Αφιερώνοντας στους «Βατράχους» του 720 στίχους για τον περίφημο αγώνα ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη ο Αριστοφάνης δεν επεδίωκε να παραδώσει ένα εξεζητημένο, ελιτίστικο μανιφέστο λογοτεχνικής δεινότητας. Έχει προηγηθεί μια παράβαση, με την οποία όχι μόνο εμφανίζεται, όπως συνήθως, ως εν επιγνώσει πολίτης που μπορεί να στέκεται ενεργητικά την κρίσιμη στιγμή, αλλά δείχνει και το βάθος μιας μεγάλης ηθικής στάσης που ξεπερνά τα στεγανά της εποχής του και προοιωνίζεται μελλοντικές κοσμοθεωρίες. Η φράση που ακούγεται στο πρώτο στάσιμο «πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες ξυγγενείς κτησώμεθα καπιτίμες» είναι κομβικής σημασίας, καθώς περικλείει μια οντολογία που μετακενώνεται εντός της λειτουργίας της Πολιτείας.
Υπάρχει, συνεπώς, εδώ μια λεπτουργική διαστρωμάτωση στη δραματουργία, από τον πυρήνα προς τον εξωτερικό φλοιό. Ο ποιητής εκκινεί, ανατέμνοντας και ακτινοσκοπώντας θεμελιακά ζητήματα (αξιακά, θεσμικά κ.λπ.), που άπτονται τόσο του στενά ατομικού όσο και του γενικού, και συνεχίζει με μια θεωρητική συζήτηση που ολοκληρώνει με νομοτελειακό τρόπο τη φυσιογνωμία ενός κόσμου με αρμονία εσωτερική και εξωτερική. Στο σημείο αυτό, το σχόλιο του Cedric H. Whitman στο έργο του «Aristophanes and the comic hero» (1964: 230) ότι «συχνά, ως προς την εξωτερική φόρμα του, το έργο θεωρείται ελαττωματικό, ωστόσο η φαινομενική έλλειψη ενότητας συνιστά σχεδόν σίγουρα μέρος του νοήματος» αποδεικνύεται καίριο.
Εξίσου σημαντική με τη σύζευξη μορφής-προβληματικής είναι και η σύζευξη κωμικότητας-τραγικότητας. Ο Whitman (ό.π., 231) αναφέρει ότι «‘οι Βάτραχοι’ είναι τραγικοί, όχι απλώς επειδή αντανακλούν το δυσοίωνο κόσμο του 405 π.Χ., αλλά, επίσης, επειδή η αποστολή του Διονύσου, αρκετά κωμική στο ξεκίνημά της, δεν επιτυγχάνει το προσδοκώμενο, ούτε ακόμα και ένα ιλαρό αποτέλεσμα, ενώ συνεχίζει να ενέχει μέχρι το τέλος, όταν επισυμβαίνει η ανάσταση του Αισχύλου, μερικούς σκοτεινούς υπαινιγμούς».
Ένα άλλο κεντρικό ζήτημα που θέτει εμφατικά το εν λόγω αριστοφανικό έργο είναι η σχέση ρεαλιστικού-ουτοπικού χώρου. Με ένα χιαστί σχήμα ο ποιητής συνδέει το σκότος του Κάτω Κόσμου με την παρακμάζουσα πόλη, ενώ το φως της ζωής, απ’όπου ξεκίνησε ο Διόνυσος και παραμένει ο τελικός προορισμός του, με το πνευματικό φως που οι Αθηναίοι έχουν πλέον απολέσει και τώρα «βρίσκεται» στον Άδη. Αυτή η αλληλοπεριχώρηση, που δίνει την αίσθηση ότι, κατά κάποιο τρόπο, εκχωρείται ένα μέρος ρεαλισμού στην ουτοπία και ένα μέρος ουτοπικότητας στον πραγματικό κόσμο, συνιστά μια τεχνική που επιστρατεύει ο Αριστοφάνης για να αντλήσει μια αίσθηση προοπτικής σε κρίσιμους καιρούς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Έφη Μπίρμπα αφενός κατέστησε αναγνωρίσιμο το σώμα του έργου αφετέρου διαχειρίστηκε συνετά τα μεταθεατρικά συστατικά του. Μέσα σε μια οργανωμένη αισθητική ετερόκλητων στοιχείων άνοιξε θύλακες για να χωρέσουν μεθερμηνείες και νέα αφηγηματικά τοπία. Ωστόσο, οι επικαιροποιήσεις των μηνυμάτων στερούνταν το υπαρξιακό βάρος που υπαγορεύει η χρονική συγκυρία κατά την οποία ο Αριστοφάνης γράφει τους «Βατράχους». Επίσης, δεν λήφθηκε υπόψη η ικανότητα του ποιητή να συνδέει οργανικά την απτή πραγματικότητα με τα μεγάλα διακυβεύματα. Ως εκ τούτου, η αναθεωρημένη προβληματική εμφανίστηκε ως σύνολο επιφαινομένων, με μια αύρα συνθηματολογική, αν όχι δημοσιογραφική.
Ο Άρης Σερβετάλης διήλθε επιδέξια μέσα από τις μεταλλαγές της φύσης (θεός-ημίθεος-άνθρωπος), επωμίστηκε με σθένος το ρόλο του κριτή, ενώ συνδύασε αγαστά την ουδετερότητα του τραγικού χορού με τη μεγαλύτερη ελευθερία του κωμικού. Φαρσικά υπερκινητικός ο Ξανθίας του Μιχάλη Σαράντη έδωσε, ενίοτε με αμήχανες διογκώσεις, το στίγμα της μεγαρικής παράδοσης στην αττική κωμωδία, ενώ ο Έκτορ Λιάτσος και ο Αργύρης Ξάφης συνεργάστηκαν συντονισμένα στον κατά τ’άλλα ασθμαίνοντα, κλιμακούμενο σε ένταση όσο και ευφυώς διανθισμένο με αστειολογήματα αγώνα τους. Εκφραστική (κινησιολογικά και φωνητικά) και με μέτρο η παρουσία της Μαίρης Μηνά ως Πλαθάνη ΙΙ, καθώς και του υπόλοιπου συνόλου (Μιχάλης Θεοφάνους, Ηλέκτρα Νικολούζου, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής).
Η σκηνογραφική σύλληψη της Έφης Μπίρμπα ερμήνευε το βαθύτερο πνεύμα που διέτρεχε την όλη σύλληψη, ενώ ο ενδυματολογικός κώδικας (Έφη Μπίρμπα, Βασιλεία Ροζάνα) απλώθηκε σε υπερχρονικό φάσμα.
Η μουσική του Constantine Skourlis, ιδιαίτερα στο χορικό των μυστών, διεμβόλιζε με μια τελετουργική ιεροπρέπεια τη φαιδρή ατμόσφαιρα, δίνοντας το στίγμα της διττής ταυτότητας του έργου. Τέλος, οι φωτιστικές δημιουργίες του Γιώργου Καρβέλα κλήθηκαν να διαχειριστούν το φως σε συνθήκες ερέβους άλλοτε με επιδεξιότητα και άλλοτε με υπερβολή.
Photo credit: ©Karol Jarek
Διαβάστε επίσης:
Βατράχια, του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα σε καλοκαιρινή περιοδεία 2023