Με τα γεγονότα που όλος ο πλανήτης παρακολουθεί να εκτυλίσσονται στην δοκιμαζόμενη Ουκρανία, το βιβλίο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι επίκαιρο και αφηγηματικά ζωντανά παρά το γεγονός πως γράφτηκε δεκαετίες πίσω. Ο πόλεμος είχε πάει κάποτε ο Πωλ Βαλερύ είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν.
Ο ανώνυμος αφηγητής αναφέρεται στις στάχτες ενός πολέμου και στις συνέπειές του με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και μέσω διαφόρων επώδυνων συμβάντων που είναι γνώριμα σχεδόν σε όλους μας. Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τον τίτλο του βιβλίου από έναν πίνακα του Μαξ Έρνστ – όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου – γιατί αυτή η ανθρώπινη και ηθική απαλλοτρίωση που απεικονίζεται στον πίνακα αυτόν αλλά και σε άλλους αντίστοιχους είναι και το σήμα κατατεθέν του βιβλίου καθ’ όλη τη διάρκειά του.
Στα χνάρια μιας διαλυμένης Ευρώπης
Η μεταφράστρια Ρένα Χατχούτ, η οποία και έφερε σε πέρας με επιτυχή τρόπο το έργο της μετάφρασης, γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του βιβλίου: “Έργο συγκλονιστικό χάρη στις εικόνες και στα γεγονότα που περιγράφει, χάρη στη σουρεαλιστική ονειρική προσέγγιση που προσδίδει ένα κλίμα φρίκης, αλλά παράλληλα και έργο απολύτως πρωτότυπο χάρη στην αντίθεση ανάμεσα στην ασάφεια των γεγονότων και των χαρακτήρων από τη μία πλευρά και στην παγερή ακρίβεια του ύφους από την άλλη”. Αυτό που ουσιαστικά παρατηρεί και διαπιστώνει ο αναγνώστης είναι αυτή η αοριστία, η αβεβαιότητα, η αστάθεια και όλα εκείνα που λαμβάνουν χώρα σε έναν τόπο που μόλις έχει βγει από τον πόλεμο. Ακόμα και αυτό παραμένει ένα ερώτημα αναπάντητο, έχει όντως περάσει ο πόλεμος; Μήπως ακόμα υπάρχουν ενεργά μέτωπα και μήπως οι φλόγες από τις βόμβες ακόμα σιγοκαίνε; Γιατί αυτό που αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας είναι πως το μεταπολεμικό σκηνικό μοιάζει ακόμα πιο μετέωρο από το ίδιο το πολεμικό γίγνεσθαι που μόλις προηγήθηκε.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Βρετανός Άλαν Μπερνς συστήνεται στο ελληνικό κοινό με ένα μυθιστόρημα τόσο αληθινό όσο και σκληρό γιατί από όσα περιγράφει ξεδιπλώνεται το κουβάρι της ιστορίας ενός κοριτσιού που βιώνει τις συνέπειες του πολέμου. Και είναι ένα οποιοδήποτε κορίτσι και ο αφηγητής είναι ένας οποιοσδήποτε που θα μπορούσε ουσιαστικά να έρθει σε επαφή με την αναζήτηση των γεγονότων, με αυτό το θλιβερό μεταπολεμικό τοπίο όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο και όπου όλα μυρίζουν στάχτη. Η αφήγηση του Μπερνς κρύβει μία μελαγχολική διάθεση και έτσι μια δραματική εξέλιξη για τα όσα ο αφηγητής βιώνει εμφυσείται στον αναγνώστη. Είναι μια διαδικασία ανακάλυψης αυτό που μας μεταφέρεται και όλα όσα τραγικά κατατίθενται είναι η απόδειξη μιας διάλυσης και μιας καταστροφής δίχως προηγούμενο.
Είναι εξάλλου σαφές πως η γενιά αυτών των λογοτεχνών έζησε με το δράμα του πολέμου και τον βίωσε στο πετσί του ήδη από πολύ μικρή ηλικία. Ο αφηγητής είναι ίσως ο άλλος εαυτός του ίδιου του συγγραφέα που πλανάται μέσα στους ορίζοντες της χαμένης του παιδικής ηλικίας και το κορίτσι αυτό που αναζητά είναι η καταπατημένη αθωότητα, αυτή η ανεμελιά που καταρρακώθηκε και ποδοπατήθηκε στα διαφορετικά πολεμικά μέτωπα, στα ατελείωτα χιλιόμετρα χαρακωμάτων, στις τόσο ανεδαφικές μάχες, στις ανείπωτες απώλειες, στους φρικιαστικούς θαλάμους αερίων για τους οποίους γίνεται λόγος στο μυθιστόρημα. Ο κόσμος μετά τον πόλεμο έκρυβε παγίδες, τραγωδίες, αναζητήσεις, οδυνηρές αναμνήσεις, ανασφάλεια και ένα μεγάλο ερώτημα για το μέλλον. Όλα αυτά τα αγωνιώδη και τα ανησυχητικά δεν μπορεί παρά να απασχολούν εύλογα τον Μπερνς που μοιάζει να θέλει να αφηγηθεί για να αυτολυτρωθεί.
Ο αφηγητής στον αγώνα για την ανεύρεση της χαμένης κοπέλας δε διστάζει πουθενά, απευθύνεται σε κάθε πιθανό καταφύγιο, ρωτάει συνεχώς αναζητώντας την παραμικρή πληροφορία που θα μπορούσε να του είναι χρήσιμη. Τα όσα ακούει σε αυτή την τόσο συγκλονιστική αφορμή είναι όσα έχουν λάβει χώρα σε έναν αδυσώπητο πόλεμο που μάλλον ποτέ δεν τελείωσε και τα λόγια του αφηγητή είναι χαρακτηριστικά αυτού του κλίματος: “Μου μίλησε για την οικογένειά του, τον πόλεμο, και, σε μια κίνηση φιλίας, είπε ότι έπρεπε να υπογράψω το τετράδιο αυτογράφων του. “Πρέπει να αρχίσεις μια καινούργια σελίδα”. “Είμαι σε ειδική κατηγορία”, παρατήρησα, καθώς έγραφα το όνομά μου σε μια λευκή σελίδα στο πίσω μέρος του εγχειριδίου οδηγιών”.
Το μυθιστόρημα είναι μια γροθιά στο στομάχι και μία εκρηκτική λογοτεχνική οβίδα καθώς δεν απέχουν πολύ από όσα πραγματικά συνέβησαν και εκεί έγκειται και η επιτυχία του Μπερνς. Σαν ανταποκριτής από το μέτωπο κινείται και καταγράφει τα επεισόδια ενός πολέμου χωρίς κανένα έλεος αλλά με τόσα πολλά θύματα, ένα από τα οποία είναι και η αγνοούμενη κοπέλα. Αυτή η κοπέλα είναι η προσωποποίηση των όσων δραματικών έζησε η Ευρώπη, των όσων επακολούθησαν και οι εικόνες και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία γιατί κάτι ανάλογο δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί. Και αν η ιστορία επαναλαμβάνεται αυτό είναι ακόμα πιο ολέθριο γιατί τα μαθήματα πρέπει να γίνονται παθήματα και όχι απλές αναμνήσεις.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
“Τα δόντια μου είναι χαλασμένα, το ίδιο και η ζωή που πρέπει να ζήσω”
“Ο αφανισμός δεν σημαίνει σωματικό αφανισμό – αφανισμός σημαίνει παράδοση, αποθάρρυνση. Μια μάχη που συνεχίζεται δεν είναι αφανισμός, αφανισμός σημαίνει παράδοση. Αλλά αυτοί οι τύποι πολεμάνε”
Διαβάστε επίσης:
Η Ευρώπη Μετά τη Βροχή: Το βιβλίο του Άλαν Μπερνς από τις εκδόσεις Gutenberg