Το έργο
Στην Πομόνα του Άγγλου Alistair McDowall η αλήθεια και ο μύθος συνυπάρχουν σε ένα παιχνίδι ίσως του νου, ίσως της φαντασίας, ίσως του θεάτρου ή ίσως και της ίδιας της πραγματικότητας. Το έργο, γραμμένο το 2014, χαρακτηρίζεται από την αποσπασματικότητα στην πλοκή και την δράση του. Θυμίζοντας έντονα παιχνίδι videogame ή ίσως απλώς παιχνίδι ρόλων, οι ήρωες βρίσκονται εξ’ αρχής βουτηγμένοι σε μια δυστοπία, κατά την οποία όλα είναι πιθανά, ανάλογα με τη ζαριά που θα τύχει. Επτά ήρωες, εναλλάσσονται, συναντώνται, συνομιλούν, αλληλοεξοντώνονται ανεξάρτητα με το τί θα δείξουν τα ζάρια και τί θα υπαγορεύσουν οι συμπαίκτες τους. Άλλωστε και στη ζωή, η τύχη καθενός είναι αναπόφευκτα και αναπόδραστα δεμένη με των υπολοίπων. Έτσι, ο McDowall στήνει ένα ιδιότυπο θέατρο-μέσα-στο-θέατρο, στο οποίο όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά.
Η Πομόνα είναι ένα αληθινό μέρος στην πόλη του Μάντσεστερ, από όπου κατάγεται και ο συγγραφέας. Η Όλι αναζητάει την δίδυμη αδελφή που νιώθει ότι έχει, αλλά έχει μάλλον χαθεί. Την ίδια στιγμή, στην πόλη ο Τσάρλυ ψάχνει συμπαίκτη για το παιχνίδι που παίζει, το Dungeons and Dragons, μέχρι που συναντάει την Κήτον. Ο Τσάρλυ μοιάζει να στήνει το παιχνίδι, όχι μόνον για τον ίδιο και την Κήτον, αλλά και για τον Μόου, με τον οποίο δουλεύουν μαζί, την Γκέηλ, στην οποία εργάζονται και οι δύο, την Φαίη και τον Ζέππο. Ο Τσάρλυ φαντασιώνεται ότι γεμίζει την πόλη με το σπέρμα του και το σάλιο του.
Η σκηνοθεσία
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σαν βγαλμένη από videogame, η ατμόσφαιρα της παράστασης θυμίζει έντονα παιχνίδι καταστροφής. Ήρωες κατεστραμμένοι, σκοτεινές σήραγγες, θύματα και δολοφόνοι, πόρνες και νταβατζήδες, πολύ μαύρο χρήμα, διακίνηση οργάνων, απαγωγή βρεφών συνυπάρχουν σε μια δυστοπική πραγματικότητα που έχουν στήσει επί σκηνής ο Θωμάς Μοσχόπουλος και ο Sigurdur F3. Ακόμα και το πλαίσιο συνεργασίας του Θ. Μοσχόπουλου με τον Ισλανδό σκηνοθέτη παιχνιδιών PRG (Role Playing Game) αποπνέει μυρωδιά μυστηρίου, καθώς κανείς ποτέ δεν έχει δει αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος φέρει την ταυτότητα ενός κωδικού.
Με ευφυή τρόπο οι σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν το θέμα της διαρκούς αλλαγής, αλλά και της αποσπασματικότητας στην δράση. Η διάσπαση που χαρακτηρίζει την υπόθεση (ίδιον της εποχής, ειδικά την μετα-πανδημική περίοδο), αποτυπώνει εύγλωττα και με σαφήνεια το τί δημιουργούν τα αντίστοιχα παιχνίδια. Παράλληλα δείχνει τη διαδρομή που ακολουθείται προκειμένου να διατυπωθεί και να εγκαθιδρυθεί ένας αστικός μύθος. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σε υπόγεια άνθρωποι διασωληνωμένοι με καλώδια, προκειμένου να παραμένουν ζωντανοί για να τους αφαιρούν τα όργανα; Είναι αλήθεια ότι απάγουν γυναίκες για να τους φυτέψουν μωρά και στη συνέχεια να τις σκοτώσουν; Υπάρχει όντως δίδυμη αδελφή της Όλι; Από τη στιγμή που κάτι διατυπώνεται, δεν έχει σημασία πλέον αν είναι αλήθεια ή όχι, καθώς όλοι είναι υποψιασμένοι ότι ενδεχομένως ευσταθεί.
Οι ηθοποιοί
Ο Σίμος Κακάλας στο ρόλο του Μόου αποτυπώνει όλη την ουσία του έργου, καθώς κινείται με τρομερή επιδεξιότητα ανάμεσα στην απολαυστική και λεπτή κωμωδία και την αληθινή τραγωδία. Συνοδοιπόρος του η Άννα Μάσχα ως Γκέηλ, η οποία αναδεικνύει την υποκριτική της δεινότητα. Εξαιρετικός είναι ο Τσάρλυ του Φώτη Στρατηγού, ο οποίος σκιαγραφεί με λεπτές γραμμές τη μορφή του εν δυνάμει δολοφόνου, αλλά κατ’ ουσίαν αφελή ανθρώπου, ο οποίος ασυνείδητα (ή εντελώς συνειδητά) κατασκευάζει στην «αληθινή» ζωή ιστορίες όμοιες με αυτές που βιώνει στα RPG τα οποία παίζει. Πολύ καλός είναι επίσης ο Ζέππο του Γιώργου Παπαύλου, ο οποίος καθιστά συμπαθητικό τον ήρωά του, που ζει με κυνισμό και αναλγησία. Πολύ καλή η Φαίη της Ειρήνης Μακρή, αλλά και η Όλι του Άλκη Μπακογιάννη, ο οποίος φέρνει εις πέρας άξια έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο. Τέλος, πολύ καλή η Κήτον της Στεφανίας Ζώρα, η οποία ξεχωρίζει και για την υπέροχη φωνή της.
Υπόλοιποι Συντελεστές
Τα κοστούμια και το σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην παράσταση. Η, γεμάτη τουαλέτες, σκηνή αναδύει την οσμή της σήψης και της βρωμιάς ήδη από την είσοδο του κοινού στο θέατρο. Η τελική αναφορά του Ζέππο ότι θα ήθελε να καλύψει όλη την πόλη με τις ακαθαρσίες του, ενισχύει την άποψη ότι όλη η πόλη βρίσκεται σε σαπίλα και παρακμή. Δεν αφορά επομένως μόνον σε μια ομάδα περιθωριακών ανθρώπων. Στο τέλος, καλύπτονται όλα με ένα μουσαμά, όπως ακριβώς καλύπτουν οι γάτες τις ακαθαρσίες τους. Η δυσωδία και η βρωμιά όμως δεν εξαφανίζονται έτσι: απλώς δεν γίνονται πλέον ορατές διά γυμνού οφθαλμού.
Οι φωτισμοί (Νίκος Βλασσόπουλος) και οι ήχοι (Λευτέρης Δούρος) κατέχουν επίσης πολύ σημαντικό μέρος αυτού του παραστατικού δημιουργήματος.
Εν κατακλείδι
Η Πομόνα είναι ένα έργο το οποίο έρχεται από το μέλλον. Ένα σκοτεινό, ασαφές, δυστοπικό μέλλον στο οποίο η ατμόσφαιρα ζέχνει, επικρατεί το σκοτάδι, οι άλλοι ορίζουν το μέλλον μας με μια ζαριά, οι άνθρωποι είναι μαριονέτες που τους υπαγορεύεται να αναπνεύσουν και να υπάρχουν, τα μωρά φυτεύονται σε μητέρες που βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση, οι άνθρωποι εξαφανίζονται για να τους πάρουν τα όργανα, τα λεφτά είναι αυτοσκοπός και ο τρόπος για να το αποκτήσεις είναι αδιάφορος, και ο φόνος είναι απλώς μια ακόμα ανθρώπινη πράξη. Εάν ο θεατής αναγνωρίζει έστω και ένα από αυτά τα στοιχεία στην σημερινή ζωή, τότε η κατάσταση έχει ήδη πάρει λάθος κατεύθυνση. Ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στο κοινό καθησυχάζοντας το ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί ότι θα ξυπνήσει κάποια μέρα στην Πομόνα: το κοινό ζει ήδη στην Πομόνα…
Photo Credits: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διαβάστε επίσης:
Pomona, του Άλιστερ ΜακΝτάουαλ στο θέατρο Πόρτα
Φώτης Στρατηγός: Η συσχέτιση των RPG με το θέατρο είναι ευφυέστατη από μεριάς συγγραφέα