Το «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου, αποτελεί ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, γραμμένο σχεδόν συνειρμικά. Αφορά στη ζωή του συγγραφέα από τη στιγμή που φυλακίστηκε, έφηβος ακόμα, μέχρι την αποφυλάκισή του, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και την εκ νέου σύλληψη και εξορία του, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο Χ. Μίσσιος παρόλο που υπήρξε ενεργό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, από πολύ νεαρή ηλικία, και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή για πολλές δεκαετίες, στη συνέχεια αμφισβήτησε ανοιχτά τη γραμμή του Κόμματος, εκφράζοντας την απογοήτευση και την πικρία του για την κατεύθυνση που πήρε μετά την απελευθέρωση και, ειδικά, μετά τη μεταπολίτευση.
Ο Χ. Μίσσιος υπήρξε μια εμβληματική μορφή, ιστορικά και αργότερα και συγγραφικά. Μετά από πολλά και πολυετή βασανιστήρια, κατάφερε να μορφωθεί μόνος του, ενώ αργότερα ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Όταν διάβασα για πρώτη φορά το συγκεκριμένο του κείμενο, έφηβη ακόμα και εγώ, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η τόσο γλαφυρά περιγραφική του γλώσσα και ο ωμός λόγος του. Καθώς παρακολουθούσα την δραματοποιημένη μορφή του κειμένου όμως, συνειδητοποίησα, ότι η συνειρμική, γεμάτη βωμολοχίες και ωμή γραφή του, θα μπορούσε να αποτελεί έναν ιδιότυπο προάγγελο του ελληνικού “at-yer-face”. Η βασική διαφορά στη γραφή του Μίσσιου είναι ότι αναφέρεται στα βιώματά του, καθώς μιλάει παράλληλα για αληθινούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις. Δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία, αλλά για την καταγραφή της ιστορίας ενός ανθρώπου και ταυτόχρονα μιας ολόκληρης εποχής της χώρας μας. Το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή πίσω από αυτές τις λογοτεχνικές σκιές υπάρχουν αληθινοί άνθρωποι, επιτείνει και κάνει ακόμα πιο έντονο το οποιοδήποτε συναίσθημα ή την οποιαδήποτε σκέψη. Ο Μίσσιος έγραψε για τον εαυτό του και τους ανθρώπους που συνάντησε σε ένα πολύ ιδιόμορφο ταξίδι που πραγματοποίησε από τον Εμφύλιο έως και την επταετία, ανά τα σωφρονιστικά καταστήματα και τα ψυχιατρεία της χώρας. Έτσι, σκιαγράφησε, μέσα από την δική του ματιά, την Ελλάδα και τους ανθρώπους της στις τόσο ταραγμένες αυτές εποχές. Άλλωστε τα κείμενα του Μίσσιου, και δή το συγκεκριμένο, αποτελούν και μαθήματα ιστορίας για τους αναγνώστες τους.
Η παράσταση
Η γραφή του Μίσσιου δεν αφήνει ασυγκίνητο ή αδιάφορο τον αναγνώστη. Οι λέξεις του κατακτούν αυτόν που τον διαβάζει και τον συνταράσσουν. Το ίδιο κατάφερε να κάνει και η Σοφία Καραγιάννη με τη σκηνοθεσία της. Η μεγαλύτερη αρετή της σκηνοθέτιδος έγκειται στο γεγονός ότι έστησε μια παράσταση με υπερβολικά απλά μέσα, πετυχαίνοντας όμως το μέγιστο του συναισθήματος για τον θεατή της. Κατ’ αυτό τον τρόπο, θύμισε στο κοινό ότι το καλό θέατρο γίνεται με απλά μέσα και ότι το μεγαλείο του θεάτρου έγκειται ακριβώς σε αυτή την απλότητα. Ενδεικτική είναι η σκηνή όπου ο ηθοποιός, κόβοντας ένα απλό μήλο, καταφέρνει να περιγράψει και να μεταφέρει πλήρως στο κοινό τη σωματική βία που υφίσταντο οι άνθρωποι στις φυλακές, την εποχή εκείνη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η απλότητα επίσης με την οποία οι ήρωες εναλλάσσονται στους ρόλους, συμβολίζει έντονα την εναλλαγή των ανθρώπων στη ζωή μας. Μόνον ο ήρωας, ο Σαλονικιός, μένει σταθερός να διηγείται την ιστορία του και παράλληλα τις ιστορίες των ανθρώπων που βρέθηκαν δίπλα του και μετά χάθηκαν. Αληθινά σπαρακτική είναι η εξιστόρηση του ήρωα για τους συντρόφους που χάθηκαν από κοντά του και από τα κελιά στα οποία, μετά από κάθε εκτέλεση, έμενε μόνον ένας μπόγος πράγματα… Η σκηνοθεσία πλημμυρίζει συναίσθημα, χωρίς όμως να το εκβιάζει και χωρίς να θολώνει την κρίση του κοινού, το οποίο παρακολουθεί μια από τις πολλές μαύρες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας.
Οι ηθοποιοί
Εξαιρετικοί και οι τέσσερις ηθοποιοί οι οποίοι παραδίδουν μάθημα υποκριτικής τόσο στο κοινό, όσο και σε επίδοξους ή εν ενεργεία ηθοποιούς: και οι τέσσερις παίζουν με όλα τους τα εκφραστικά μέσα, με απροσποίητη υποκριτική απλότητα και απίστευτη ενέργεια. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στο ρόλο του Σαλονικιού δίνει μια ερμηνεία ζωής. Ο Κωνσταντίνος Πασσάς μεταμορφώνεται, με άνεση και εξίσου επιτυχώς, πότε σε γκαρδιακό σύντροφο του Σαλονικιού και πότε σε εμμονικό διευθυντή σωφρονιστικού καταστήματος ανηλίκων. Στο πρόσωπο του Δημήτρη Μαμιού απεικονίζεται άλλοτε το πρόσωπο του πιστού συμπολεμιστή και άλλοτε ενός από τους τελευταίους συγκρατούμενους, του Βαγγελάκη που οδηγεί τον ήρωα μέχρι την δεκαετία του 1980. Τέλος, ο Γιάννης Μάνθος δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία, πότε υποδυόμενος τον ανελέητο βασανιστή και πότε τον πιστό σύντροφο. Και οι τέσσερις επίσης ηθοποιοί περνούν με άνεση από το δράμα στην κωμωδία, οδηγώντας και τους θεατές σε μια γρήγορη και άνετη εναλλαγή συναισθημάτων.
Οι υπόλοιποι Συντελεστές
Τα απλά, αλλά τόσο λειτουργικά σκηνικά και κοστούμια (Γεωργία Μπούρδα) είναι αυτά που έκαναν εφικτή την σκηνική απλότητα που υπηρέτησε η σκηνοθέτις. Πολύ σημαντικοί επίσης είναι οι φωτισμοί (Βασιλική Γώγου), αλλά και η μουσική (Μάνος Αντωνιάδης). Οι φωτισμοί, αλλά και το σκοτάδι, διαμορφώνουν τις τόσο ιδιαίτερες ατμόσφαιρες της παράστασης, ενώ κάνουν τον θεατή να πάρει μια γεύση, έστω και σύντομη, των βασανιστηρίων της εποχής. Τέλος, ειδικά η μουσική του Τσιτσάνη καταφέρνει να παρασύρει το κοινό.
Εν κατακλείδι
Πρόκειται συνολικά για μια εξαιρετική θεατρική παράσταση, η οποία δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ένα σημαντικό λογοτεχνικό κείμενο μπορεί, με την κατάλληλη δραματουργική επεξεργασία, να δημιουργήσει μια μοναδική σκηνική εμπειρία. Η ευφυής, όσο και εμπνευσμένη σκηνοθεσία της Σ. Καραγιάννη το έκανε πραγματικότητα, με την αρωγή πολύ καλών συντελεστών. Πρόκειται για μια παράσταση η οποία αποτελεί θεατρική εμπειρία, μάθημα ιστορίας, αλλά και υποκριτικής, και τελικά αντιπροσωπεύει το καλό θέατρο.
Διαβάστε επίσης:
«…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», του Χρόνη Μίσσιου σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη στο Θέατρο 104