Είναι ορισμένα πράγματα που μπορούν να αχρηστευτούν από μια και μόνο βλάβη. Μια οικιακή συσκευή που δεν επιδέχεται επισκευή, λόγου χάρη, και άλλα πολλά. Μα κυρίως η ανθρώπινη καρδιά. Κι όχι πάντοτε εξαιτίας κάποιου έρωτα, παρόλο που ένας ενδεχόμενος συναισθηματικός ζαμανφουτισμός αυτού που αγαπούμε, είναι ικανός να επιφέρει στένωση στην αορτή της ευτυχίας μας. Τούτη η «καρδιοπάθεια» ούτως ή άλλως μας βρίσκει όλους στο ψαχνό. Τα ενθαρρυντικά νέα είναι πάντως ότι οι περισσότεροι – ω ναι – επιβιώνουμε. Όπως επιβίωσε και η Ρόμι Σνάιντερ όταν ο δεσμός της με τον Αλέν Ντελόν έριξε πρόωρη και άδοξη αυλαία. Πέρασε διά πυρός και σιδήρου βιώνοντας την απελπισία του χωρισμού σαν άτεγκτο τελεσίγραφο, μα τα κατάφερε. Η πίστη της στις ψυχικές δυνάμεις της ήταν η ίδια πίστη που λένε οι πολλοί πως μετακινεί βουνά, και ενώ τα μάτια της θύμιζαν καιρό λακούβες δακρύων, άφησε εντέλει στην άκρη τον άνδρα που την παραμέρισε πρώτος και συνέχισε τη ζωή της. Ο χαμός του γιου της, λίγα χρόνια αργότερα ωστόσο, μόλις στα δεκατέσσερά του, νέκρωσε ως μοιραίος θρόμβος τη βασανισμένη της καρδιά.
Ο Αλέν Φαμπιάν Μόρις Μαρσέλ Ντελόν, γεννηθείς στις 8 Νοεμβρίου 1935 που με τη γοητεία του πλάνεψε εκατομμύρια θηλυκά αυτού του θνητού πλανήτη και σύναψε σχέση μονάχα με τα ωραιότερα, βρέθηκε στο δρόμο της δεκαεννιάχρονης Σνάιντερ στα 23 του, στα γυρίσματα της ταινίας «Christine». Εκείνη είχε κιόλας αποθεωθεί από κοινό και κριτικούς ως Αυτοκράτειρα Σίσσυ στην ομώνυμη ταινία, ενώ ο Ντελόν ό,τι ξεκινούσε τη δική του καριέρα. Στην αρχή αντιπάθησαν σφόδρα ο ένας τον άλλον, όμως σταδιακά η αντιπάθεια έκανε χώρο για ένα πάθος που όμοιό του δεν είχαν ξαναζήσει ούτε οι ίδιοι, μα ούτε και οι γύρω τους που το παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Σύντομα αρραβωνιάστηκαν, και επρόκειτο να μείνουν μαζί για έξι περίπου χρόνια. Ο Ντελόν που κυριολεκτικά μεγαλούργησε στην ταινία «Γυμνοί στον ήλιο» (1960), στη Σνάιντερ βρήκε μιαν αγάπη όμοια με τη γαλήνη της ψυχής. Το ότι διέθετε και μια καρδιά σαν θησαυροφυλάκιο, την οποία άδειασε μπροστά του και στο τέλος χρεοκόπησε, είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Επιπλέον, η Σνάιντερ την πάτησε καθώς δε σκέφτηκε εγκαίρως ότι από όλες τις υποσχέσεις που δίνονται ανά λεπτό πάνω στη γη, αυτές που είναι οι πλέον επίφοβες, είναι των ωραίων ανδρών. Και ο Αλέν Ντελόν, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν απλώς ωραίος. Ήταν κάτι πιο επικίνδυνο και δυσερμήνευτο. Ο έρωτάς τους τα είχε όλα όμως.
Και ο Ντελόν τον τρύπησε σα μπαλόνι με τη βελόνα της αναλγησίας του. Με ένα γράμμα τη χώρισε, μέσα στο οποίο της εξηγούσε πως έφευγε ταξίδι με κάποια άλλη. Με κάποια που γκρίνιαζε λιγότερο και του ταίριαζε περισσότερο. Η Γερμανίδα Ρόσμαρι Σνάιντερ που γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1938 μέσα σε οικογένεια ηθοποιών, κατέρρευσε προτού αποσώσει την ανάγνωση του γράμματος. Και εκεί είναι που αντιλήφθηκε πως η αγάπη τους ξεκίνησε με μια θεαματική έκρηξη σαρκικής και συναισθηματικής λαχτάρας κι έληξε με λίγες δικές του λέξεις και έναν λυγμό θλίψης κι ερημιάς από εκείνη. Για μεγάλο διάστημα οι μέρες της περνούσαν και δεν περνούσαν. Η ίδια ένιωθε ότι έκανε τυφλά κι αβέβαια βήματα κάπου στο σκοτάδι, ότι ο πόνος και η στενοχώρια της δεν είχαν προηγούμενο, και ότι από το σώμα είχαν πέσει όλα τα ροδοπέταλα κι είχαν απομείνει μονάχα τα αγκάθια. Λίγο πριν τον ξεχάσει μια και καλή και προχωρήσει τη ζωή της, παρακαλούσε μέσα της να γυρίσει πίσω σε εκείνη. Μπορούσε, με άλλα λόγια να του συγχωρήσει τα πάντα εκτός από το να μην τη θέλει, και δε δεχόταν πως ζητούσε πολλά από τον Αλέν, κι ο Αλέν ένα συγκεκριμένο πράγμα από πολλές διαφορετικές γυναίκες.
Όταν στο φινάλε συνειδητοποίησε πως εκείνος δε θα επέστρεφε, αγάπησε έναν άλλον άνδρα, τον παντρεύτηκε και μαζί του απέκτησε έναν γιο, το Ντάβιντ. Το 1979 ομως το διαζύγιο τούς χτύπησε την πόρτα, έπειτα ακολούθησε η αυτοκτονία του συζύγου της, έκανε έναν δεύτερο γάμο με κάποιον άλλον που επίσης δεν κράτησε, αλλά απέκτησε και μία κόρη, τη Σάρα. Η καμπάνα της μοίρας της Ρόμι Σναίντερ δεν άργησε να ξαναχτυπήσει όμως. Βαριά, αλλά κυρίως πένθιμα όταν το ατύχημα του γιου της στην αυλή του σπιτιού τους το 1981, του στοίχισε ακαριαία τη ζωή. Το τηλέφωνό κουδούνισε και της το ανακοίνωσαν. Σαφώς και σε εκείνο το σημείο ήταν που ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την ηθοποιό. Έπεσε σαν από ελεύθερη πτώση στην κατάθλιψη, και σε ένα απύθμενο χάος που θα δυσκολεύονταν ακόμα και οι πιο ταλαντούχοι αφηγητές να περιγράψουν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Έχασε κάθε ενδιαφέρον και ζωντάνια και μετατράπηκε σε μια γυναίκα που δεν άντεχε ούτε τη σκιά της. Είκαζε ότι το παιδί της ενόσω έσβηνε, φώναζε «Μαμά μου», και τούτη η φωνή έγινε αμείλικτος τύραννος μέσα στο κεφάλι της. Και τότε ήρθε η στιγμή που δεν είχε τίποτα να περιμένει, και τίποτα να λαχταρά. Εκείνη η στιγμή που ανακάλυψε με τρόμο ότι αν υπάρχει ένα παιδί στο σπίτι, δεν αντέχεται πολλές φορές η φασαρία που κάνει, όταν όμως φεύγει από αυτό, και δη υπό τέτοιες συνθήκες, αυτό που αφήνει πίσω του είναι μια εκκωφαντική ησυχία όμοια με αυτή των κοιμητηρίων. Η Ρόμι Σνάιντερ το έριξε σιγά σιγά σε κάθε είδους χάπια, θεώρησε ότι ο γιος της ήταν ταξιδιώτης σε μια χώρα μακρινή, κι αποφάσισε να πάει να τον βρει. Νοσηλεύτηκε για ένα χρόνο σε κλινική ψυχικής υγείας στο Παρίσι, όταν όμως βγήκε, την πρώτη κιόλας μέρα, στις 30 Μαΐου 1982, το μυαλό της ήταν αποφασισμένο. Το εισιτήριό της ήταν μια χούφτα βαρβιτουρικών με αλκοόλ και την έστειλε μέσα σε λίγες ώρες, και μόλις στα 43 της, να ανταμώσει το γιο της. Νόμιζε ότι μόνο εκεί θα ήταν ευτυχισμένη.
Κι αυτό γιατί δεν κατάλαβε ποτέ πως η τάση να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε ακόμα και τα πιο θηριώδη προβλήματά μας και το συμφυές με αυτά φορτίο οδύνης, είναι το θεμέλιο όλων των ψυχικών παθήσεων. Δεν κατάλαβε ποτέ πως τίποτα δεν εμποδίζει τη νέα ευτυχία να μας συστηθεί, όσο η ανάμνηση κάθε παλιότερης. Πως όταν όλα σκουραίνουν και βυθίζεσαι, πρέπει απεγνωσμένα να ψάχνεις για σωσίβιο προτού πνιγείς. Πως όταν πονάς, το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να μεταχειρίζεσαι την καρδιά σου σαν άρρωστο παιδί, αλλά να κάνεις με μέτρο ό,τι σου ζητήσει και πως αυτή είναι ο μόνος αληθινός τάφος των νεκρών. Συνοψίζοντας, η Ρόμι Σνάιντερ από τη σχέση της με τον Αλέν Ντελόν, έμαθε ότι δεν είναι η αγάπη που πονάει αλλά ο άνδρας που τη συνοδεύει, όμως στη μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής της, έκανε λάθος υπολογισμούς αγνοώντας πως ο θάνατος είναι το πιο μοναχικό γεγονός για τον καθένα μας, και πως αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει απαραίτητα, αλλά να μας διδάσκει ότι μέχρι να έρθει με φυσικό τρόπο το τέλος, οφείλουμε να απολαμβάνουμε την κάθε μέρα που μας δίνεται.