Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Νικ Κέιβ θεωρείται μουσικός. Ή τουλάχιστον, όχι μόνο μουσικός. Ενώ γράφει βιβλία, σενάρια, θεολογικές πραγματείες, πειραματίζεται με τη ζωγραφική και την κεραμική. Κάνει παρέα με τον Μπραντ Πιτ και τη Χολιγουντιανή μούργα, ενώ απαθανατίζεται ως ζωτικό μέρος της περιχαρακωμένης βερολινέζικης σκηνής από τον φακό του Βιμ Βέντερς. Γράφει στίχους για ψυχοπομπούς και την ανάσταση με την ίδια ευκολία που περιγράφει τις ναρκοληψίες. Ο Κέιβ βρίσκεται πάντα στο όριο και τρέφεται από τις αντιφάσεις, γεγονός που τον κάνει τον πιο αισθαντικό γκοθά της υφηλίου. Σαν φόρο τιμής στη ζωή και το έργο του ανακαλούμε τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας και της ζωής του, που ξεκίνησε μία μέρα σαν τη σημερινή, κάπου στο μακρινό νότιο ημισφαίριο.
Ανία, απώλεια, τέχνη
Ο Νίκ Κέιβ γεννήθηκε ως Νίκολας Έντουαρτ Κέιβ στις 22 Σεπτεμβρίου του 1957, σε μία πόλη βόρεια της Μελβούρνης, το μικρό κι ασήμαντο Γουανγκαράτα της Βικτώρια. Η ζωή στην επαρχιακή Αυστραλία δεν είχε ιδιαίτερες συγκινήσεις ούτε πλούσιες προσλαμβάνουσες, ωθώντας τον Κέιβ junior σε πιο πνευματικές αναζητήσεις, όπως ήταν η συμμετοχή στην χορωδία της τοπικής εκκλησίας, η ανάγνωση κλασικών λογοτεχνικών έργων, η παρακολούθηση αμερικάνικων ταινιών και εκπομπών και η ακρόαση φολκ και ροκ μουσικής, με τον Κέιβ να αναφέρει ως βασικές επιρροές τον Τζόνι Κας, τον Λέοναρντ Κόεν, τους Pink Floyd και τους King Crimson. Η ανατροφή σε ένα αγγλικανικό περιβάλλον από δύο καλλιεργημένους γονείς (ο πατέρας ήταν καθηγητής λογοτεχνίας και η μητέρα βιβλιοθηκονόμος) ήρθε σε σύγκρουση με τη φάση εφηβικής παραβατικότητας που πέρασε μετά την μετακόμιση της οικογένειας στη Μελβούρνη, κι αυτή η φάση εκδηλώθηκε με καυγάδες στο σχολείο και ναρκωτικά. Όπως σημειώνει ο Mark Mordue στο βιβλίο του «Boy on Fire: The Young Nick Cave», δύο ήταν οι κομβικές στιγμές στη ζωή του νεαρού Νικ: η μετάβαση στο ιδιωτικό σχολείο, όπου γνώρισε αυτούς που έμελλε να γίνουν οι Birthday Party και ο αδόκητος θάνατος του πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Λίγο μετά την ενηλικίωση, κι έχοντας γνωρίσει την πρώτη μεγάλη απώλεια της ζωής του, μπήκε ακόμα βαθύτερα στον κόσμο των ναρκωτικών, και ειδικότερα της ηρωίνης. Όπως σημειώνει στο βιβλίο του «The Secret Life of the Love Song», «η καλλιτεχνική μου ζωή έχει επικεντρωθεί σε μια προσπάθεια να διατυπώσω τη φύση μιας σχεδόν απτής αίσθησης απώλειας που προσπαθεί να καταδυναστεύσει τη ζωή μου. Μια μεγάλη τρύπα γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Ήμουν 19 ετών και ο τρόπος μου να γεμίσω την τρύπα ήταν να γράφω».
Η προσπάθειά του να σπουδάσει ζωγραφική δεν στέφθηκε με επιτυχία, αφήνοντάς του ως μόνη δημιουργική διέξοδο την ενασχόληση με «το δεύτερο πράγμα στο οποίο ήταν καλός»: τη μουσική. Ήδη από το 1973 είχε γνωρίσει τους Μικ Χάρβεϊ, Φιλ Κάλβερτ και Τρέισι Πιου και το 1977 η μικρή ομάδα τζαμαρίσματος, που είχαν φτιάξει ονομάστηκε The Boys Next Door, η οποία συμπληρώθηκε από τον Ρόουλαντ Χάουαρντ των Young Charlatans. Ενώ το Μπρίσμπεϊν είχε τους Saints και το Σίδνεϋ τους Radio Birdman, ο punk θρόνος της Μελβούρνης παρέμενε άδειος, παρά την έντονη κινητικότητα της αστικής underground σκηνής. Η κατάκτηση ήταν μονόδρομος και θριαμβευτική με το «Shivers», που μέχρι και σήμερα θεωρείται ένα από τα soundtrack της πόλης, ένα μουσικό χαλί που διηγείται τις μουσικές επιρροές της post-punk της Μελβούρνης. Σύντομα η Αυστραλιανή επικράτεια δεν χωρούσε την ενέργεια των νεαρών, οι οποίοι επιβιβάστηκαν για νέες πολιτείες, και συγκεκριμένα για την υπέρτατη punk μητρόπολη, το Λονδίνο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Πάρτυ γενεθλίων, βία κι αμαρτία
Με την προσγείωση στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου το 1980 γεννήθηκαν οι Birthday Party και σε διάστημα μόλις τριών ετών δημιούργησαν τρία άλμπουμ με ριζοσπαστική και επιθετική μουσική, το ομώνυμο «The Birthday Party» (1980), το «Prayers on Fire» (1981) και το «Junkyard» (1982). Ο Κέιβ κι η παρέα του πέρασαν από την punk μουσική στο punk ήθος, έβριθαν οργή και απόγνωση, ζητούσαν παρηγοριά στους καταραμένους ποιητές όπως ο Μπωντλαίρ και ο Ρεμπώ, ενσωμάτωσαν έναν οριακό τρόπο ζωής που βασιζόταν στα ναρκωτικά και το αλκοόλ και τον μεταμόρφωναν σε ψυχοδραματικές ζωντανές εμφανίσεις που αποτέλεσαν talk of the town και αστικούς θρύλους. Η πολυθρύλητη λονδρέζικη σκηνή δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των Birthday Party, οι οποίοι μετακόμισαν στο (Δυτικό) Βερολίνο το 1982, χρονιά που πραγματοποίησαν την πρώτη τους εμφάνιση στην Αθήνα, στο κλειστό του Σπόρτινγκ. Αφήνοντας πίσω την αναδυόμενη showgaze σκηνή της Αγγλίας, στη Γερμανία συνάντησαν ένα πολιτισμικό αμάλγαμα και δούλεψαν πάνω στον goth ήχο τους, χωρίς η μετακόμιση να μπορέσει να ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη διάλυση. Ακραίες συμπεριφορές, κλοπές, κρίσεις επιληψίας, καυγάδες με όπλα και, φυσικά, ναρκωτικά σε μία ωδή στην αυτοκαταστροφή, που ολοκληρώθηκε με την τελευταία εμφάνιση των Birthday Party στο Crystal Ballroom της Μελβούρνης, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.
«I’m transforming, I’m vibrating, look at me now» – Η κακή σπορά
Οι Bad Seeds ξεπήδησαν μετά τη διάλυση των Birthday Party και ήταν αποτέλεσμα των sessions ηχογράφησης που πραγματοποίησαν ο Νικ Κέιβ με τους Μικ Χάρβεϊ, τον τραγουδιστή των Einstürzende Neubauten Μπλίξα Μπάργκελντ, τον Μπάρι Άνταμσον των Magazine και τον Τζιμ Θίρλγουελ και μετακινούταν συχνά μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου, αλλάζοντας τακτικά ονόματα. Παρότι παρέμειναν κατά κύριο λόγο post-punk μπάντα, άνοιξαν τη μουσική τους παλέτα, εξερευνώντας την americana και μπλουζ, και στιχουργικά εισήγαγαν θέματα έρωτα και πόνου. Η δεκαετία του ’80 ήταν το μεταβατικό στάδιο από το ανεξέλεγκτο βίαιο χάος της punk στην σταδιακή ωρίμανση, την αναζήτηση νέων συγκινήσεων πέρα από τη βία και τα ναρκωτικά, η δεκαετία που σημαδεύτηκε από το «Tender Prey» (1988) και την εισαγωγή του Κέιβ σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης.
Η δεκαετία του ’90 έφερε αυξανόμενη δημοτικότητα για το συγκρότημα, με μεγαλύτερη έμφαση στους στίχους και στο λυρικό κομμάτι, ενώ περνά περισσότερο χρόνο γράφοντας μπαλάντες και πιο αισθαντικές συνθέσεις. Τα «Henry’s Dream» (1991), «Let Love In» (1994) και «The Boatman’s Call» (1997) θεωρούνται τα πλέον κλασικά, ενώ το «Murder Ballads» (1996) είναι πιθανότατα το πιο γνωστό άλμπουμ του συγκροτήματος, κυρίως λόγω της συνεργασίας με την Κάιλι Μινόγκ στο «Where the Wild Roses Grow». Αν τα ’90s θεωρούνται η διαδρομή προς την κορυφή και η καλλιτεχνική στιγμή όπου ο Κέιβ βρίσκει την φωνητική του μοναδικότητα και ζει τον απόλυτο έρωτα με την Πι Τζέι Χάρβεϊ, το 2000 είναι η δεκαετία της αναγνώρισης, τότε που το cult following γίνεται μαζική προσέλευση. Δίσκοι όπως τα «Abattoir Blues/The Lyre Of Orpheus» (2004) και τα «Dig, Lazarus, Dig!!!» (2008) γνώρισαν διθυραμβικές κριτικές και υποκλίσεις στη μουσική ιδιοφυία τόσο του Κέιβ όσο και των υπόλοιπων Seeds, οι οποίοι βρήκαν την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στον κλασικό post-punk κιθαριστικό ήχο, το σκοτάδι και την γλυκόπικρη ενατένιση φιλοσοφικών στοχασμών γύρω από τον θάνατο, τον Θεό και την σαρκική έλξη.
Η εμβόλιμη συνεργασία του Νικ Κέιβ με τον Γουόρεν Έλλις στους Grinderman έφερε το garage στοιχείο στο κατώφλι του 2010 και έριξε ακτίνες φωτός και ηλεκτρισμένους κεραυνούς στη μουσική των Bad Seeds, οι οποίοι έμελλαν να κάνουν εκκωφαντικό κρότο με τον ξαφνικό θάνατο του δεκαπεντάχρονου Άρθρουρ Κέιβ. Ο πατέρας του, αντί να θαφτεί στον θρήνο, έκανε τον πόνο του μουσική με το «Skeleton Tree» (2016) και επανεφηύρε τη σύγχρονη ελεγεία, η οποία ολοκληρώθηκε με το «Ghosteen» (2019) και σαν σε αρχαία τραγωδία, κλείνει έναν κύκλο σκοταδιού με τον πρόσφατο τραγικό θάνατο του γιου του, Τζέθρο Κέιβ.
Μία μουσική θεολογική διαλεκτική
Το βασικότερο θέμα που διέπει το έργο του Νικ Κέιβ είναι η σχέση του με τον Θεό, ή καλύτερα, με το θείο. Η πρώτη επαφή έγινε στην παιδική του ηλικία, καθώς μεγάλωσε ως μέλος της αγγλικανικής εκκλησίας, την οποία αποκήρυξε μεγαλώνοντας. Ωστόσο, η συνδιαλλαγή μεταξύ του ίδιου και της ανώτερης δύναμης, είτε αυτή ορίζεται ως Θεός, είτε ως μία γενικότερη θρησκευτικότητα, διέπει τα κομμάτια του. Οι αναφορές σε βιβλικά περιστατικά και η χρήση της αντίστοιχης γλώσσας μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως τρόποι να ξεφύγει από τα τετριμμένα στιχουργικά θέματα και να αναζητήσει το υψηλό, είτε με αισθητική είτε με φιλοσοφική έννοια, όπως ακριβώς συζητά την έμφυτη τρέλα του έρωτα, την υπαρξιακή αβεβαιότητα και τον θρήνο. Η σχέση του Κέιβ με την εκκλησία έχει σχολιαστεί από μουσικές σελίδες μέχρι ακαδημαϊκά περιοδικά, με πολλές υποθέσεις να έχουν διατυπωθεί. Ο ίδιος ο Κέιβ είχε δηλώσει πως ο Θεός που γνώρισε στα νεαρά του χρόνια στη Βικτώρια παρουσιαζόταν ως «απόμακρος, άγνωστος, αβέβαιος». Η επιθετικότητα των πρώιμων Birthday Party φαίνεται να γεννήθηκε μέσα από την αντίληψη ενός κακόβουλου και εχθρικού Θεού, όπως αυτή πήγαζε από την Παλαιά Διαθήκη και τις εξιστορήσεις για ένα εκδικητικό και τιμωρητικό ανώτερο ον. Η φιγούρα του Ιησού συχνά αντιπαραβάλλεται με την δημιουργική αναγέννηση του Κέιβ, καθώς σε αυτόν αποδίδει την ανάπτυξη μίας θρησκευτικής φαντασίας και εικονοπλασίας που ξεπερνά την καθημερινότητα, τη συνήθεια, την πεζότητα.
Η ροπή του Νικ Κέιβ προς τη λογοτεχνία είναι έκδηλη, σίγουρα όμως δεν μπορούμε να κατατάξουμε το ενδιαφέρον του για τα βιβλικά κείμενα αποκλειστικά σε μία ευρύτερη αγάπη για τον λόγο και τις περίτεχνες λέξεις. Τα τελευταία χρόνια ο Κέιβ έχει δημιουργήσει το The Red Hand Files, ένα blog όπου απαντάει σε ερωτήσεις θαυμαστών του και τα πεδία έχουν δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για συζήτηση γύρω από πνευματικά και θρησκευτικά θέματα. Συχνά αναφέρει πως το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον αποτέλεσε τη βασική του πηγή μεταστροφής, αλλά δεν τον έκανε πιστό με την παραδοσιακή έννοια: ένα άτομο που πηγαίνει στην εκκλησία, ακολουθεί ένα δόγμα, και αναζητά στην εκκλησία μια κοινότητα. Το 2010 είπε στον Τζάρβις Κόκερ ότι πιστεύει στον Θεό «παρά τη θρησκεία, όχι εξαιτίας της». Καμία από τις τραγωδίες που βίωσε ο Κέιβ δεν ήταν αρκετές για να τον κάνει να επιστρέψει στο θρησκευτικό δόγμα: ούτε ο θάνατος του πατέρα του, ούτε ο εθισμός του, ούτε καν ο θάνατος των γιων του. Ο Κέιβ δεν προωθεί το δόγμα ούτε ακούγεται πάντα σίγουρος για την αλήθεια των απαντήσεων που δίνει, κάθε άλλο, μοιράζεται ειλικρινείς σκέψεις και παρουσιάζει τις πιο μύχιες σκέψεις του για τον εγωισμό που μόνο ο έρωτας και η βία μπορούν να γεννήσουν. Στον αντίποδα της ματαιόδοξης ανθρώπινης συνθήκης, ο Κέιβ βρίσκει το θείο στη γλώσσα και τη δημιουργία, παραδέχεται τις εγγενείς αδυναμίες και προσπαθεί να διαπραγματευτεί την απώλεια, είτε μέσα από τη μουσική είτε με προσωπικές τελετουργίες, όπως τη συνήθεια να περιοδεύει στην Αυστραλία το καλοκαίρι, για να περνά την επέτειο του θανάτου του πατέρα του μαζί με την μητέρα του, Ντόν. Τελικά ο Νικ Κέιβ δεν είναι ένας ακόμα καλλιτέχνης: είναι ένας χθόνιος θεός που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, που (ακόμη) πασχίζει να βρει τη γαλήνη.
Πηγές: nickcave.com, theredhandfiles.com, britannica.com, guardian.com, faroutmagazine.co.uk, nme.com, rocking.gr, Nick Cave: «The Secret Life of the Love Song», Nick Cave: «The Sick Bag Song», Mark Mordue: «Boy on Fire: The Young Nick Cave, Jeremy Dean: «Η ζωή κατά Nick Cave»