Πρόσωπα που μοιάζουν οικεία και γνώριμα παρελαύνουν στις σελίδες του τελευταίου βιβλίου του Θάνου Κάππα, πρόσωπα που βιώνουν διαψεύσεις και σκοντάφτουν σε μικρές ή μεγάλες ματαιώσεις.
– Πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου σας βιβλίου, της συλλογής διηγημάτων Πικρούτσικα-Πικρούτσικα, πάλι από τις εκδόσεις της Εστίας, επανέρχεστε με τη συλλογή Πώς πάνε τα πράγματα επιλέγοντας και πάλι τη μικρή φόρμα. Τι είναι αυτό που σας τραβάει ως συγγραφέα στο μικρό σχήμα ενός διηγήματος;
Το διήγημα αποκτά τα διακριτά του υφολογικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας στοιχεία και τεχνικές του πεζού αλλά και του ποιητικού λόγου. Συνιστά έτσι ένα πεδίο πιο ανοιχτό στον πειραματισμό, επιτρέποντας μια πιο ελεύθερη, ανατρεπτική ή ποιητική χρήση της γλώσσας, κάτι που βρίσκεται κοντά στα δικά μου ενδιαφέροντα και ζητούμενα. Ένα διήγημα χρειάζεται λίγες σελίδες για να αναπτυχθεί αλλά η επενέργειά του στον αναγνώστη μπορεί να είναι βαθιά και μόνιμη. Η πυκνότητα, ο υπαινιγμός και το αναπάντεχο, η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα μικρό σύμπαν με ελάχιστες λέξεις, με έλκει και με συγκινεί πάντα.
– Σε όλα τα διηγήματα που συναπαρτίζουν την τελευταία σας συλλογή τολμάτε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανεξάρτητα από το φύλο ή και την ηλικία του αφηγητή. Σας προβλημάτισε αυτή η επιλογή ή ήρθε αβίαστα;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γράφοντας κανείς αντιλαμβάνεται σιγά σιγά τις ενδιάθετες κλίσεις του, ποια πράγματα του είναι οικεία και τι κατανοεί καλύτερα, υιοθετώντας έτσι το γλωσσικό ύφος και τις τεχνικές που του ταιριάζουν. Στη δική μου αντίληψη το πρώτο πρόσωπο φαντάζει πάντα πιο δραστικό καθώς ευνοεί την ταύτιση με τους ήρωες. Έχω επίσης την εντύπωση πως με προστατεύει από ορισμένα στερεότυπα σχήματα και εκφράσεις του τρίτου προσώπου τα οποία θα ήθελα να αποφύγω – μ’ αυτή την έννοια ακολούθησα αυτό που ήταν φυσικότερο ή πιο βολικό προς τις ανάγκες μου. Είναι άλλωστε και το πρόσωπο που συνήθως προτιμώ και ως αναγνώστης.
– Αντιμετωπίσατε με σπάνια τρυφερότητα και κατανόηση τις γυναίκες ηρωίδες σας. Τι θεωρείτε ότι συνέβαλε σε αυτό;
Η παρατήρηση αυτή με κολακεύει βέβαια και σας ευχαριστώ. Αν είναι πράγματι έτσι, αν στο βιβλίο προσεγγίζονται με κατανόηση πλευρές του γυναικείου ψυχισμού (αν και οποιαδήποτε τέτοια διάκριση σε γυναικείο και αντρικό βλέμμα πρέπει να εννοείται εντός πολλών εισαγωγικών, όχι για λόγους μιας έξωθεν επιβεβλημένης ορθότητας αλλά επειδή πράγματι η αντίληψή μας για τα φύλα έχει σήμερα διευρυνθεί) μια τέτοια προσέγγιση λοιπόν είναι συνήθως αποτέλεσμα παρατήρησης – για κάποιον που γράφει η διαρκής παρατήρηση προσώπων και πραγμάτων αποτελεί ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που τον συνοδεύει διά βίου, σχεδόν αναγκαστικά. Προσωπικά, είχα επίσης την τύχη να συμπορεύομαι στη ζωή με καλές φίλες και φίλους, συζητώντας για χρόνια τα βασικά και επαναλαμβανόμενα θέματα της ζωής, οπότε η κατανόηση της άλλης πλευράς, ίσως είναι το φυσικό επακόλουθο της σύνδεσης των προσώπων, της κατανόησης και αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε μεταξύ μας μέσα στα χρόνια.
– Ένα από τα νήματα που φαίνεται να συνδέουν τις ιστορίες είναι η αίσθηση της διάψευσης των νεανικών ονείρων. Η αίσθηση αυτή είναι ίσως αναμενόμενη από τους μεσήλικες ήρωές σας που νιώθουν παγιδευμένοι στην καθημερινή τους ρουτίνα, ωστόσο αντίστοιχα συναισθήματα βιώνει και ένα κορίτσι δώδεκα ετών στο τελευταίο διήγημα της συλλογής σας. Αυτή η ματαίωση των προσδοκιών είναι τελικά οικουμενική;
Η παρουσία της μικρής αφηγήτριας στο τέλος ίσως να εξηγεί ή να φωτίζει τον τρόπο που θα ήθελα να κατανοηθούν αυτές οι ιστορίες. Οι ήρωες συχνά δεν έχουν όνομα ή μια σαφώς προσδιορισμένη ηλικία (αυτή συνάγεται, περισσότερο, από τα συμφραζόμενα). Ήθελα τα πρόσωπα να διαχέονται, να σβήνουν το ένα μέσα στο άλλο, όπως όταν ξεφυλλίζουμε ένα βιβλίο πορτρέτων όπου το ένα επικαλύπτεται διαρκώς από το άλλο. Φαντάστηκα δηλαδή το βιβλίο σαν ένα πεδίο καθαρών αισθημάτων και θα ήθελα αυτά, τα αισθήματα, να είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές των ιστοριών. Το αίσθημα της ματαίωσης και της διάψευσης αποτελεί κοινό, σχεδόν αναπόδραστο δεδομένο της ανθρώπινης συνθήκης αλλά μας προσφέρει συγχρόνως κι εκείνη τη συγκολλητική ουσία μεταξύ των προσώπων που επιτρέπει την ανάδυση της συγγνώμης, της βαθύτερης κατανόησης του άλλου. Δεν διαψεύδονται ακριβώς τα «όνειρα» στη ζωή, άλλωστε κάποια από αυτά μπορεί να ευοδώνονται, νομίζω πως διαψεύδεται κάτι βασικότερο: η πίστη που διαμορφώνεται στην παιδική μας ηλικία πως κανείς δεν θα μας κάνει πραγματικά κακό, πως στο τέλος της ημέρας κάποιος θα μας πάρει αγκαλιά και θα αποδώσει δικαιοσύνη. Ως γονείς κάνουμε τα πάντα ώστε το νήπιο να άρει την επιφύλαξή του και να μας εμπιστευτεί, και όταν τελικά πείθεται και μας παραδίδεται, του αποκαλύπτουμε πως όλα όσα βλέπει γύρω του –πρόσωπα, σχέσεις ζωής, ακόμα και αγαπημένα αντικείμενα– θα σαρωθούν βίαια από τον καιρό, δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Το κομμάτι του εαυτού που μένει απαρηγόρητο και προδομένο σε κάθε άνθρωπο, είναι, κατά τη δική μου αντίληψη, το ιερό του κέντρο.
– Όλες σας οι ιστορίες σας τοποθετούνται σε ένα ολόλαμπρο, εκτυφλωτικό καλοκαίρι. Πόσο πρωταγωνιστικός έχει υπάρξει ο ρόλος του καλοκαιριού στη ζωή σας;
Με ξαφνιάζει θετικά αυτή η ερώτηση γιατί πράγματι το καλοκαίρι έχει μια κεντρική σημασία σ’ αυτό που όλοι αντιλαμβανόμαστε ενστικτωδώς ως βαθύτερη αλήθεια μας, αυτό που μένει δηλαδή αν ξεφλουδίσουμε τα επάλληλα σκηνοθετημένα στρώματα του εαυτού, στρώματα που νιώθουμε αλλότρια, ξένα. Ανήκω σε μια εποχή και μια παρέα ανθρώπων που διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από μια κουλτούρα καλοκαιριού, ζώντας τις Κυκλάδες πριν την τουριστική τους ανάπτυξη ως ουτοπικό σχήμα ζωής και εικόνα παραδείσου. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, νομίζω πως το καλοκαίρι ανακαλεί πάντα μια αρχετυπική εικόνα αιωνιότητας, σαν ο ζεστός αέρας που φυσάει αδιάκοπα δίπλα στη θάλασσα να φέρνει από μακριά έναν καθησυχαστικό, παρηγορητικό σκοπό – αντίβαρο στον θόρυβο και τον παραλογισμό της ζωής,
– «Κατά βάθος υπήρξαμε, ακόμα κι έτσι, από την πλευρά των ευεργετημένων» καταλήγει η Διώνη, ηρωίδα του διηγήματος “Τα δώρα των ανθρώπων”. Πιστεύετε ότι αυτό το συμπέρασμα μπορεί να ισχύει αυθύπαρκτα και αυτοτελώς, ή αρκεί να το πιστέψουμε;
Η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού νομίζω πως αποκαλύπτεται, αν αποκαλύπτεται, μόνο ατομικά, προσωπικά, με μια διαδικασία σχεδόν διαισθητική, πριν από τη λογική ή συστηματική της επεξεργασία. Η ζωή είναι άδικη και η ζωή είναι δύσκολη, αυτό είναι κάτι στο οποίο συμφωνούμε όλοι. Όμως υπάρχει μια αντίρροπη σκέψη που λέει πως η ζωή μέσα στην αδικία της υπήρξε δίκαιη για μας προσωπικά, μια αίσθηση που μπορεί να σε διαπεράσει ξαφνικά, υπό τύπον αποκάλυψης, όπως συμβαίνει στη Διώνη, την ηρωίδα του διηγήματος, στο τέλος μιας σειράς συνειδητοποιήσεων, ενός μικρού απολογισμού ζωής στην οποία περίσσεψαν οι ματαιώσεις. Πρόκειται για μια βιωματικού χαρακτήρα εμπειρία, μη μεταδόσιμη – η ηρωίδα το αντιλαμβάνεται σαν τελική κατάφαση στη ζωή παρά την πικρία και τη διάψευση που αυτή σωρεύει, γεγονός που την οδηγεί στην καταληκτική σκηνή της «βάφτισης» στη θάλασσα του απογεύματος.