Η παράσταση ξεκινάει από την ώρα που φτάνουν οι θεατές στο θέατρο, καθώς ποπ λαϊκά του ’90 ακούγονται στο φουαγιέ και το μπαρ, ενώ οι εργαζόμενοι είναι ντυμένοι με παγιέτες, λαμπερά χρώματα και εκκεντρικά αξεσουάρ. Λίγο μετά, αρχίζει η είσοδος του κοινού στο θέατρο, ενώ μία από τις ηθοποιούς, υποδυόμενη την τραγουδίστρια σε σκυλάδικο, βρίσκεται στη σκηνή-πίστα και τραγουδάει λαϊκά. Ταυτόχρονα, υποδέχεται τον κόσμο και συνομιλεί μαζί τους, ακροβατώντας μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και προετοιμάζοντας το κοινό για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Οι θεατές, αποτελούμενοι κυρίως από νέους, άνδρες και γυναίκες, ήδη από το πρώτο δεκάλεπτο βρίσκονται σε κατάσταση ευφορίας, με την κωμωδία να κάνει έντονη την παρουσία της, μολονότι σαρκαστική και συχνά δηκτική.

Η υπόθεση

Η σκηνοθέτις επέλεξε να κάνει μια συρραφή τριών έργων της Λένας Κιτσοπούλου. Πρόκειται για το Πράσινο μου Φουστανάκι, τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. και τον Κατάθλα. Επιφέροντας τις απαραίτητες αλλαγές στα κείμενα (για παράδειγμα, μετατρέπει τον ήρωα του Κατάθλα σε γυναίκα από άνδρα) εμφανίζει τρεις γυναίκες οι οποίες συναντιούνται σε ένα σκυλάδικο, με το όνομα «Η Κόλαση». Και οι τρεις μοιράζονται προσωπικές αποτυχίες, δυστυχίες, παρόμοια προβλήματα και αναζητούν μια λύση. Κοινή τους συνισταμένη η ηλικίας τους (είναι όλες κοντά στα 30), αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην ανθρώπινη επαφή.

Η παράσταση

Η Κ. Καπερώνη, μια νέα σκηνοθέτις, έστησε μια παράσταση που διαθέτει φαντασία, ζωντάνια, ενέργεια και έναν αρκετά καλό ρυθμό. Η σκηνοθέτις κατάφερε με την φαντασία και το ένστικτό της να δημιουργήσει μια παράσταση που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, σχεδόν καθόλη τη διάρκεια. Ευφυής η ιδέα της να μιλήσει συμβολικά για τα κατάβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου εδράζει η δυστυχία, ο πόνος και η απελπισία, στήνοντας ένα λαϊκό μαγαζί επί σκηνής, εκεί δηλαδή όπου ξετυλίγονται τα ντέρτια και οι καημοί των ανθρώπων. Κατόρθωσε επίσης να εναλλάσσει τη διάθεση του κοινού, περνώντας από το γέλιο στη θλίψη και πάλι στο γέλιο και ξανά στο κλάμα, φανερώνοντας την αλήθεια της ζωής. Σε κάποια, λίγα, σημεία επίσης σχολίασε τη σύγχρονη επικαιρότητα, κάτι που λειτούργησε πολύ θετικά. Το μόνο λάθος της Κ. Καπερώνη είναι ότι βασίστηκε στην άνευ δομής δραματουργία της Λ. Κιτσοπούλου, προχωρώντας επιπλέον σε συρραφή κειμένων της. Η προβληματική δραματουργία δυσκόλεψε το σκηνοθετικό έργο, καθώς χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια προκειμένου να κατανοήσει ο θεατής τις συγκλίνουσες που δένουν επί σκηνής τις τρεις αυτές ηρωίδες.

Οι ηθοποιοί

Τέσσερις νέοι άνθρωποι στην σκηνή, οι οποίοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και αποτελούν ένα από τα πολύ γερά χαρτιά της παράστασης. Πρόκειται για τις Νάστια Βραχάτη, Τζωρτζίνα Λιώση, Ηρώ Πεκτέση και τον Πέτρο Δημητρακόπουλο που παίζει μπουζούκι επί σκηνής. Η Ν. Βραχάτη είναι απολαυστική με τον αυθορμητισμό και τη ζεστασιά που εκπέμπει, η Τ. Λιώση αποδίδει άλλοτε με κωμικότητα και άλλοτε με περισσότερη σοβαρότητα την γυναίκα που ζει με την κατάθλιψη, ενώ η Η. Πεκτέση είναι μια ηθοποιός-ορχήστρα που παίζει, συνομιλεί με το κοινό και τραγουδάει κάνοντάς τα όλα με μοναδικό τρόπο. Τέλος, η σιωπηλή παρουσία του Π. Δημητρακόπουλου, ο οποίος «συνομιλεί» με τις τρεις γυναίκες μόνον μέσω της μουσικής του επιτείνει την αίσθηση του κωμικού.

Υπόλοιποι Συντελεστές

Το σκηνικό (Στέφανος Λώλος) είναι από τα πρώτα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του κοινού και κερδίζουν τις εντυπώσεις του, καθώς πρόκειται για ένα λαϊκό μαγαζί στημένο επί σκηνής. Το ίδιο ισχύει και για τα ευφάνταστα και εντυπωσιακά κοστούμια (Σπύρος Σαββίνος). Τέλος, οι φωτισμοί (Σοφία Αδαμοπούλου) συμβάλλουν καταλυτικά στη δημιουργία ατμόσφαιρας, αλλά και στην υπογράμμιση των ταχύτατα εναλλασσόμενων συναισθημάτων των ηρωίδων.

Επιλογικά

Το Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς είναι μια ενδιαφέρουσα παράσταση με ευφάνταστη σκηνοθεσία και πολύ καλές ερμηνείες. Η προβληματική δραματουργία αποτελεί μειονέκτημα, το οποίο προσπερνάει, εν μέρει, με τις ενδιαφέρουσες ιδέες της η σκηνοθέτις. Αποκαλύπτεται όμως ότι η απουσία δραματουργίας με άναρχο κείμενο και χωρίς δομή κείμενο αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε θεατρική προσπάθεια.

Συνολικά, πρόκειται για μια καλή παράσταση, με πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική γραμμή και πολύ καλές ερμηνείες.

Διαβάστε επίσης:

«Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς», σε σκηνοθεσία Κρίστελ Καπερώνη στο Tempus Verum