Οι διαδρομές ενός συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων που ψάχνει τη χαμένη του έμπνευση και μιας αστυνόμου του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής τέμνονται όταν ξεκινούν τα μακάβρια ευρήματα: πτώματα νεαρών γυναικών από τα οποία έχει αφαιρεθεί η καρδιά.
– Το τελευταίο σας βιβλίο Παραπλάνηση είναι, μεταξύ άλλων, ένα σχόλιο στη διαδικασία της συγγραφής και δη αστυνομικών μυθιστορημάτων. Πόσο κοντά νιώθετε στον πρωταγωνιστή και ομότεχνό σας Ιωάννη Πατρίκιο;
Σύμφωνα με κάποιες ανεξακρίβωτες φήμες κάποιων σκοτεινών κύκλων, ο Ιωάννης Πατρίκιος αποτελεί το alter ego του Γρηγόρη Αζαριάδη! Μάλλον υπερβολές τις θεωρώ, αν και σε κάποιο βαθμό οι δύο συγγραφείς, ο πραγματικός κι ο φανταστικός, έχουν σίγουρα κάποια κοινά χαρακτηριστικά, με σημαντικότερα τη διαστροφική σκέψη, το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, το άγχος και τις περί αισθητικής γενικότερα απόψεις.
– Στις σελίδες του βιβλίου σας ο αναγνώστης ακολουθεί τους ήρωες σε μια περιπλάνηση σε σκοτεινές και μυστικές γωνιές της Αθήνας – δεν διστάζετε μάλιστα να χρησιμοποιείτε αληθινές διευθύνσεις δημιουργώντας απόλυτη αληθοφάνεια. Πόσο σημαντικός είναι ο ρεαλισμός στην αστυνομική λογοτεχνία και πόση έρευνα προϋποθέτει;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Θεωρώ ότι σε κάποιες πλευρές του αστυνομικού μυθιστορήματος ο ρεαλισμός όχι μόνο είναι απαραίτητος, αλλά παράλληλα προσθέτει και μια σχεδόν εξωτική γοητεία στο κείμενο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η «police procedural» προσέγγιση στις διαδικασίες της έρευνας (πιστή αναπαράσταση των αστυνομικών διαδικασιών) και στην τοπιογραφική περιγραφή των δρόμων και των συνοικιών, που δίνει μια ακριβή συναίσθηση στον αναγνώστη. Με τον τρόπο αυτό, ο αναγνώστης νιώθει να βρίσκεται κι ο ίδιος στη σκηνή όπου εξελίσσονται τρομακτικά πράγματα, την ίδια στιγμή που συμβαίνουν.
– Πέρα από την επιτόπια έρευνα, ο Ιωάννης Πατρίκιος βασίζεται σε ένα πλέγμα ειδικών –αστυνομικό, ψυχολόγο, ιατροδικαστή– προκειμένου να επιτύχει τον πολυπόθητο ρεαλισμό. Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των συμβούλων αυτών ώστε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα να είναι ακριβές και πειστικό;
Όντως ο ρόλος των ειδικών συμβούλων είναι καθοριστικός στη ρεαλιστικότητα της πλοκής. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι, καθώς χρησιμοποιώ ένα πολύτιμο επιτελείο ειδικών στη συγγραφή των μυθιστορημάτων μου. Αστυνομικοί του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής, εξειδικευμένοι ψυχολόγοι που συμπεριλαμβάνουν και profiler, εγκληματολόγοι και ιατροδικαστές παρέχουν ένα πλουσιότατο υποστηρικτικό υλικό και «ζωντανεύουν» την πλοκή του μυθιστορήματος με μοναδικό τρόπο.
– Όσο ξεδιπλώνεται η πλοκή, το «μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα» του βιβλίου σας μοιάζει να αποκτά φυσική υπόσταση στον υλικό κόσμο με αποτέλεσμα να χάνονται τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Νιώθετε ο ίδιος, είτε ως συγγραφέας είτε ως αναγνώστης, αυτή την καταβύθιση στον κόσμο του μυθιστορήματος όταν γράφετε ή διαβάζετε;
Έχετε απόλυτο δίκιο. Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είναι δυσδιάκριτα στον κόσμο ενός συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας. Φανταστείτε έναν στενό επαρχιακό δρόμο με μια λεπτή διαχωριστική λωρίδα ανάμεσα στα δύο ρεύματα. Όσο το αυτοκίνητο αναπτύσσει ταχύτητα, πατάει στη διαχωριστική λωρίδα και μπαίνει στο αντίθετο ρεύμα. Ο οδηγός το επαναφέρει στο σωστό ρεύμα λίγα δευτερόλεπτα μετά. Αυτό όμως συμβαίνει ξανά και ξανά και ξανά. Αν τώρα κάνουμε μια μεταφορά και θεωρήσουμε το ένα ρεύμα ως την πραγματικότητα και το αντίθετο ως τη φαντασία, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για το πόσο εύκολα ο συγγραφέας κυκλοφορεί και καταβυθίζεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Φυσικά κι εγώ δεν μπορώ να αποφύγω κάτι τέτοιο. Ώρες ώρες, δεν ξέρω κι αν το θέλω.
– Στο βιβλίο σας τίθεται το ζήτημα της αυτονόμησης των ηρώων ενός μυθιστορήματος μακριά και πέρα από την αρχική πρόθεση του συγγραφέα. Ποια η δική σας θέση;
Η αυτονόμηση των ηρώων είναι μια από τις επικρατούσες θεωρίες στον κόσμο των συγγραφέων. Πολλές φορές είναι βολική, αποτελεί μάλιστα και ιδανικό άλλοθι για τη συμπεριφορά των ηρώων. Προσωπικά, πιστεύω ότι κάτι τέτοιο ισχύει ως έναν βαθμό. Σε τελική ανάλυση, ο συγγραφέας κρατάει την μπαγκέτα, ο συγγραφέας κινεί τα νήματα και οι ήρωες ακολουθούν τις επιταγές του. Αν κάποιος ήρωας μεταλλάσσεται, αυτό συνήθως απαντάει στην υποσυνείδητη επιθυμία του συγγραφέα να δικαιολογήσει μια ανατροπή στην πλοκή του έργου.
– Στο βιβλίο σας κάποια θύματα παραμένουν σε άρνηση αυτού που τους συνέβη, αποστασιοποιημένα από τον θύτη τους, και κάποια άλλα παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη. Τι θεωρείτε ότι κρύβεται πίσω από αυτές τις τόσο διαφορετικές αντιδράσεις;
Όπως προανέφερα, μιλάω πολύ με πεπειραμένους συμβούλους για τα «ειδικά» θέματα. Η ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, αν όντως θέλουμε να παρουσιάσουμε μια εικόνα που είναι κοντά στην πραγματικότητα. Όντως η αντίδραση διαφορετικών ατόμων στην περίπτωση της κακοποίησης ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό και καλύπτει μια αρκετά ευρεία γκάμα πράξεων, ανάλογα με τον χαρακτήρα του θύματος. Η επιλογή μου είναι να περιγράψω ακριβώς αυτή τη διαφορά των αντιδράσεων, από την «αποδοχή» της κακοποίησης ή έστω τη «μη αντίδραση» κάποιων νεαρών κοριτσιών μέχρι την επιλογή της «εκδίκησης / τιμωρίας» των θυτών από κάποιες γυναίκες με διαφορετική προσωπικότητα, που έχουν βιώσει αλλιώς το «τραύμα». Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις πιστεύω ότι συντελούν θετικά στη διεύρυνση του ενδιαφέροντος των αναγνωστών.
– Τι θεωρείτε ότι κάνει τόσο ελκυστική την αστυνομική λογοτεχνία στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό;
Θεωρώ ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη αφορά το γενικότερο αναγνωστικό κοινό των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το συγκεκριμένο κοινό έλκεται σε μεγάλο βαθμό από την «τηλεοπτική οπτική» των σύγχρονων αστυνομικών. Τουτέστιν, τον καταιγιστικό ρυθμό, τη γρήγορη εναλλαγή μικρών σε διάρκεια σκηνών, τις παράλληλες ιστορίες, τα ταξίδια πίσω και μπρος στον χρόνο και φυσικά τις αλλεπάλληλες ανατροπές. Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς του είδους, ιδιαίτερα οι πλέον εμπορικοί, υιοθετούν αυτή την οπτική με στόχο να κρατήσουν δέσμιο τον αναγνώστη στην παρακολούθηση μιας ταχύτατης έως ιλιγγιώδους εξέλιξης της πλοκής, χωρίς να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στη ρεαλιστικότητα ή έστω την αληθοφάνεια των γεγονότων. Η δεύτερη προσέγγιση αφορά το απαιτητικό, ενημερωμένο και εξειδικευμένο κοινό, που αναζητά υψηλότερη ποιότητα στο αστυνομικό. Αυτό το κοινό ενδιαφέρεται περισσότερο για διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως η ενσωμάτωση του κοινωνικού σχολίου, η αναφορά του συγγραφέα σε καυτά κοινωνικά θέματα, για παράδειγμα την οικονομική κρίση και την ανεργία, τα ναρκωτικά, το trafficking, το μεταναστευτικό και τον ρατσισμό, έστω κι αν αυτά θίγονται με «διακριτικό» τρόπο και μένουν σε δεύτερο φόντο. Αυτό είναι που αποκαλώ «αστυνομικοινωνικό» μυθιστόρημα. Και συνήθως αφήνει το τέλος ανοιχτό, έτσι που να επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες από διαφορετικούς αναγνώστες, καθώς οι συγγραφείς αγαπούν να παίζουν με το μυαλό των αναγνωστών, στοχεύοντας στην «παραπλάνησή» τους.
– Πόσο σύντομα θα μας απασχολήσει και πάλι η αστυνόμος Τρύπη και οι περιπέτειές της;
Θεωρώ ότι με την «Παραπλάνηση», που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2020, η αστυνόμος Τρύπη έφτασε στα όριά της! Είναι ένα μυθιστόρημα που όσο κούρασε τον συγγραφέα, απαιτώντας δύο χρόνια και 11 διαφορετικές γραφές μέχρι να ολοκληρωθεί (!), άλλο τόσο κούρασε και την αστυνόμο. Αυτή την περίοδο αμφότεροι ξεκουράζονται σε εξωτικούς προορισμούς και το ερώτημα πότε και αν επιστρέψουν στον τόπο τους παραμένει αναπάντητο! Συγγραφείς αστυνομικού είμαστε άλλωστε, καλό θα ήταν λοιπόν να αφήσουμε ένα πέπλο μυστηρίου να πλανάται σκοτεινό στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα.