Να πω ότι αγαπώ πάρα πολύ τα Χριστούγεννα είναι μάλλον περιττό, νομίζω ότι αυτό φαίνεται. Να πω ότι όλο τον χρόνο περιμένω πότε να έρθουν οι άγιες αυτές ημέρες με το λιγότερο φως και τη σκοτεινότερη νύχτα, και αυτό κάποιοι καλοθελητές μαρτυριάρηδες το έχουν αποκαλύψει από καιρό και το γνωρίζει ο πολύς ο κόσμος. Να πω, τέλος, ότι την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς συμβαίνουν τα πιο τρελά, τα πιο ακατονόμαστα πράγματα στην πόλη και στην εξοχή…
To τελευταίο έργο ενός σημαντικού δημιουργού που έφυγε πρόωρα από κοντά μας. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος στο βιβλίο αυτό αφηγήθηκε χριστουγεννιάτικες ιστορίες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στη φωτιά, για τις εποχές που φεύγουν απαράλλαχτα κάθε φορά, μαζί με όλα τα ανείπωτα, τα αναπάντεχα, τα ανιστόρητα και τα θαυμαστά του κόσμου τούτου, που βρίσκονται μαζεμένα και φωλιάζουν σε αυτές τις μοναδικές, τις ανυπόκριτες γιορτινές ημέρες.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Μεσημέρι Χριστουγέννων στο κέντρο της πόλης και ο άντρας με τα σκούρα γυαλιά βγαίνει από τη Μερτσέντες, βοηθά το παιδί να σταθεί στα πόδια του, το χτυπά στην πλάτη και του λέει: «Ίσα το κορμί σου, ρε μάγκα, τι σόι άντρας είσαι;»
Βράδυ στην κάμαρή του, ο ποιητής του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης, καθώς γράφει σκυμμένος επάνω από το φτηνό χαρτί του τυπογραφείου, έχει την πρώτη του άγρια αιμόπτυση. Προς το τέλος του δείπνου στην Εκάλη, η Σοφία ρωτάει τον Τάσο με παράπονο: «Μήπως μου χρωστάς κάτι από τότε;»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μετά το μεθύσι στην ταβέρνα, ο Γιώργος ο τρελός γίνεται ταύρος ασυγκράτητος και ορμά στους βασανιστές του σαν αστροπελέκι.
Σ’ ένα μικρό ψαροχώρι, ένα παιδί μπαίνει στη θάλασσα ως το γόνατο. Βελόνες το τρυπούν, το κρύο νερό το τσιμπάει. Ένα δελφίνι βουτάει, χάνεται για λίγο και ανεβαίνει από την υγρή φάτνη της θάλασσας κουβαλώντας το μικρό του…