H σημαντικότερη γερμανική ταινία όλων των εποχών, \”Μ-ΟΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΝΤΙΣΕΛΝΤΟΡΦ\”, η πρώτη ταινία για serial killer με την υπογραφή του κορυφαίου FRITZ LANG …
θα προβάλλεται από τις 28 Ιουλίου στους κινηματογράφους.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός, καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση! Οι μικροκακοποιοί και οι κλέφτες, δυσανασχετούν με τη βαριά αστυνόμευση της περιοχής, που δεν τους επιτρέπει πια να κάνουν τις απατεωνιές τους, και αποφασίζουν να βρουν αυτοί μόνοι τους τον σίριαλ κίλερ και να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό.
Συνεννοούνται με τους ζητιάνους των δρόμων, που κυκλοφορούν παντού χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς, και τους αναθέτουν το έργο να κατασκοπεύουν στους δρόμους για να ανακαλύψουν τον απεχθή εγκληματία. Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από τον μουσικό σκοπό που σφυρίζει, τον οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο δολοφόνος πέφτει στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι τον πάνε σε ένα λαϊκό δικαστήριο δικό τους, με σκοπό την αυτοδικία…
Η ΤΑΙΝΙΑ
Πόσο αξέχαστο είναι το σφύριγμα του δολοφόνου στην ταινία! Ο διάσημος μουσικός σκοπός από την σουίτα νο.1 από το «Πέερ Γκυντ» του Έντβαρντ Γκριγκ, που προμηνύει το κακό που πρόκειται να επακολουθήσει… Και πόσο έξυπνος και δεξιοτέχνης ο Φριτς Λανγκ, που χρησιμοποιεί αυτό το ηχητικό τέχνασμα, στην πρώτη του κιόλας ομιλούσα ταινία, για να υποδηλώσει την απειλητική και δυσοίωνη παρουσία του δολοφόνου στην υπόθεση! Το «Μ», γυρισμένο το 1931, στην κρίσιμη εποχή του μεσοπολέμου, μόλις οι ναζί αρχίζουν σιγά σιγά να κάνουν αισθητή την απεχθή παρουσία τους, είναι η αποθέωση του ζοφερού κλίματος φόβου και επικείμενου κακού που εγκυμονούσε στη γερμανική κοινωνία εκείνης της εποχής. Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά μας και δεν είναι ένας αλλά σύντομα πολλοί: όλοι οι ναζί. Η κοινωνία περνάει κρίση, οι αξίες δοκιμάζονται. Αρκεί η ιδέα ενός άγνωστου δολοφόνου που κυκλοφορεί ανάμεσά μας για να υπάρχει ένα διάχυτο αίσθημα φόβου, ώστε οι άνθρωποι να χάνουν την ψυχραιμία τους, να μετατρέπονται σε όχλο, να παραιτούνται από δικαιώματά τους και να αποδέχονται μεγαλύτερη αστυνόμευση… Σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις, μια ισχυρή αυταρχική δύναμη συνήθως εμφανίζεται που μεταφέρει στον κόσμο ένα κίβδηλο αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας, όπως θα συνέβαινε δύο χρόνια μετά την ταινία, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933…
Πόσο προφητική και πόσο διορατική είναι αυτή η αριστουργηματική ταινία που, ενώ δεν αναφέρεται βέβαια στους ναζί, εκφράζει όλη αυτή την εκρηκτική ατμόσφαιρα και τις ζοφερές, παρακμιακές συνθήκες μιας κοινωνίας που νοσεί. Όταν γυρίστηκε η ταινία, στη Γερμανία δεν είχε γίνει ακόμα ξεκάθαρη η επιλογή ανάμεσα στην αναρχία και την αυταρχικότητα, γεγονός που διατηρεί ζωντανή ακόμα τη διαμάχη ανάμεσα στα λούμπεν στοιχεία και το νόμο, και ο Λανγκ αρπάζει την ευκαιρία να το απεικονίσει αυτό μέσα στην ταινία του. Το «Μ» είναι μια ταινία με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, όπου ακόμα υπάρχει ελευθερία λόγου. Δύο παράλληλες κοινωνίες, αυτές του επίσημου κράτους με την αστυνομία και της παρανομίας με τους κακοποιούς που έχουν τους δικούς τους νόμους, συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται πάνω στο ίδιο θέμα, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους: την εύρεση του δολοφόνου.
Και ενώ η ταινία δεν αρνείται την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών επιθεωρητών, όπου με μεγάλη μεθοδικότητα φτάνουν στα ίχνη του εγκληματία -σε κάποιες υπέροχες σκηνές που έχουν εμπνεύσει πολλές αστυνομικές ταινίες αλλά σίγουρα και αμέτρητες τηλεοπτικές σειρές, όπου η εγκληματολογική έρευνα για την έχει γίνει κοινός τόπος- η πλάστιγγα γέρνει λίγο περισσότερο προς το μέρος του υπόκοσμου, που λόγω εξυπνάδας και πρακτικότητας που έχουν αποκτήσει στην πιάτσα, αναλαμβάνουν δράση από μόνοι τους και φέρνουν αποτέλεσμα. Τίθεται βέβαια και εδώ το ζήτημα της αυτοδικίας, ένα πολύ σημαντικό θέμα ειδικά εκείνη την εποχή αλλά και γενικότερα. Σε μια εκπληκτική σκηνή, σε ένα αυτοσχέδιο λαϊκό δικαστήριο, ο δολοφόνος έρχεται αντιμέτωπος όχι με τους αποστασιοποιημένους, ανώτερους κοινωνικά αστούς του επίσημου κράτους, αλλά με τους συμμορίτες, τους προαγωγούς, τους κλέφτες και κρίνεται από αυτούς, βγάζοντας έναν συγκλονιστικό λόγο υπεράσπισης, που αγγίζει το θέμα της ψυχολογία του εγκληματία. Η ταινία παίρνει έτσι και διαστάσεις κοινωνιολογικής και ψυχολογικής πραγματείας πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ένας πραγματικά λαμπερός και ξεχωριστός συνδυασμός, που, με τον ευρηματικό, εξπρεσιονιστικό τρόπο του Λανγκ, μας δίνει μια κινηματογραφική δημιουργία άνευ προηγουμένου.
Το «Μ», βασίζει χαλαρά την υπόθεσή του στην υπόθεση του γερμανού σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν, τον λεγόμενο «Δράκο του Ντίσελντορφ», που έδρασε τη δεκαετία του ’20, αν και ο Λανγκ έλεγε ότι η ταινία αντλεί στοιχεία και από διάφορους άλλους σίριαλ κίλερς που τρομοκρατούσαν εκείνη την εποχή τη Γερμανία, όπως τους Χάαρμαν, Γκρόσμαν και Ντένκε.
Το σενάριο της ταινίας είναι της τότε συζύγου του Λανγκ, Τέα Φον Χάρμπου, η οποία είχε γράψει και το σενάριο του «Μετρόπολις». Η Τέα, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μιας και έγραψε μερικά από τα πιο σημαντικά σενάρια του Λανγκ αλλά και ασπάστηκε αργότερα το ναζισμό, δίνει και εδώ ένα μεταιχμιακό σενάριο: ο φόβος που επικρατεί στο σενάριο, δεν μπορούμε εύκολα να ξεχωρίσουμε αν μας προειδοποιεί να προφυλαχτούμε ή αν προοιωνίζει ντετερμινιστικά αυτό που επερχόταν στο πολιτικό προσκήνιο. Είναι με το θαυματουργό σκηνοθετικό άγγιγμα του Λανγκ που η ταινία είναι τόσο μοιραία, σοφά απαισιόδοξη και στοχαστική, και μετατρέπεται τελικά σε μια ταινία-μαρτυρία της εποχής. Και δεν είναι τυχαίο, που ο Λανγκ αντιμετώπισε προβλήματα από τους ναζί όταν ήθελε να ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας του, ούτε το ότι τελικά η ταινία απαγορεύτηκε το 1934, αφού οι ναζί είχαν αναλάβει και επίσημα πια την εξουσία.
Μέσα στις άλλες αρετές της ταινίας είναι και η πρωτοποριακή για την εποχή του χρήση του ήχου στον κινηματογράφο. Ο Λανγκ και εδώ κάνει θαύματα: προτιμά να μη βασίσει την ταινία του στον διάλογο, όπως έκαναν πολλές τότε ταινίες, αλλά χρησιμοποιεί τον ήχο για εξαίσια κινηματογραφική οικονομία, όπως όταν συνδυάζει τον ήχο της μητέρας που φωνάζει το παιδί της, με συνεχόμενα πλάνα που τονίζουν την απουσία του, άρα και την μοιραία κατάληξή του, αλλά και φυσικά, το περίφημο σφύριγμα, που χρησιμοποιείται ως λάϊτμοτίφ, δανεισμένο από την όπερα, συνδέοντας δηλαδή, συγκεκριμένη μουσική με συγκεκριμένο πρόσωπο ή θέμα. Επίσης, η συμβολική απεικόνιση της διαταραγμένης προσωπικότητας του θύτη γίνεται με ευφυή κινηματογραφικό τρόπο, μέσα από ένα οπτικό παιχνίδι με την εικόνα του σε διάφορα σημεία της ταινίας, είτε πρόκειται για τη σκιά του, είτε για τις γκριμάτσες που κάνει ή για το πώς διαθλάται και παραμορφώνεται το πρόσωπό του μέσα από διάφορα αντικείμενα, ενώ, τέλος, αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος που η ταινία επικεντρώνει στην ουσία στα δύο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, το υψηλό και το χαμηλό, θέλοντας με έναν ειρωνικό τρόπο να σχολιάσει την πιθανή συγγένεια μεταξύ αυτών των δύο.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Πέτερ Λόρε ήταν αξεπέραστος σε αυτή την ερμηνεία που τον καθιέρωσε. Ο Λόρε είχε ήδη θεατρική εμπειρία στο θέατρο του Μπρεχτ και εδώ έβαλε όλο του το ταλέντο, ενσαρκώνοντας τέλεια μια διαταραγμένη προσωπικότητα, και μετά από αυτό τον ρόλο έκανε μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ, παίζοντας σε διάσημες κλασικές ταινίες, όπως «Το γεράκι της Μάλτας» και «Casablanca».
Η ταινία «Μ» έχει υπάρξει ένας κινηματογραφικός μύθος. Έχει ψηφιστεί σε πολυάριθμες λίστες ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Το 2010, το περιοδικό Empire τη συμπεριέλαβε μέσα στις «100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά»… Ήρθε η ώρα να την απολαύσουμε ξανά στη μεγάλη οθόνη…
FRITZ LANG
O FRITZ LANG γεννήθηκε στη Βιέννη, το 1890. Αρχικά σπούδασε πολιτικός μηχανικός αλλά σύντομα άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική. Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι μεταξύ 1913-14. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατατάγηκε στον στρατό και τραυματίστηκε σοβαρά το 1916. Στην ανάρρωση ήταν που ξεκίνησε να γράφει και κάποια σενάρια.
Το 1918 έγινε σεναριογράφος στην εταιρεία παραγωγής του Erich Pommer, Decla, στο Βερολίνο. Εκεί ο Lang δούλεψε για λίγο ως σεναριογράφο και ύστερα ως σκηνοθέτης στην Ufa και στη Nero-Film. Στις αρχές του ‘20 ξεκίνησε σχέση με την συγγραφέα και ηθοποιό Thea von Harbou, την οποία παντρεύτηκε. Μαζί, έγραψαν τα σενάρια για τις πιο διάσημες ταινίες του: Dr. Mabuse, der Spieler (1922), Nibelungen (1924), Οι ιππότες της ομίχλης (1924), Μητρόπολις (1927) και Μ, ο δολοφόνος (1931). Κάθε μια από τις ταινίες του αυτές είχαν και ειδικό βάρος για τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο «Δρ. Μαμπούζε» αποτέλεσε έναν συμβολισμό για τον απόλυτο τυραννικό ηγέτη, που υπνωτίζει τα πλήθη και τα παρασύρει σε αξιόποινες πράξεις, περιγράφοντας έτσι το κλίμα της Γερμανίας, που έμπαινε στην επιρροή του Χίτλερ.
Το «Metropolis» αποτέλεσε ορόσημο στην κινηματογραφική ιστορία, ως η πιο σημαντική ταινία επιστημονικής φαντασίας που έγινε ποτέ, θέτοντας τα στάνταρ για κάθε τέτοιου είδους ταινία με τα πρωτοποριακά της εφέ, ενώ μετέφερε και ένα δυνατό κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα. Οι «Ιππότες της ομίχλης» είναι ένα αριστούργημα του εξπρεσιονισμού, με το οποίο ο Lang εξερευνά τους πιο γνήσιους γερμανικούς μύθους και θρύλους. Ενώ και το «Μ, ο δολοφόνος» είναι μια ταινία που περιγράφει και πάλι το ζοφερό κλίμα της Γερμανίας εκείνης της εποχής, με μια κοινωνική επαναστατικότητα, που αμφισβητεί την εξουσία, καθώς η δύναμη για δράση περνάει στους λούμπεν. Το 1933 οι ναζί ανέλαβαν την εξουσία και ο Lang χώρισε από την Harbou, η οποία είχε γίνει στο μεταξύ οπαδός των ναζί. Ο υπουργός προπαγάνδας των ναζί, Josef Goebbels, εντυπωσιασμένος από τη δύναμη του κινηματογράφου του Lang, του πρόσφερε τη θέση του διευθυντή του Γερμανικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου. Όμως, ο Lang, που ήταν αντίθετος με τους ναζί, αρνήθηκε και το έσκασε από τη Γερμανία και πήγε στο Παρίσι.
Το 1936 μετακόμισε στην Αμερική, κλείνοντας συμβόλαιο με την MGM, και απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, σκηνοθέτησε πολλές αμερικανικές ταινίες. Ανάμεσά τους κλασικά, αριστουργηματικά φιλμ νουάρ, όπως, «Τα ίχνη ήταν ψεύτικα» (1956), «Ενώ η πόλη κοιμάται» (1956), «Το ανθρώπινο κτήνος» (1954), «Η μεγάλη κάψα» (1953), «Η γαλάζια γαρδένια» (1953) και συναρπαστικά σκοτεινά ερωτικά δράματα όπως «Το μυστικό του 7ου δωματίου» (1947), «Η σκύλα» (1945), «Η γυναίκα της βιτρίνας» (1944), αλλά και κατασκοπικά αντι-ναζιστικά φιλμ την εποχή του πολέμου, όπως «Αγάπη στη σκιά του φόβου» (1944) και «Και οι δήμιοι πεθαίνουν» (1943).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έχοντας πια γυρίσει μια πληθώρα διάσημων ταινιών, ταξίδεψε πίσω στη Γερμανία για να γυρίσει τις 3 τελευταίες του ταινίες, που ήταν εξωτικές περιπέτειες στην Ινδία. Το 1964, τον φεστιβάλ των Καννών τον επέλεξε για πρόεδρο της κριτικής επιτροπής. Η τελευταία του ταινία, «Ο δολοφόνος με τα 1000 μάτια» (1960) ήταν μια συνέχεια και ένας φόρος τιμής στις 2 ταινίες του, με τον χαρακτήρα Dr. Mabuse, που είχε γυρίσει τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Τρία χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε στην ταινία του Jean-Luc Godard «Περιφρόνηση», παίζοντας τον εαυτό του, σε ένα μικρό ρόλο, που δήλωνε τη λατρεία του νεαρού τότε Godard για έναν μυθικό σκηνοθέτη. Πέθανε το 1976.
Το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο έχει αποκαλέσει τον Lang «Μάστορα του Σκότους», για τα σκοτεινά εξπρεσιονιστικά του αριστουργήματα και τα εντυπωσιακά του φιλμ νουάρ ενώ λατρεύτηκε και από τους κριτικούς του Cahiers du cinema, τους δημιουργούς της Nouvelle Vague.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Ο δολοφόνος με τα 1000 μάτια (Die 1000 Augen des Dr. Mabuse), 1960
Ο τάφος του Ινδού (Das indische Grabmal), 1959
Η βασίλισσα της Βαγδάτης (Der Tiger von Eschnapur), 1959
Τα ίχνη ήταν ψεύτικα (Beyond a Reasonable Doubt), 1956
Ενώ η πόλη κοιμάται (While the City Sleeps), 1956
Το ανθρώπινο κτήνος (Human Desire), 1954
Η μεγάλη κάψα (The Big Heat), 1953
Η γαλάζια γαρδένια (The Blue Gardenia), 1953
Σύγκρουση εραστών (Clash by Night), 1952
Το μυστικό του 7ου δωματίου (Secret Beyond the Door), 1947
Η σκύλα (Scarlet Street), 1945
Η γυναίκα της βιτρίνας (The Woman in the Window), 1944
Αγάπη στη σκιά του φόβου (Ministry of Fear), 1944
Και οι δήμιοι πεθαίνουν (Hangmen Also Die!), 1943
Η επιστροφή του εκδικητή (The Return of Frank James) 1940
Έχω δικαίωμα να ζήσω (You Only Live Once), 1937
Νέμεσις (Fury), 1936
Liliom, 1934
Η διαθήκη του Δρος Μαμπούζε (Das Testament des Dr. Mabuse ), 1933
Μ, ο δολοφόνος (M), 1931
Οι κατάσκοποι (Spione), 1928
Μητρόπολις (Metropolis), 1927
Nibelungen (Die Nibelungen: Kriemhilds Rache), 1924
Οι ιππότες της ομίχλης (Die Nibelungen: Siegfried), 1924
Dr. Mabuse, der Spieler – Ein Bild der Zeit, 1922
Destiny (Der müde Tod), 1921
Die Spinnen, 2. Teil – Das Brillantenschiff 1920
Die Spinnen, 1. Teil – Der Goldene See 1919
Σκηνοθεσία: FRITZ LANG
Σενάριο: THEA VON HARBOU, FRITZ LANG
Παραγωγή: SEYMOUR NEBENZAL
Διεύθυνση φωτογραφίας: FRITZ ARNO WAGNER
Πρωταγωνιστούν: PETER LORRE, ELLEN WIDMANN, INGE LANDGUT, OTTO WERNICKE, THEODOR LOOS, GUSTAF GRUNDGENS