Κύβοι και βουνά από ζάχαρη, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Καραϊβική, αποικιοκρατία, η εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή. Η Έλεν Ουέστ, νοσηλευόμενη με διάγνωση νευρικής ανορεξίας το 1921, ο πρώτος Ελβετός εκατομμυριούχος του λόττο το 1979 και η πορεία του από τη φτώχεια στα πλούτη και πάλι πίσω. Σημειώσεις, συζητήσεις με φίλους, αναρίθμητες διακειμενικές αναφορές, το φως πότε πέφτει εδώ, πότε εκεί, σε μια πορεία που δεν αφήνει αμέτοχη την κεντρική αφηγήτρια· η ερωτική περιπέτειά της με τον Φ. στο Μόντοκ του Λονγκ Άιλαντ, ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον Τ. Ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα μέσα από θραύσματα αφήγησης που καθρεφτίζουν συγκρουόμενες επιθυμίες και φιλοδοξίες, μέσα και σχέσεις παραγωγής, συνθήκες και διαθέσεις γύρω από το σώμα, όλα περιστρέφονται γύρω από το σώμα· τα πάθη, το χρήμα, το φαγητό, η απληστία και η ερωτική πείνα. Ένα κολάζ, μια χειροτεχνία, με κεντρικό μοτίβο τη ζάχαρη, καθώς συμβολίζει την εθιστική σχέση του σώματος με τα πράγματα, τη ζωή και τον θάνατο, ένα μοτίβο, που εξελίσσεται, χάνεται και επιστρέφει πάντοτε γοητευτικά μέσα στο βιβλίο.

Αποσπάσματα 

«Όταν πρωτοείδα τον Τ. στο τρόλεϊ, κρατιόμασταν και οι δύο από την μπάρα πάνω από το κεφάλι μας. Αργότερα, τον ξαναπήρε το μάτι μου στις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού κέντρου Letzipark. Θυμάμαι πως τότε, και τις δύο εκείνες φορές, ήταν λες κι ένα εκτυφλωτικό φως είχε απλωθεί σαν φωτοστέφανο πάνω από την πλάση, το ίδιο άγιο φως που φανερώνεται στην τυφλή προσκυνήτρια και την οδηγεί μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς στο μικρό πευκοδάσος, όλοι τους σε κατάσταση έκστασης, αν όχι στα πρόθυρα της αλλοφροσύνης.»

«Έχω βγει για καφέ με την Έρικα, τη γειτόνισσά μου από τον δεύτερο όροφο. Παλιότερα εργαζόταν στην καντίνα της Maag, μιας βιομηχανίας που κατασκεύαζε γρανάζια στη Ζυρίχη, αλλά φαλίρισε στη δεκαετία του 1990. Καθώς κουβεντιάζουμε, πιάνω τον εαυτό μου να ξεμακραίνει κρυφά, για να βουτήξει και πάλι στο μικρό πευκοδάσος. Οι γυαλιστεροί, κρεμαστοί κρίκοι στ’ αυτιά της Έρικα στραφταλίζουν από μακριά ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Όλα τα πουλιά κελαηδούν χαρωπά.»

Ντορετέε Έλμιγκερ

Γεννημένη το 1985 στην Ελβετία, η Ντορετέε Έλμιγκερ (Dorothee Elmiger) ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Einladung an die Waghalsigen, κυκλοφόρησε το 2010 και τιμήθηκε με το γερμανικό λογοτεχνικό βραβείο aspekte, που απονέμεται σε πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους. Με το δεύτερο μυθιστόρημά της, Schlafgänger (2014), απέσπασε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο της Ελβετίας. Για το βιβλίο της Από το εργοστάσιο της ζάχαρης, βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, με το αυστριακό Βραβείο Erich Fried-Preis (2015). Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ έχουν διασκευαστεί και για το θέατρο. Από το 2022 είναι μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας.