, έχει σαν μόνιμη επωδό μια παράμετρο ματαιότητας και σαρκασμού. Μια προβληματική που ξύνει κάτω από την επιφάνεια, φέρνοντας με πικρό χιούμορ, μια αλήθεια επιμελώς κρυμμένη και, συνήθως, τραγική.
Όλα τα συμπυκνώνει ηχηρά και ατελέσφορα μέσα σε ένα γενικευμένο αίσθημα παραίτησης και κυνισμού. Μπορεί να φαίνεται εσωστρεφής η ζωγραφική αυτή, αλλά είναι βαθιά πολιτική και σύντομα θα αφήσει το ίχνος της με διακριτά χαρακτηριστικά. Με αυτή την έννοια, ο Κώστας Λάβδας δείχνεται ώριμος κι ας έχει το βλέμμα του στραμμένο στην εφηβεία.
Κείμενο έκθεσης: Γιώργος Μυλωνάς
Επιμέλεια: Μαρία Αλμπάνη