Ο Λέων Τολστόι γεννήθηκε στο κτήμα Γιάσναγια Πολιάνα το 1828 και από μόνη της η τοποθεσία, που σημαίνει Φωτεινό Ξέφωτο, προδίκαζε το φως της γνώσης που θα ξεπηδούσε μέσα από αυτή την έκταση. Ένα φως τόσο δυνατό που έφτασε σε κάθε γωνιά της γης και δεν έχει χάσει τη λάμψη του ακόμη και έως σήμερα. Τα μεγάλα του έργα είναι, αναμφισβήτητα, το σημείο αναφοράς, αλλά κάτω από αυτά υπάρχουν πολλά που μπορούν να μας διδάξουν. Η ζωή του, από μόνη της, είναι ένα ολόκληρο «μάθημα» για το πώς μπορείς να χάσεις το δρόμο σου, να τον ξαναβρείς και τελικά να παραμείνεις ανήσυχος μέχρι την τελευταία πνοή σου. Πίστευε στην αφύπνιση και θεωρούσε πως το κυρίαρχο όπλο της εξουσίας είναι ο «υπνωτισμός» του πλήθους. Θέλησε να διαμοιράσει τη γνώση μέσω «λογοτεχνικών εφημερίδων» όταν συνειδητοποίησε πως τα βιβλία δεν μπορούσαν να φτάσουν στην πλατιά μάζα των ανθρώπων. Το «Δεν μπορώ να σωπάσω» ήταν μια κραυγή για τη θανατική ποινή, για τη βία της εξουσίας και είναι αδιανόητο το πόσο αφορά το σήμερα.
Λέων Τολστόι
Ο Λέων Τολστόι (1828-1910) είναι ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες, γνωστός στο ευρύ κοινό πρωτίστου για τα έργα του “Πόλεμος και Ειρήνη” και “Άννα Καρένινα”, που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσες, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Γκάντι και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας. Η στροφή στην κοσμοθεωρία του άρχισε να συντελείται με την απογοήτευση που γεύτηκε πολεμώντας με τον ρώσικο στρατό σε διάφορα μέτωπα μέχρι το 1856, όταν και έγραφε τα πρώτα του έργα, αυτοβιογραφικά σε μεγάλο βαθμό. Ο πόλεμος γυμνός, χωρίς πατριωτικά πλουμίδια, σκιαγραφήθηκε στα “Διηγήματα της Σεβαστούπολης” (1855). Λίγο μετά ο Τολστόι αφοσιώθηκε στα κτήματα του, γράφοντας παράλληλα τους “Κοζάκους” (1863) και τον “Πολικούσκα” (1863), έκφραση της γοητείας που του ασκούσε ο χωριάτικος τρόπος ζωής και συνάμα της αποστροφής του για την αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, της οποίας ο καθωσπρεπισμός στηλιτεύτηκε στην “Άννα Καρένινα” (1875-77). Στον “Πόλεμο και Ειρήνη” (1865-69), έργο που βασίστηκε σε ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα όπως τα επεξεργάστηκε η πολιτική σκέψη του Τολστόι, επιχειρήθηκε η ανατροπή της ιστορικής μυθοπλασίας, η αποκαθήλωση των ηγετικών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου των απλών στρατιωτών. Στα τελευταία έργα του, όπως είναι “Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς”” (1886), “Η σονάτα του Κρόιτσερ” (1887-9), “Ο Διάβολος” (1889-90) και η “Ανάσταση” (1899), ο Τολστόι ανέλυσε πτυχές της γνήσιας χριστιανικής αρετής σε αντιδιαστολή με τον τυπικισμό, μια αρετή που εφάρμοσε ζώντας ασκητικά, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις της γυναίκας του και την αποστασιοποίηση του από το οργανωμένο κράτος και την επίσημη Εκκλησία. Πλήθη όμως ολόκληρα τον θεωρούσαν πρότυπο και προσπαθούσαν να τον γνωρίσουν από κοντά, στη δύση πλέον της ζωής του.