Με έχουν διώξει από εκκλησίες, επειδή με έπιασαν τα γέλια
αλλά και από πορνεία, επειδή το έριξα στην προσευχή.
Ισχύει ένα από τα δύο· είτε είναι οι άνθρωποι τρελοί είτε εγώ.
Αν τεθεί στην κρίση της πλειοψηφίας, χάθηκα.
Τίποτα δεν ξεπερνά το γέλιο και το θεωρώ τόσο πολύτιμο
όσο άλλοι μορφωμένοι άνθρωποι το κλάμα.
– Μποναβεντούρα (Bonaventura)
Tο 1804, το έτος της στέψης του Ναπολέοντα και της διάλυσης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, εν μέσω δραματικών ανακατατάξεων στην Ευρώπη γενικότερα και στη γερμανική επικράτεια ειδικά, δημοσιεύεται ανώνυμα το σύντομο έργο με τίτλο Οι νυχτερινές περίπολοι του Μποναβεντούρα. Η επιλογή του συγγραφέα να κρυφτεί πίσω από το ψευδώνυμο Μποναβεντούρα εξηγείται από το καυστικό περιεχόμενο, την έντονη κοινωνική κριτική, αλλά και τα πολλαπλά βέλη ενάντια στο πολιτισμικό γίγνεσθαι της εποχής του, που καθιστούν το ιδιόρρυθμο αυτό κείμενο ιδιαίτερα προκλητικό.
Χρονοτόπος του σατιρικού αυτού κειμένου είναι η νύχτα και πρωταγωνιστής του είναι ο νυχτοφύλακας μιας μικρής πόλης στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο νυχτοφύλακας και αφηγητής φωτίζει με το φανάρι του τους δρόμους και τα σοκάκια της νυχτερινής πόλης αλλά και τα σκοτεινά καμώματα των συμπολιτών του – κοιτά μέσα από πόρτες και παράθυρα, κοντοστέκει στις εσοχές και στα κατώφλια, περιδιαβαίνει νεκροταφεία, μουσεία και άδειες εκκλησίες. Άλλοτε απλώς παραστέκει στις νυχτερινές σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά του και αφουγκράζεται τις ιστορίες των μοναχικών ανθρώπων που, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, προτιμούν το σκοτάδι και τη νύχτα. Ενίοτε όμως παρεμβαίνει αποφασιστικά, προκαλώντας αναστάτωση και ταραχή, διαταράσσοντας έτσι ο ίδιος την ησυχία που καλείται να διαφυλάξει.
Στις δεκαέξι νυχτερινές περιπόλους που απαρτίζουν το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ο νυχτοφύλακας μας εξιστορεί τις ιστορίες παθιασμένων ερώτων, υποκρισίας και απάτης, αγνής αγάπης και βαθιάς απελπισίας των ανθρώπων που συναντά. Στις πολλαπλές αυτές αφηγήσεις υφαίνει ξέφτια της δικής του ιστορίας, την πορεία του από ποιητής και κουκλοπαίχτης σε νυχτοφύλακα, το πέρασμά του από το τρελοκομείο, τον έρωτά του. Ο αναγνώστης –ακροατής και συνεργός του– τον ακολουθεί στους μαιανδρικούς του περιπάτους και κρυφοκοιτά μαζί του, μέσα από γρίλιες και κουρτίνες, τις ζωές των πολιτών.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Nυχτερινές περίπολοι δεν μας γοητεύουν σήμερα μόνο ως πορτραίτο μιας περασμένης εποχής. Κορυφαίο δείγμα μαύρου χιούμορ, το κείμενο αυτό κινείται μεταξύ Διαφωτισμού και Ρομαντισμού, συνδιαλέγεται και με τα δύο κινήματα, υιοθετώντας βασικές τους αρχές και θεματικές τις οποίες ανατρέπει. Η άναρχη δομή του, η σκηνοθεσία του γκροτέσκου και οι τεχνικές αυτοαναφορικότητας που διακόπτουν τη ροή της αφήγησης το τοποθετούν μεταξύ των πλέον καινοτόμων έργων συγγραφέων όπως ο Τηκ και ο Χόφφμαν, προαναγγέλλοντας τεχνικές γραφής του θεάτρου του παραλόγου του 20ου αιώνα. Ο ατίθασος χαρακτήρας και η ουσιαστική πρωτοτυπία του κειμένου συναρπάζουν αναγνώστες και ερευνητές και εμπνέουν καλλιτέχνες έως σήμερα.
Ακραίος Διαφωτιστής, ο νυχτοφύλακας δεν χαρίζεται σε κανέναν, η οξύτατη γλώσσα του δεν σέβεται τους ισχυρούς όταν, καγχάζοντας, ανατρέπει την αυστηρά ιεραρχημένη τάξη πραγμάτων της εποχής του: Αποκαλύπτει τις μεθοδεύσεις της Εκκλησίας, την κατάντια της δικαιοσύνης και την υποκρισία της καλής κοινωνίας. Το κατηγορώ του πηγάζει από τη βαθιά συμπόνια για τους δυστυχείς και κατατρεγμένους του κόσμου αυτού. Προκύπτει έτσι ένα κείμενο αλλόκοτο, όπου η βαθύτατη απαισιοδοξία διαποτίζεται από το χιούμορ, το γκροτέσκο εναλλάσσεται με το τρυφερό και η αδυσώπητη κριτική συνυπάρχει με βαθιά κατανόηση και συμπόνια.
Ο ποιητής / κουκλοπαίχτης / νυχτοφύλακας επιστρέφει πάντοτε στην τέχνη: Εκφράζει τον βαθύ του σεβασμό για τον Σαίξπηρ και τον Δάντη, δανείζεται εικόνες από τον Χόγκαρθ και ανακαλεί μελωδίες του Μότσαρτ.
ΕΡΓΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: J.-J. GRANDVILLE, Εικονογράφηση από τις Σκηνές της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των ζώων, 1842, ξυλογραφία.