Τα κείμενα τεκμηρίωσης της έκθεσης “Ονείρων Tόποι” υπογράφουν οι Ιστορικοί της Τέχνης Ευαγγελία Θ. Καιράκη & Μαρία-Μόσχα Καρατζόγλου.

Όνειρο. Ο οπτικός συμβολισμός των ιδεών, ο εσωτερικός μηχανισμός που εικονοποιεί θραύσματα του υποσυνειδήτου και αποτυπώματα του νου. Τόπος. Ο αντιληπτός χώρος, η σταθερή αναφορά και η υλική χωροταξική υπόσταση. Αυτό το δίπολο, ιδεατού και γνώριμου, παραμορφωτικού και ρεαλιστικού, αινιγματικού και πρόδηλου, σηματοδοτεί τη δεύτερη ατομική έκθεση του Νικου Χιωτίνη, με το τοπίο, ως εικαστικό ζητούμενο να αποτελεί πεδίο προσωπικού αναστοχασμού και ενατένισης.

Πολίτης του κόσμου, με ιδιοσυγκρασία αέναου ταξιδευτή, ο Νίκος Χιωτίνης οδοιπορεί σε τόπους γνώριμους, ανασυνθέτοντας τη δική του βιωμένη εμπειρία. Ανασύρει εικόνες του θεατού κόσμου εντυπωμένες στο θυμικό και μορφοπλαστικά τις επαναδιαπραγματεύεται πάντα με την αισθαντικότητα και τον λυρισμό ενός «νεορομαντικού» περιηγητή.

Τα ανθρωπογενή περιβάλλοντα, οι όψεις του αστικού και νησιωτικού δομημένου ιστού θεματικά υπερτερούν, με τον άνθρωπο ως κοινωνό τους να είναι πάντοτε ωσεί ή εμφατικά παρών. Ανθρωποκεντρικός, άλλωστε, ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται τον φυσικό χώρο σαν προέκταση της ανθρώπινης δράσης και διάδρασης, σαν ένα αειφόρο habitat, όπου κυριαρχούν οι αισθητικές και πολιτιστικές αξίες και αντίστοιχα τον αναπαριστά, ευρισκόμενος σε διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης μαζί του. Η γραφή του κινείται στα όρια του εξπρεσιονιστικού υπαιθρισμού, με το ενδιαφέρον να εντοπίζεται όχι τόσο στη δομική απόδοση της φόρμας, αλλά στη χρωματική της αντανάκλαση, με τον κορεσμό του ορίζοντα, μια μελιχρή, συνήθως, αχλή που σκεπάζει και επιτονίζει το σύνολο των συνθέσεων, να σφυρηλατεί την αίσθηση της ουτοπίας, του άχρονου και αχαρτογράφητου. Βέβαια, η εικαστική γλώσσα του Νίκου Χιωτίνη δεν είναι καθόλου στατική. Συνεχώς ανανεώνεται με νέους τρόπους έκφρασης που περνούν από τον νέο- φωβισμό, με τις μεγάλες πλακάτες επιφάνειες, τους συμβολισμούς και την υπέρβαση της ορατής πραγματικότητας, στον μετακυβισμό, όπου ο χώρος σχηματοποιείται. μυσταγωγικά διασπάται και ακολούθως, ανασυντίθεται.

Στη Ρώμη, την Αμοργό και την Αθήνα ο Νίκος Χιωτίνης εντοπίζει τις καταβολές του, οροθετεί σχεδόν την πορεία του, δημιουργώντας μία σχέση αναπόλησης μαζί τους, με τη μνήμη και την αφήγηση να λειτουργούν με εσωτερική λογική. Δρόμοι που ιχνηλατήθηκαν ή απλά προσπεράστηκαν, ιστορικά μνημεία, σαν το αντίβαρο μιας πραγματικότητας που διαρκώς μετασχηματίζεται, επανέρχονται ως αφετηρίες έμπνευσης, διυλισμένα πάντα από το πρίσμα της ευαισθησίας του παρατηρητή. Οι ανόργανοι αρχιτεκτονικοί όγκοι και τα φυσικά στοιχεία αποκτούν υπόσταση, αναπόδραστα εμψυχώνονται για να συνδιαλαγούν με τον δημιουργό, δυναμιτίζονται από το απορρέον συναίσθημα της στιγμής, που συλλαμβάνεται στον καμβά σαν προσωπικό πλέον αφήγημα. Έτσι, τα εκτιθέμενα έργα, γεφυρώνουν τα όρια ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και την υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας, με το υπαρκτό και φαντασιακό στοιχείο να ενοποιούνται μέσα από τις αναφορικές και αυτοαναφερόμενες –συνάμα-διαδρομές του καλλιτέχνη.

Ευαγγελία Θ. Καϊράκη
Ms Ιστορικός της Τέχνης ΕΚΠΑ, μέλος της ΕΕΙΤ

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Defiende me Dios de my… ας με προστατεύσει ο Θεός από τον εαυτό μου, δηλαδή από τη φύση που απέκτησα με την αγωγή… είμαστε χωρίς παιδεία· ακόμα περισσότερο, για τη ζωή, για τη σωστή και απλή όραση κι ακοή, για το ευτυχισμένο άγγιγμα του Κοντινού και Φυσικού… δε έχουμε πειστεί ότι μέσα μας έχουμε μια αληθινή ζωή… κι ενώ έχω ίσως ακόμα το δικαίωμα να πω cogito ergo sum, όχι όμως vivo, ergo sum.

Λόγια του Φρίντριχ Νίτσε από το 1874, στη χαραυγή του μοντέρνου, βιομηχανοποιημένου και αστικού κόσμου. Σήμερα, στη μεταβιομηχανική κοινωνία, που κατά ειρωνική σύμπτωση λέγεται και κοινωνία της γνώσης, παρά τα πολυάριθμα κανάλια διάχυσής της -κάτι κατ’ αρχάς καλό- η ουσιαστική γνώση ολοένα ξεγλιστρά, ολοένα διχάζεται από τη ζωή. Έννοιες, λέξεις και ψηφιακά σήματα παντού. Αλλά όπως είπε και ο Φουκώ: «Εκεί που υπάρχει σημείο, δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος».

Κάποτε στα Αναφιώτικα και τη Βενετία, κάποτε στη Νέα Υόρκη και τη Ρώμη, κάποτε στην Πατησίων και την Αμοργό. Στο κτήμα, λουσμένο στον καλοκαιρινό πρώτο πρωινό ήλιο και στο μπαρ της πόλης, θαρρείς αιωρούμενο στη θαλπωρή της ρουτίνας ενός χειμωνιάτικου απογεύματος. Κάτω από την αχλύ του σούρουπου ή τα απόκοσμα, μεταμορφωτικά νυχτερινά φώτα ή το μεσημβρινό ανελέητο κυκλαδίτικο φως, αυτό που ο ποιητής ονόμασε η σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας. Σε μονοπάτια που μεταμορφώνονται σε ρυάκια και σε θάλασσες που βάφονται στα χρώματα της δύσης, βγαλμένα, θα’ λεγες, από τον αλληγορικό «εις τόπον τινά δαιμόνιον» πλατωνικό Λειμώνα (αλλά μήπως όλα δεν είναι αλληγορίες;). Στα τοπία του Νίκου Χιωτίνη η ζωή γιορτάζει και η γνώση ταυτίζεται πάλι με τη ζωή και τις αισθήσεις της.

Για λίγο πιστεύεις ή θέλεις να πιστέψεις ότι είναι οι καταγραφές ενός παρατηρητή που άλλοτε σα να βρίσκεται κι ο ίδιος μέσα από ένα από τα παράθυρα που παρατηρεί, ημι-αθέατος σαν τις φιγούρες που διαφεύγουν την προσοχή του διαρκώς ενδοκοπούντος νου μας, στους πίνακες και τη ζωή, άλλοτε σα να ίπταται πάνω από τις στέγες και τα σπίτια μέσα στα οποία διαδραματίζονται συνήθειες και θαύματα και κλείνονται ερμητικά ανθρώπινες ζωές κι άλλοτε, αυτή τη φορά από το ύψος των ματιών, σα να έχει στήσει το καβαλέτο του στη γωνία μιας πλατείας ή μιας εξοχής. Και ίσως και να είναι. Αλλά μετά εντοπίζεις την ανεπαίσθητη παραλλαγή από την πραγματικότητα, «ξεβολευτική» όσο χρειάζεται, αλλά και απελευθερωτική και διαπιστώνεις ότι ο χρόνος είναι ανιστορικός -η ανιστορικότητα που ύμνησε κι ο Νίτσε, σαν αντίδοτο προς τον υπερκορεσμένο από την Ιστορία πολιτισμό μας- και, ακόμα για τον χρόνο, ότι αποτυπώνεται μέσα από τις συστολές και διαστολές της «λαγουδότρυπας» που είναι η μνήμη. Παραλλαγές της πραγματικότητας και εσωτερικές συνάμα παραλλαγές -σαν τις μουσικές παραλλαγές του Bolero του Maurice Ravel- ενός τοπίου που επανέρχεται όπως τα όνειρα, επίμονα, ως απόρροια κυρίως ζωής και αδιαμεσολάβητης, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, επαφής με την εξωτερική και εσωτερική αλήθεια. Σήμερα, που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ να πούμε: Vivo, ergo sum. Ζω άρα υπάρχω.

Μαρία-Μόσχα Καρατζόγλου, ιστορικός τέχνης, υποψήφια διδάκτωρ ΕΚΠΑ