Η νέα γενιά βρίσκεται σε σύγκρουση με την παλιά. Οι παραδοσιακές αξίες, οι παραδοσιακοί δεσμοί, αμφισβητούνται από τους νέους ανθρώπους. Διψούν για ελευθερία, δεν κρύβονται. Αγαπούν, ερωτεύονται, πασχίζουν.
Οι τοξικοί γονείς, «αντιμάχονται». Χρήματα, ψυχολογικός εκβιασμός, διπλή ζωή.
Ο Ζαν Κοκτώ, με περίσσια δόση ειρωνείας, μας αφηγείται ιστορίες για αγρίους ( και μή…)
Τι θα συμβεί;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Θα νικήσει άραγε ο έρωτας;
-Η σκηνοθέτιδα της παράστασης , Αναστασία Παπαστάθη, τοποθετεί το έργο, από το Παρίσι του 1938, στην Αθήνα του σήμερα. Προσωπικά τι κοινά εντοπίζετε σ’ αυτές τις δύο πόλεις διαφορετικών δεκαετιών;
Ε.Α: Τη βάση για να εντοπιστούν τα κοινά αυτών των δύο κόσμων, τη θέτει ο συγγραφέας. Σ’ αυτό το έργο παρατήρησα, από την αρχή της έρευνας αλλά και καθώς αυτή εξελισσόταν, ότι πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό και πανανθρώπινο που θα μπορούσε να σταθεί σε όλες τις πόλεις και όλες τις δεκαετίες του κόσμου με διαφορετικό τρόπο και να ζωντανέψει τις ανθρώπινες σχέσεις. Επειδή λοιπόν, αυτό το έργο ασχολείται με τις ανθρώπινες αυτές σχέσεις, οικογενειακές και μη, θεωρώ αρκετά δύσκολο να διαχωρίσω πόλεις και εποχές και να βρω κοινά και αποκλίσεις. Πιστεύω πως οι οικογενειακές σχέσεις έχουν από πάντα κάποιες βάσεις και κάποιες σταθερές που δεν αλλάζουν. Αυτή είναι και η φύση τους, να κρατούν τις ισορροπίες . Το ίδιο πιστεύω και για τον έρωτα. Πάντα ήταν καθοριστικός και άτρωτος αλλά και η δύναμη που αλλάζει ανθρώπους , συνήθειες και καταστάσεις. Αν λοιπόν πρέπει να βρω κοινά ανάμεσα στο Παρίσι του τότε και στην Αθήνα του σήμερα θα έλεγα την ανάγκη των ανθρώπων να ζήσουν, να αγαπήσουν, να ερωτευθούν, να συγχωρήσουν, να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον και κάτω από δυσκολίες να αγαπηθούν.
A.K: Δεν βρίσκω τίποτα κοινό. Η Αθήνα του σήμερα και το Παρίσι του 1938 δεν σχετίζονται πολιτισμικά με κανένα τρόπο. Η ατμόσφαιρα του Παρισιού εκείνη την εποχή και η νοοτροπία των ανθρώπων, δε συνάδουν με κανένα τρόπο που θα μπορούσα να φανταστώ με την Αθήνα του σήμερα. Αν είχα να συγκρίνω αυτές τις δύο πόλεις σε παρόντα χρόνο, θα μπορούσα να βρω κάποια κοινά στοιχεία.
-Πείτε μας δύο λόγια για το ψυχολογικό προφίλ των ρόλων που υποδύεστε.
Ε.Α: Ο ρόλος της Μαρίας συνδέεται με κάτι φρέσκο, όμορφο, καθαρό, νεανικό. Την χαρακτηρίζουν αξίες όπως η ειλικρίνεια, η αγνότητα, η ευαισθησία και το ήθος που διαφαίνεται μέσα από τις αποφάσεις και τις πράξεις της. Πρόκειται να ένα κορίτσι από την επαρχία, που από μικρή ηλικία κλίθηκε να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και να αντικρίσει μια σκληρή πλευρά της ζωής. Αυτό συνέβη σε ηλικία έξι χρονών όταν ο πατέρας της πέθανε. Εκείνη με τη μικρότερη αδερφή και τη μητέρα τους μείνανε μόνες. Η Μαρία αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρή ηλικία για να βοηθάει την οικογένειά της χωρίς όμως να αφήσει το πάθος της με τα βιβλία. Ερχόμενη στην Αθήνα να σπουδάσει γραφιστική είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα κι έτσι εμπλέκεται σε πρώτο στάδιο με την «Τρομερή Οικογένεια». Πρόκειται για ένα κορίτσι που διακρίνεται από τιμιότητα και ειλικρίνεια. Οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει μέσα στο έργο είναι από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσαν να της συμβούν. Ο έρωτας, η αγάπη και στο τέλος ο εκβιασμός την κάνουν να παραλύει. Έχοντας κάνει και η ίδια λάθη που προσπαθεί να καλύψει, για να μην πληγώσει κανέναν, πιάνεται στη φάκα της οικογένειας και καταρρέει. Υπερασπίζεται τον έρωτά της αλλά και τις αξίες της προσπαθώντας να
σώσει την κατάστασή όταν ένα χέρι απρόσμενης βοήθειας την ωθεί προς τη νίκη
A.K: Ο ρόλος που υποδύομαι είναι ο Μιχάλης. Ένα νεαρό παιδί με πάθος για τη ζωή και ενθουσιασμό απέναντι στο άγνωστο. Θέλει να ζήσει και να απελευθερωθεί από τα μητρικά δεσμά και να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Όπλο του σε αυτή την προσπάθεια, ο έρωτας.
-Ο συγγραφέας του έργου, Ζαν Κοκτώ, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ψυχολογικού θεάτρου. Θεωρείτε πως αυτό το είδος δραματουργικών κειμένων, ενέχει υποκριτικές δυσκολίες;
Ε.Α: Πράγματι ο συγκεκριμένος συγγραφέας διακρίνεται, μέσω της γραφής του, για την εμβάθυνση στους χαρακτήρες και τον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί ψυχολογικά τους ήρωές του. Προσωπικά καθώς είναι η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο μετά τη Δραματική σχολή, δεν έχω κληθεί ξανά να ερμηνεύσω τέτοιου είδους κείμενα. Ο Κοκτώ πλάθει όλη την ιστορία γύρω από τους χαρακτήρες, από τις πράξεις τους, τις προσωπικότητές τους, την πολυδιάστατη φύση τους όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Ένα γεγονός ή μία κατάσταση μπορεί να πάρει εντελώς άλλη τροπή εάν αντιμετωπιστεί από έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο. Αυτό λοιπόν ενέχει παγίδες για τον ηθοποιό. Είναι σχετικά εύκολο να κατανοήσεις τον ρόλο σου μέσω του κειμένου λόγω της δεξιοτεχνίας του Κοκτώ. Όμως είναι επίσης πολύ εύκολο να πέσεις στην παγίδα του αναμενόμενου. Για παράδειγμα, εκ πρώτης ανάγνωσης κάποιες ατάκες είναι συνηθισμένες δεν χρειάζονται μεγάλη ανάλυση. Είναι όμως αποκαλυπτικό να τις ψάχνει ο κάθε ηθοποιός γιατί θα του φανερώσουν έναν ολόκληρο κόσμο. Η παγίδα λοιπόν για τον ηθοποιό είναι αυτή, η πρόκληση όμως είναι να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του και να τον ζωντανέψει με έναν μοναδικό και ανθρώπινο τρόπο μέσα από το βίωμα του ίδιου. Γιατί και ο ηθοποιός ως άνθρωπος είναι πολύπλευρος και ξαναγεννιέται καθημερινά.
A.K: Σαφώς, γιατί απαιτεί από τον ηθοποιό θυσίες. Να βγει από τη ζώνη άνεσης του και να συσχετιστεί με τα βιώματα του ρόλου, ούτως ώστε να βγει το επιθυμητό, οργανικό, πηγαίο, αποτέλεσμα. Σε πρακτικό επίπεδο, δε μιλάμε για ένα είδος που βασίζεται μόνο στη λήψη – από πλευράς του θεατή – μονοσήμαντων αισθητικών ερεθισμάτων, αλλά για ποιότητες που μεταδίδονται μέσω ορισμένων ατμοσφαιρών και συναισθηματικών διεργασιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει μέση λύση. Όταν δε, ο ηθοποιός καλείται να «βουτήξει» σε έναν κόσμο που ενδέχεται να βρίσκεται πολύ πιο μακριά από την δική του πραγματικότητα, η κατανόηση ορισμένων στοιχείων του ρόλου, απαιτεί πολύ μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας και ψυχικών αποθεμάτων. Είναι μία προσπάθεια ψυχοφθόρα, αλλά – συνήθως- ανταποδοτική για τον ηθοποιό. Αν «βουτήξεις», μαθαίνεις πράγματα, αλλάζεις και ωριμάζεις μέσα από το ρόλο σου.
-Διαβάζοντας την πλοκή του έργου, κατανοούμε πως ο τίτλος «Τρομεροί Γονείς» είναι ειρωνικός. Αυτή η σατιρική διάθεση, θα λέγατε πως διαπερνά ολόκληρο το θεατρικό κείμενο;
Ε.Α: Η απάντηση είναι σίγουρη και βγαίνει αβίαστα. Σίγουρα ναι! Όχι μόνο ο τίτλος αλλά και οι καταστάσεις , οι συμπτώσεις και οι ίδιοι οι χαρακτήρες συμπληρώνουν αυτό το κωμικό δράμα. Ξεκινώντας από τους χαρακτήρες θα μπορούσα να πω πως ο κάθε ένας ξεχωριστά ζει στον δικό του κόσμο πράγμα γλυκόπικρο αλλά έχει πλάκα βλέποντας πώς οι κόσμοι αυτοί ενώνονται. Έτσι δημιουργείται μία ιστορία από την οποία δεν λείπει τίποτα απολύτως. Το δράμα, η κωμωδία, η φάρσα, όπως αναφέρεται και στο έργο, όταν χειρίζεται ήρωες όπως αυτούς του έργου μας δημιουργείται ένα κράμα που μόνο ειρωνικό και σατυρικό μπορεί να είναι
μέσα όμως από το δράμα. Εξάλλου αυτή είναι και η δύναμη του έργου, τα έχει όλα σε μεικτή και καθαρή μορφή γι’ αυτό διακατέχεται απο αυτή τη σατιρική διάθεση.
A.K: Οι «Τρομεροί Γονείς» είναι ένα κωμικοτραγικό έργο. Δεν είναι αμιγώς κωμικό ή τραγικό. Έτσι προκύπτει και ο σατιρικός του τόνος. Ο Κοκτώ έχει συνδυάσει αυτά τα δύο στοιχεία περίτεχνα, με καταστάσεις που πολύ εύκολα ανάγονται σε αληθινά βιώματα και αυτό το στοιχείο είναι που κάνει πραγματικά ξεχωριστό το έργο. Γιατί η ζωή δεν είναι ποτέ μονοδιάστατη. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις άλλωστε υπάρχει και η φράση «γελάω με τα χάλια μου». Αυτό που συμβαίνει στους «Τρομερούς Γονείς» είναι ότι ενώ ζουν «απλά» τη ζωή τους, οι καταστάσεις που βιώνουν τους ξεπερνούν τόσο πολύ, που προκαλούν γέλιο.
-Το έργο γράφτηκε το 1938 και έχει ως κύριο θέμα τις τοξικές σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ογδόντα δύο χρόνια αργότερα, στο τώρα, πιστεύετε πως οι παραδοσιακοί δεσμοί «αίματος» έχουν αλλάξει;
Ε.Α: Η πρώτη σκέψη που θα περίμενε κανείς να μου έρθει στο μυαλό είναι η εξής : ”Ναι, φυσικά και έχουν αλλάξει. Μετά από ογδόντα δύο χρόνια;”. Κι όμως, ψάχνοντας βαθιά μέσα απ’ τη μελέτη του κειμένου, της ζωής μου, της καθημερινότητάς μου παρατήρησα ότι μερικά πράγματα μένουν ίδια. Αυτό δεν είναι βέβαια απαραίτητα κακό. Πάντα μια μητέρα θα ανησυχεί για το παιδί της και πάντα ένα παιδί θα έχει ανάγκη να ανοίξει τα φτερά του και να ζήσει τη δική του ζωή, ανεξάρτητο απ’ την οικογένεια. Το θέμα είναι αυτές τις σταθερές πώς τις αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά και δυστυχώς δεν πιστεύω ότι έχει να κάνει με την εποχή. Σαφώς και παλαιότερα όλα ήταν πιο αυστηρά και συγκεκριμένα, όμως σε κάθε εποχή οι δεσμοί αν είναι δυνατοί σου δίνουν και σου στερούν με τον ίδιο τρόπο. Το θέμα είναι αν είναι τοξικοί. Θέλω να πιστεύω ότι για αυτές τις σχέσεις τα δεδομένα έχουν αλλάξει, ναι. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να καταλάβει εάν αυτό που τον συνδέει με κάποιον άλλον είναι υγιές ή όχι με πολλούς τρόπους. Και πιο εύκολα να ξεφύγει. Αυτό όμως που διαφέρει είναι η θέληση να κατανοήσει κανείς πως εμπλέκεται σε τοξικούς δεσμούς κι έτσι να απομακρυνθεί από αυτούς και να επανακτήσει τον εαυτό του.
A.K: Ναι, και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι νέες γενιές το θεσμό της οικογένειας. Πράγματα που μασκαρεύονταν και πλασαρίζονταν προηγούμενες δεκαετίες ως «καλά» και «χρηστά» στον πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων, σήμερα έχουν αρχίσει οι νεότεροι και τα απορρίπτουν. Ελπίζω κάποια στιγμή να μιλάμε για τον όρο οικογένεια και ο θεσμός αυτός να μην έχει δεσμευτική ή καταπιεστική χροιά, αλλά υποστηρικτική, βασισμένη στην αγάπη και τη συντροφικότητα. Για όλους.
-Ως θεατές, προτιμάτε να παρακολουθείτε κωμικά έργα ή δραματικά;
Ε.Α: Με τα δικά μου μάτια το κάθε έργο δεν χωρίζεται σε κωμικό ή δραματικό. Χωρίζεται σε αυτό που με κάνει να συνδεθώ και να αισθανθώ και σ’ αυτό που δεν θα καταφέρει να με αγγίξει. Πέρα απ’ το έργο όμως, για την έκβαση αυτή, μεγάλη σημασία έχει και ο τρόπος που αποδίδεται το κάθε κείμενο. Ένα έργο λοιπόν είναι συνδυασμός κειμένου και απόδοσής του από τους εκάστοτε συντελεστές. Έχω αρκετά χρόνια να δω παράσταση που θα με συνεπάρει είτε αυτή θέλουμε να την πούμε κωμική, είτε δραματική. Αυτή είναι λοιπόν η προτίμησή μου και μπορώ να πω πως μου έχει συμβεί με τον συνδυασμό κωμικού και δραματικού στοιχείου, πριν από χρόνια.
A.K: Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση. Συνήθως προτιμώ να δω παραστάσεις που έχω ακούσει ότι είναι καλές. Το είδος σπανίως με απασχολεί.
-Η οικονομική κρίση της χώρας, που επηρεάζει σε έναν μεγάλο βαθμό το Θέατρο, σας έκανε ποτέ να αμφιβάλλετε για την επιλογή σας να ασχοληθείτε επαγγελματικά με την υποκριτική;
Ε.Α: Έχοντας τελειώσει τη Δραματική Σχολή μόλις ξέσπασε η πανδημία μπορώ να πω πως νιώθω τυχερή που είμαι σ’ αυτή τη δουλειά. Σε αυτή την εποχή, όχι μόνο οικονομικής κρίσης, αλλά και πολλών άλλων κρίσεων, το Θέατρο σφίγγεται από έναν πολύ ισχυρό κλοιό. Για κάθε νέο και όχι μόνο, ηθοποιό είναι δύσκολο να βιοποριστεί από αυτό το επάγγελμα. Απαιτεί πολύ ενέργεια και πολλές ώρες αλλά δεν αμίβεται όσο θα άξιζε. Αντιμετωπίζω μία μεγάλη πρόκληση, από τις πιο δύσκολες της ζωής μου. Χρειάζεται να κάνω κι άλλα πράγματα για να ζήσω, όμως είμαι σε μία ηλικία που δεν θα ήθελα να σκέφτομαι μακροπρόθεσμα και σίγουρα θα ήθελα να δοκιμάσω τα όρια μου και τις δυνάμεις μου κάνοντας το πάθος μου επάγγελμα και το επάγγελμά μου πάθος. Δεν έχω αμφιβάλλει ούτε στιγμή!
A.K: Όχι, ποτέ. Γιατί δεν επέλεξα αυτό το επάγγελμα βάσει βιοποριστικών κριτηρίων. Όχι επειδή έχω λύσει αυτό το πρόβλημα. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αλλά επειδή η ανάγκη μου να εκφραστώ ήταν πάντα τόσο μεγάλη, που οποιαδήποτε κρίση θα με πείσμωνε ακόμη περισσότερο. Αυτό που νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε σε κρίσεις όπως η παρούσα, δεν είναι να τα παρατάμε, αλλά να αγωνιζόμαστε για περισσότερα. Όσο και όπως μπορεί και αντέχει ο καθένας. Γιατί αυτό που επηρεάζει το Θέατρο σήμερα δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση, αλλά – κυρίως – η πολιτισμική.