Η έκθεση «Τοτέμ» αποτελεί τη δεύτερη ατομική έκθεση του φωτογράφου Κώστα Μίαρη, με συγκεκριμένο θέμα, την απώλεια και τη διαχείρισή της, είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο.
O ίδιος δηλώνει φύσει και θέσει ερασιτέχνης.
Την έκθεση θα ντύσει μουσικά ο Βαγγέλης Μαρκαντώνης.
«Η φωτογραφία δρώντας ως καταλύτης, στην αντιμετώπιση και κατανόηση της πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από κάθε πιθανή αλλά και κάθε απρόσμενη αντίρροπη δύναμη και τάση, μου έδωσε τη δυνατότητα για την αντίληψη της αποδοχής.
Χρόνια ερασιτέχνης με μόνιμη έλλειψη χρόνου, η ψηφιακή φωτογραφία πρόσφερε τη δυνατότητα να δοκιμάσω και να εκφράσω σκέψεις μέσω της εικόνας, διατηρώντας παράλληλα την αναγκαία χρονική ισορροπία ώστε αυτή η ενασχόληση να εντάσσεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην καθημερινότητά μου».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Κώστας Μίαρης
Η έκθεση συνοδεύεται από μία βιβλιόδετη έκδοση με φωτογραφικό υλικό, που συνδυάζεται από σκέψεις και προσδιορισμούς του όρου τοτέμ μέσα από τη ματιά του φωτογράφου.
Η Ιστορικός τέχνης – υποψήφια διδάκτωρ ΕΚΠΑ Μαρία-Μόσχα Καρατζόγλου, γράφει για τη δουλειά του:
«Ο όρος τοτέμ, εξαγγλισμένη εκδοχή της λέξης που προέρχεται από την γλώσσα των αυτοχθόνων φυλών της Βόρειας Αμερικής Ojibwe, αναφέρεται κατ’ επέκταση στα αντικείμενα που δεν έχουν μια αξία εγγενή, αλλά εκείνη που αντλείται από τη μαγική-συμβολική τους διάσταση. Συχνά, μέσα από μία επιφανειακή προσέγγιση, ενσωματώνουμε στη γλώσσα και στις πρακτικές μας στοιχεία από άλλους πολιτισμούς, αγνοώντας το ότι απευθύνονταν όχι σε μια εμπειρία μεσολαβητική, αλλά σε μία βιωμένη σχέση. Ορθόλιθοι που έγιναν αρχικά για τελετουργικούς σκοπούς, είτε για να αποτελέσουν φόρο τιμής σε μια θεότητα είτε να για διατρανώσουν το μεγαλείο μιας φυλής ή ενός ηγεμόνα, ειδώλια που φιλοτεχνήθηκαν για να ικανοποιήσουν την προσμονή του ανθρώπου για πλούσια και γαλήνια ζωή μετά το θάνατο, μάσκες από την Μεσοαμερική, την Αφρική ή την Ωκεανία που είχαν ως στόχο την απόδοση αφηρημένων εννοιών όπως του φόβου, του σεβασμού ή της εκδίκησης και πρακτικές yoga ή hoodoo ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ ορατού και αόρατου κόσμου, μας δημιουργούν μια εύλογη αμηχανία στο πώς να τα ερμηνεύσουμε. Λογικό, καθώς μας λείπει το βασικό κλειδί κατανόησης: μας διαφεύγει η φύση της λατρείας! Όπως αναφέρει ο E. H Gombrich στο Χρονικό της Τέχνης: Εκείνο που έχει πια σημασία δεν είναι αν το γλυπτό ή ο «πίνακας» είναι ωραίο με τα δικά μας κριτήρια, αλλά αν «λειτουργεί», δηλ. αν συντελεί στην επιζητούμενη μαγεία. Επομένως, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως την τέχνη αυτή εφόσον δεν ξέρουμε τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Αυτό δεν εμποδίζει όμως τον δυτικό άνθρωπο να την βάζει σε ένα μεταμοντερνιστικό μπλέντερ, απλώς για να τροφοδοτήσει την ψευδαίσθησή του ότι κυριαρχεί στο σώμα του και στην κοινωνία (και μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η ιστορική σύνδεση του αποκρυφισμού και του νεορομαντισμού με τον ολοκληρωτισμό). Υπάρχει, ακόμα, ο σύγχρονος τοτεμισμός, που προσδίδει μαγικές ιδιότητες στα αντικείμενα που μας περιβάλλουν: έτσι, το κινητό γίνεται όχι απλώς προέκταση, μα μετωνυμία της σκέψης μας, η οθόνη του βλέμματός μας ή το όχημα του σώματός μας. Ας αφήσουμε όμως επιφανειακές προσεγγίσεις και νεοτοτεμισμούς και ας στρέψουμε μέσω της παρούσας έκθεσης την προσοχή μας στην πρώτη έννοια της λέξης.
Regarder, c’est oublier les noms des choses que l’on voit (Το να κοιτάζουμε, σημαίνει να ξεχνάμε τα ονόματα των πραγμάτων που βλέπουμε), λέει ο Paul Valéry. Το να μπορείς να δεις κάτι, είτε φυσικό αντικείμενο είτε ακόμα και βιομηχανοποιημένο απεκδύοντάς το από τους ρόλους και τα σύμβολα του αστικού πολιτισμού και τα πολιτικά, κοινωνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά συμφραζόμενά του είναι εξαιρετικά δύσκολο και ο μόνος τρόπος να το πετύχει κανείς είναι να είναι ο ίδιος ποιητής. Και ο Κώστας Μίαρης είναι, όπως είναι και δημιουργός εικονοποιίας (imagery). Επομένως, για να κατανοήσουμε το έργο του, ο μόνος τρόπος είναι να αφεθούμε και να γίνουμε επίσης ποιητές. Τα έργα του δεν είναι απλώς έντεχνες φωτογραφίες (πόσο έχει υποφέρει ο όρος «καλλιτεχνική φωτογραφία», που τείνει απλώς να αναφέρεται σε «σωστά» τραβηγμένες ή επεξεργασμένες, με τον συμβατικό τρόπο φωτογραφίες, απ’ όπου και αντλούν την όποια καλλιτεχνικότητά τους, και βέβαια από το γεγονός ότι είθισται να είναι στην κλίμακα του γκρι), αλλά φέρουν πρωτότυπους συμβολισμούς, που είναι εύληπτοι μόνο στον ποιητή μέσα μας, που σαν τον «πρωτόγονο» άνθρωπο μπορεί αδιαμεσολάβητα να κατανοήσει, αρκεί να ξεχάσουμε ό, τι έχουμε μάθει να βλέπουμε -κυρίως μέσα από τα παρηγορητικά ομοιώματα της διαφήμισης. Η κλίμακα του γκρι συντείνει στην αχρονικότητα των εικόνων -αν και, ακόμη και χωρίς αυτήν, το μήνυμα θα ήταν εξίσου σαφές, διότι είναι φέρον. Δεν θαυμάζουμε απλώς τις εικόνες, αλλά γινόμαστε κοινωνοί τους. Ο Roland Barthes στο βιβλίο του Camera Lucida αναφέρει τον όρο punctum, που στα λατινικά σημαίνει αμυχή. Κατά τον συγγραφέα, το punctum δεν είναι παρά μια λεπτομέρεια που μας αποσπά από την ανάγνωση, μετατοπίζει το ενδιαφέρον του παρατηρητή και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτός την αντιλαμβάνεται. Και η αμυχή εδώ είναι πολύ συγκεκριμένη: κοινός παρονομαστής: η εγκατάλειψη, η απώλεια.
Τέλος, ας μην παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι εικόνες της παρούσας σειράς του Κώστα Μίαρη, μέρος αυτού του ιδιότυπου ημερολογίου του, προέκυψαν μέσα από μία κυριολεκτικά παράκαμψη στο αστικό οδικό δίκτυο, που μας φέρνει κοντά στην έννοια του dérive των Καταστασιακών. Μην υπακούοντας στη λογική του métro, boulot, dodo (μετακίνηση με μετρό για να πάω στη δουλειά, δουλειά, ύπνος), προκύπτει ένας μαίανδρος και όχι μια ευθεία περιπλάνησης, που αποκαλύπτει μία νέα ποιητική γλώσσα και, ακόμη, τελικά, ένας νέος κοινωνικός χώρος, κατά τον ορισμό του Henri Lefebvre, όπου συντελείται η επανάσταση του να συναντά το αντιληπτό το βιωμένο, σαν το τοτέμ των «πρωτόγονων» λαών”.