Ακόμα και άνθρωποι που δεν προσκυνούν κανένα ιερό, θα προσκυνούσαν με θρησκευτική ευλάβεια την πένα της ποιήτριας, Σύλβια Πλάθ. Τα ποιήματα της, γεμάτα από πικρία, έρωτα, θάνατο, κρυφά εσωτερικά νοήματα και άπλετο πόνο. Από την μία οι τουλίπες, από την άλλη ο θεός που θα ντρέπονταν για εμάς και μια πολυτάραχη ζωή.
Τουλίπες
Είναι Χριστούγεννα. Ένα μικρό ακόμα κορίτσι περιμένει το δώρο του μετά από το ακούσμα των πρώτων ευχών για «Καλή Χρονιά και Ευτυχία». Στα χέρια του, έρχεται μια ποιητική συλλογή της Σύλβια Πλάθ, με όνομα «Άριελ». Αγαπάει την ποίηση. Ανοίγει τυχαία μια σελίδα. Διαβάζει « Οι τουλίπες φλέγονται, εδώ έχουμε χειμώνα. Δες πόσο λευκά είναι όλα, πόσο σιωπηλά και χιονοσκέπαστα. Μαθαίνω την ηρεμία, ξαπλωμένη μονάχη μου ήσυχα καθώς το φώς απλώνεται σ’αυτούς τους λευκούς τοίχους, αυτό το κρεβάτι, αυτά τα χέρια. Είμαι ο κανένας». Το κορίτσι ταξιδεύει. Εκείνη την ημέρα, μια στάλα ζωγραφισμένων λέξεων από την ιερή πένα της Σύλβια Πλάθ, ήρθε για να της αλλάξει μια για πάντα την ζωή της.
Σύλβια Πλάθ
Η μοίρα της ποιήτριας, από την ηλικία των 8 χρόνων όταν εξέδωσε και τα πρώτα της ποιήματα, φανέρωσε πως θα είναι μια ζωή γεμάτη μεταφρασμένα συναισθήματα σε ποίηση. Την τρυφερή αυτή ηλικία, συνοδεύει ο θάνατος του πατέρας της ενός αυταρχικού, απάνθρωπου ναζιστή. Η Σύλβια, γράφει για τον ίδιο το ποίημα Daddy. Το βάρος της απώλειας φαίνεται να φεύγει από την ψυχή της, όταν γράφει και το τελευταίο γεμάτο οργή και πόνο γράμμα της φράσης «daddy, you bastard, I’m through»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Σύλβια Πλαθ, επιλέγει τον ενδιαφέρον κόσμο της μάθησης μέσω των σπουδών. Έτσι ξεκινάει την φοίτηση της στο Κολέγιο Σμίθ. Εκείνα τα χρόνια, έπασχε από ψυχικά νοσήματα τα οποία την οδήγησαν στην πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Έπειτα από την νοσηλεία της στο νοσοκομείο ΜακΛίν, γράφει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Ο Γυάλινος Κώδων», έργο που αποτυπώνει πλήρως την συναισθηματική της κατάρρευση.
Το 1955 αποφοιτεί με εξαιρετικές επιδόσεις από το Κολέγιο Σμίθ. Το ταξίδι των γνώσεων συνεχίζει μέσω της υποτροφίας που της δόθηκε δικαίως, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Η φοιτητική εφημερίδα Varsity ήταν γεμάτη από ποιήματα της. Εκεί, έμελλε να γνωρίσει τον άνδρα που θα σημάδευε –ακόμα και μετά θάνατον- όλη της την ζωή. Ο λόγος γίνεται για τον Άγγλο ομότεχνο της, Τέντ Χιούζ. Για αρκετά χρόνια έζησαν μαζί στις Η.Π.Α. Σημαντική στάση της ζωής της Πλαθ, ήταν τότε η Βοστώνη. Εκεί παρακολούθησε μαζί με την Ανν Σέξτον και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες σεμινάρια λογοτεχνίας από τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελλ, γεγονός που καθόρισε την σημαντικότητα της μετέπειτα πορείας της στην ποίηση.
Ένα ευχάριστο γεγονός, έμελλε να αποδειχτεί ένα καταστροφικό για την ποιήτρια μέλλον. Η Πλάθ, μένει έγκυος από τον Χιούζ και μετακομίζουν μαζί στην Αγγλία. Ωστόσο αποβάλει. Η Πλάθ γράφει «σωρεία» ποιημάτων γι ’αυτό το τραυματικό γεγονός. Ο γάμος των δύο ποιητών ωστόσο, αρχίζει να χαρακτηρίζεται από προστριβές και προβλήματα, δύο χρόνια μετά την γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Ο μετέπειτα χωρισμός τους οφείλεται στην παράλληλη σχέση του Χιούζ με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ.
Η Πλάθ, παίρνει τα δύο της παιδία, τον Νίκολα και την Φρίντα για να ζήσουν μαζί στο Λονδίνο. Το σπίτι που τυχαία έμειναν, ήταν το σπίτι που κάποτε έμενε ο σπουδαίος Ιρλανδός ποιητής, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Η ποιήτρια, θεώρησε πως το γεγονός αυτό είναι σημάδι καλής τύχης. Ωστόσο η ζωή, η ίδια που πάντα μας εκπλήσσει άλλοτε ευχάριστα άλλοτε δυσάρεστα, ήρθε για να αποδείξει το αντίθετο. Η ποιήτρια, βρίσκεται σύντομα σε μια κατάσταση ακραίας φτώχειας και με την ψυχική της νόσο να της καίει τα σωθικά. Στις 11 Φεβρουαρίου, του 1963, η Πλαθ αυτοκτόνησε.
Φεμινιστική σκοπιά
Ο Χιούζ, μετά τον θάνατο της, αποτέλεσε διαχειριστής της «λογοτεχνικής περιουσίας» της Πλαθ. Το γεγονός αυτό κρίθηκε σκληρά, από μελετητές και κριτικούς της ζωής και του έργου της. Ο ποιητής κατηγορήθηκε πως για την δική του εύνοια λόγω των χρηματικών απολαβών και της φήμης, εκμεταλλεύτηκε το ποιητικό και μυθιστορηματικό έργο της πρώην γυναίκας του και σπουδαίας ποιήτριας.
Από την πλευρά του, ο Χιούζ υποστήριξε φυσικά το αντίθετο. Στην ποιητική του συλλογή Γράμματα Γενεθλίων, χωρίς ίχνος απολογίας, εξέφρασε την δική του οπτική πάνω στην βαθύτατη σχέση του με την Πλάθ.
Μάλιστα η κόρη του, υποστηρίζοντας τον, αναφέρει χαρακτηριστικά «Επέκριναν τον πατέρα μου ακόμα και για την κυριότητα του χειρόγραφου, το οποίο πέρασε σε εκείνον μετά τον θάνατο της και το οποίο εκείνος χρησιμοποίησε προς όφελος δικού μου και του αδερφού μου. Μέσα από την κληρονομιά της ποίησης της μητέρας μου συνέχισε να μας νοιάζεται και μου φαινόταν παράξενο να υπάρχουν κάποιοι να εύχονται κάτι διαφορετικό από αυτό.»
Η Φρίντα Χιούζ, επανεκδίδει μέσα από τα αυθεντικά χειρόγραφα της μητέρα της, την πιο γνωστή ποιητική συλλογή της μητέρας της, Άριελ. Η πρώτη έκδοση ήταν επιμελημένη από τον πατέρα της Τεντ Χιούζ.
Σημείωμα της κόρης της, Φρίντα Χιούζ
«Νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν εκπληκτική στη δουλεία της και γενναία στην προσπάθεια της να πολεμήσει την κατάθλιψη που την καταδίωκε σε όλη της τη ζωή. Χρησιμοποίησε κάθε συναισθηματική εμπειρία σαν να ήταν ένα κομμάτι ύφασμα από το οποίο μπορούσε να φτιαχτεί ένα υπέροχο φόρεμα. Δεν σπατάλησε τίποτα από όσα είχε αισθανθεί κι όταν πήρε τον έλεγχο αυτών των θυελλωδών συναισθημάτων, μπόρεσε να συμπυκνώσει και να κατευθύνει το απίστευτο ποιητικό της ταλέντο σε ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Και να το Άριελ, το μεγαλειώδες επίτευγμα της, να ταλαντεύεται όπως εκείνη ανάμεσα στην ασταθή συναισθηματική της κατάσταση και στο χείλος του γκρεμού. Η τέχνη δεν πρέπει να εκπέσει.»
Ποιήματα, αγαπημένα
ΚΟΛΟΣΣΟΣ
Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη..
Είναι χειρότερα κι από σταύλο.
Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.
Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας και τους κουβάδες με τη λαζολίνη
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.
Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας . Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαική Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα
Με την γνωστή τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,
Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΙ
Ο λόγος του σαλιγκαριού στο πινάκιο ενός φύλλου;
Δεν είναι δικός μου. Μην τον δεχτείς.
Οξικό οξύ σε σφραγισμένο κουτί;
Μην το δεχτείς. Δεν είναι αυθεντικό.
Χρυσό δαχτυλίδι σαν τον ήλιο λαμπρό;
Ψέματα. Ψέματα και οδύνη.
Πάχνη πάνω σε φύλλο, το άσπιλο καζάνι,
τριζοβολά και μουρμουρίζει
ολομόναχο στην κορυφή καθεμιάς
από τις εννέα μαύρες Άλπεις.
Μια αναταραχή στους καθρέφτες,
η θάλασσα συντρίβει τον δικό της, τον γκρίζο __
έρωτα, έρωτα , εποχή μου.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ
Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
Αν και, όπως μια πέτρα , αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
Δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
Ούτε ότι μ` άφησες να στηλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας , ή των αστεριών
Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στον λευκό υατό του χειμώνα—
Όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λειώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.
Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου , σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως.
Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο , ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
ΚΑΘΡΕΥΤΗΣ
Είμαι ασημένιος και ακριβής.
Δεν έχω προκαταλήψεις.
Ότι κι αν δω το καταπίνω αυτομάτως,
Ακριβώς όπως είναι,
Αθάμπωτο από αγάπη ή απαρέσκεια.
Δεν είμαι σκληρός μόνο ειλικρινής.
Το μάτι ενός μικρού θεού, τετραγωνισμένο.
Τον περισσότερο καιρό αυτοσυγκεντρώνομαι στον απέναντι στον απέναντι τοίχο.
Είναι ροζ με στίγματα.
Τον έχω κοιτάξει για τόσο πολύ
Που νομίζω πως είναι μέρος της καρδιάς μου.
Αλλά τρεμοσβήνει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν ξανά και ξανά.
Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποιά είναι στ`αλήθεια.
Έπειτα γυρνά σ`αυτούς τους ψεύτες,
Τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα
Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται και φεύγει.
Κάθε πρωί είναι το πρόσωπό της που αντικαθιστά το σκοτάδι.
Μέσα μου έχει πνίξει ένα νεαρό κορίτσι
Και από μέσα μου
Μια γριά γυναίκα
Αναδύεται προς το μέρος της μέρα με τη μέρα,
Σαν τρομερό ψάρι.
ΑΠΟΚΡΥΦΟ
Ο αέρας είναι ένας μύλος από αγκίστρια—
Ερωτήσεις χωρίς απάντηση,
Λαμπερές και μεθυσμένες σα μύγες
Που του φιλιού τους το κεντρί είναι αβάσταχτο
Μέσα στις δυσώδεις μήτρες του μαύρου αγέρα κάτω απ` τα πεύκα το καλοκαίρι.
Θυμάμαι
Τη νεκρή μυρωδιά του ήλιου στις ξύλινες καμπίνες ,
Την ακαμψία των ιστίων , τα μακριά αλατισμένα σάβανα.
Αν έχεις αντικρίσει μια φορά το Θεό , ποια είναι η γιατρειά;
Αν έχεις μια φορά κατακτηθεί
Χωρίς να μείνει ούτ` ένα κομμάτι,
Ούτε καν ένα δάχτυλο , και αναλωθεί,
Αναλωθεί απόλυτα, στην πυρκαγιά του ήλιου,
Μέσα στο φως από βιτρώ αρχαίων καθεδρικών
Ποια είναι η γιατρειά;
Η όστια της μετάληψης;
Το βάδισμα πλάι σε ακύμαντα νερά; Η μνήμη ;
Ή να διακρίνεις τα λαμπρά ίχνη
Του Χριστού στα πρόσωπα των τρωκτικών,
Των δειλών λουλουδοφάγων, εκείνων
Που έχουν τόσο ταπεινές ελπίδες, ώστε αισθάνονται άνετα-
Καμπουριασμένη στο παστρικό σπιτάκι της
Κάτω από τις ακτίνες της αγράμπελης.
Άραγε δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας, μόνο τρυφερότητα;
Θυμάται η θάλασσα
Εκείνον που βάδισε πάνω της ;
Το νόημα διαρρέει από τα μόρια .
Οι καμινάδες της πόλης αναπνέουν, το παράθυρο ιδρώνει,
Τα παιδιά σκιρτούν στα κρεββάτια τους.
Ο ήλιος ανθίζει , είναι ένα γεράνι.
Η καρδιά δεν έχει σταματήσει.
Ο ΝΙΚ ΚΑΙ ΤΟ ΚΗΡΟΠΗΓΙΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Το αίμα ανθίζει καθάριο
μέσα σου, ρουμπίνι μου.
Ο πόνος
που σε ξυπνά δεν είναι δικός σου.
Αγάπη μου, αγάπη μου,
στόλισα τη σπηλιά μας με ρόδα
με μαλακά χαλιά —
τα τελευταία βικτωριανά.
άσε τα αστέρια
να καταποντίζονται στους σκοτεινούς τους προορισμούς,
άσε τα άτομα
του υδράργυρου να αργοσταλάζουν
στο τρομερό πηγάδι,
είσαι το μόνο
στέρεο πράγμα και πάνω σου ακουμπά ζηλόφθονα το σύμπαν.
Είσαι το βρέφος στη φάτνη.
Μετάφραση –Ελένη και Κατερίνα Ηλιοπούλου