Στο νησί που γεννήθηκε, την Κρήτη, «επέστρεψε» ο κορυφαίος Έλληνας θαλασσογράφος, Κωνσταντίνος Βολανάκης. Τα 57 έργα του ζωγράφου των αυτοκρατορικών θριάμβων, των ένδοξων στιγμών της ελληνικής Ιστορίας, αλλά και των ταπεινών ψαροκάικων, συνθέτουν την έκθεση «Κωνσταντίνος Βολανάκης: Νόστος της θάλασσας, έργα από τη συλλογή του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη» που πραγματοποιείται αυτό το διάστημα στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων. Στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται επίσης ελαιογραφίες που ανήκουν στο Αρχηγείο Ναυτικού, τη Βουλή των Ελλήνων και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο Θοδωρής Κουτσογιάννης, ιστορικός Τέχνης και έφορος της συλλογής έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων, είναι ο επιμελητής της έκθεσης «Κωνσταντίνος Βολανάκης: Νόστος της θάλασσας, έργα από τη συλλογή του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη».
***
-Με ποιον τρόπο συνδέεται η πορεία ζωής του καλλιτέχνη, με τον τίτλο της έκθεσης;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Βολανάκης είναι οπωσδήποτε ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος της θάλασσας. Μετά το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, και την Ερμούπολη της Σύρου, όπου πέρασε τα γυμνασιακά του χρόνια, βρέθηκε στην Τεργέστη, στα πρώτα επαγγελματικά του βήματα (στο εμπόριο, όχι στην τέχνη) και κατόπιν στο Μόναχο, όπου μαθήτευσε και καθιερώθηκε καλλιτεχνικά. Η αγάπη του όμως για την θάλασσα, ο νόστος – μία έννοια της επιστροφής στην πατρίδα, γνωστή διαχρονικά στον ελληνικό πολιτισμό, τουλάχιστον από την ομηρική εποχή – τον έφεραν πίσω στην Ελλάδα, στον Πειραιά, όπου εγκαθίσταται το 1883 μέχρι και τον θάνατό του, το 1907. Επομένως ο νόστος της πατρίδας και συγκεκριμένα για την ελληνική θάλασσα είναι που τον επαναπατρίζει και τον εγγράφει στη νεοελληνική τέχνη. Σε αυτήν ιδίως την ελληνική περίοδο του καλλιτέχνη εστιάζει η έκθεση, γι’ αυτό και ο τίτλος της θέλει να αποκαλύψει την ουσία του έργου του Βολανάκη. Από μια άλλη άποψη, η έκθεση αυτή στα Χανιά επαναπατρίζει, εικονικά, τον Βολανάκη στην γενέτειρά του Κρήτη.
-Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης θεωρείται ο «πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας». Από λογιστής στην Τεργέστη, τι είναι αυτό που τον στρέφει στη ζωγραφική, και γιατί επικεντρώνεται στη θάλασσα;
Ο εργοδότης του στην Τεργέστη, ο Αφεντούλης, στον εμπορικό οίκο του οποίου ο Βολανάκης δούλευε ως λογιστής, ανακάλυψε κάποια στιγμή, ανάμεσα στα λογιστικά βιβλία, σκίτσα του Βολανάκη με καράβια και λιμάνια. Με την παρότρυνση λοιπόν (και) του Αφεντούλη, μεταβαίνει στο Μονάχο για να σπουδάσει συστηματικά ζωγραφική. Προφανώς και είχε ο ίδιος κλίση στην τέχνη, στην οποία ωστόσο εξασκείτο κατά μόνας και ερασιτεχνικά. Πρέπει δε η κλίση του αυτή να είχε καλλιεργηθεί ήδη στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης, όπου δίδασκε ιχνογραφία ο έγκριτος ζωγράφος Ανδρέας Κριεζής. Η στροφή, η εμμονή σχεδόν, του Βολανάκη στη θάλασσα θα πρέπει να εξηγηθεί βιωματικά, ζώντας στα λιμάνια του Ηρακλείου, της Ερμούπολης, αλλά και στο «ελληνικό» λιμάνι της Τεργέστης, με το ανθηρό ελληνικό ομογενειακό στοιχείο – ευτυχώς, ακόμη σήμερα υπαρκτό, ενεργό και δυναμικό. Κι αυτή ακριβώς η σχέση ζωής με την θάλασσα είναι που εξηγεί και τον νόστο του για αυτήν, οδηγούμενος τελικά στην απόφαση να επιστρέψει και να αφιερωθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην ελληνική θάλασσα.
Σχετικά με το πέρασμα του Βολανάκη από την Ακαδημία του Μονάχου, ποια θα λέγατε πως ήταν η επίδραση αυτής στην τέχνη του, και σε τι διαφοροποιείται;
Το πέρασμα του Βολανάκη από την Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου είναι απαραίτητο και απολύτως θετικό. Εκεί μυείται συστηματικά στην κλασική τέχνη της ζωγραφικής, ως συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για να διαμορφώσει το προσωπικό του στυλ. Μπορεί ο ίδιος να διαφοροποιείται, στη συνέχεια, από την καθαρά ακαδημαϊκή παράδοση, στρεφόμενος στη θαλασσογραφία, ωστόσο η καλλιτεχνική παράδοση στην οποία μαθήτευσε στο Μόναχο, θα είναι πάντοτε το αναγκαίο υπόστρωμα για την προσωπική του ζωγραφική κατάθεση. Επιπλέον, η μαθητεία του στη μεγάλη ευρωπαϊκή εικαστική παράδοση, μέσω των μουσείων και των εκθέσεων στο Μόναχο, παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο στην προσωπική του καλλιτεχνική διαμόρφωση. Τολμάει ωστόσο ο ίδιος και δεν ακολουθεί θεματογραφικά την «υψηλή» τέχνη του Μονάχου (προσωπογραφία, αλληγορία, ιστορικά-μυθολογικά και θρησκευτικά θέματα), αλλά προτιμά την τοπιογραφία και ειδικότερα την θαλασσογραφία, στην οποία το Μόναχο δεν είχε να επιδείξει ιδιαίτερη αγάπη. Επομένως ο Βολανάκης αξιοποιεί την κλασική μαθητεία του Μονάχου, χωρίς όμως να περιορίζεται από αυτήν.
Εκτός από τον Κωνσταντίνο Βολανάκη και άλλοι σημαντικοί ζωγράφοι της χώρας μας βρίσκονται εκείνη την περίοδο στο Μόναχο. Τι αντίκτυπο έχει αυτό στη νεοελληνική τέχνη;
Η λεγόμενη ελληνική Σχολή του Μονάχου απαρτίζεται από εξέχοντες εκπροσώπους της νεοελληνικής τέχνης, ιδίως ζωγράφους, συγχρόνους, συνοδοιπόρους και φίλους του Βολανάκη, όπως ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Νικόλαος Γύζης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Γεώργιος Ιακωβίδης.
Η σύνδεση της νεοελληνικής τέχνης με την Ακαδημία του Μονάχου καθόρισε καίρια την πορεία της. Έχει κατηγορηθεί αυτή η σχέση για συντηρητισμό. Ωστόσο, ήταν απολύτως απαραίτητη, προκειμένου να επιτευχθεί η συσχέτιση και εν τέλει ο συγχρονισμός – έστω με καθυστέρηση – της νεοελληνικής τέχνης με την ευρωπαϊκή, αφ’ ης στιγμής βέβαια ολόκληρο το νεοελληνικό κράτος αποφάσισε και προσπάθησε σε όλα τα επίπεδα – και στον πολιτισμό – να εξευρωπαϊστεί.
Αν και θεωρείται αναγνωρισμένος ζωγράφος κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Βολανάκης αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο, σήμερα οι πίνακες του είναι πολυπόθητοι ανάμεσα στους συλλέκτες. Πότε ξεκινά η εμπορική επιτυχία του έργου του;
Ο Βολανάκης έρχεται στην Ελλάδα, το 1883, με τους καλύτερους όρους: έχει μόλις (το 1882) εκτελέσει μία μεγάλη κρατική παραγγελία – από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη – την περίφημη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» που παρουσιάστηκε στα Ανάκτορα και εξετέθη για το κοινό στο Υπουργείο των Ναυτικών, επιπλέον έχει εξασφαλίσει θέση καθηγητή στην τότε Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ωστόσο, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο φίλος του Νικόλαος Γύζης, η καλλιτεχνική πραγματικότητα στην Ελλάδα δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει ροή παραγγελιών και αγορών μεγάλων έργων του. Επομένως αναγκάστηκε ο Βολανάκης να περιοριστεί σε μικρά έργα και σε χαμηλές τιμές.
Στη σύγχρονή μας εποχή το έργο του έχει αναγνωριστεί, επιπλέον δε ο εφοπλιστικός (υγιής) ανταγωνισμός έχει καταστήσει τις εμβληματικές θαλασσογραφίες του Βολανάκη περιζήτητες, και δικαίως, ως έργα ιδανικά για τις μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες. Ο Βολανάκης λοιπόν αναγκάστηκε να δουλέψει μέχρι και ως κατασκευαστής κορνιζών για να συμπληρώνει το εισόδημά του, σήμερα όμως τα έργα του πωλούνται σε δυσθεώρητες τιμές. Και οι δύο καταστάσεις είναι απολύτως ενδεικτικές της νεοελληνικής πραγματικότητας, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 21ου αιώνα αντιστοίχως.
Στην έκθεση παρουσιάζονται 57 έργα του Βολανάκη. Θα θέλατε να μας πείτε με ποιο τρόπο έχει η δομηθεί η έκθεση – Τι θα δούμε σε κάθε όροφο;
Τα 57 έργα του Βολανάκη έχουν ως κοινό παρανομαστή την απεικόνιση της θάλασσας. Όλες όμως αυτές οι θαλασσογραφίες ποικίλουν και δίνουν διαφορετικές απεικονίσεις του θαλασσινού τοπίου και κόσμου. Προκειμένου ο θεατής να μπορεί να παρακολουθήσει μία εκθεσιακή αφήγηση, οι 57 πίνακες έχουν οργανωθεί σε 7 θεματικές ενότητες, κατά σκηνοθετικό τρόπο. Στο ισόγειο, παρουσιάζονται οι λιμενογραφίες (ενότητα «Στην αγκαλιά του λιμένα») και τα «Πορτραίτα καραβιών», εστιάζοντας λοιπόν στα λιμάνια και τα καράβια. Στον πρώτο όροφο, παρουσιάζονται δύο επίσης συγγενείς ενότητες, τιτλοφορημένες «Σε γαλήνιες ακτές» και «Σε ήρεμα νερά», όπου ο ζωγράφος στρέφει τη ματιά του στον ήρεμο κόσμο της θάλασσας, σε ήσυχες αμμουδιές και απάνεμες θάλασσες, προσφέροντας στον θεατή ένα εικαστικό ρεμβασμό της θάλασσας και της εναρμονισμένης με αυτήν ζωής. Τέλος, στον δεύτερο όροφο, κλιμακώνοντας αυτή την εικονογραφική περιδιάβαση, συμπαρατίθενται οι ενότητες «Στη δίνη των κυμάτων», με πλεούμενα που παλεύουν στον ανοιχτό πέλαγος και με ταραγμένες θάλασσες, και «Νυχτερινή συμφωνία», με τα νυχτερινά θέματα του ζωγράφου, είτε λιμάνια υπό το σεληνόφως είτε πυροφάνια, που αμφότερα προσφέρουν μία εντοπισμένη πηγή φωτός ως κυρίαρχο στοιχείο της ζωγραφικής σύνθεσης σε σκούρο φόντο. Επιπλέον, σε κεντρική θέση στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο – που επικοινωνούν οπτικά, μέσω αιθρίου ανοίγματος – παρουσιάζονται στοχευμένα δύο επιβλητικά έργα, ιστορικές ναυμαχίες, ονομαστικά η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» και η «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας», συναποτελώντας την ενότητα «Στη δίνη της Ιστορίας». Το σύνολο των έργων και των ενοτήτων προσφέρει ένα πανόραμα των θεμάτων με τα οποία καταπιάστηκε ο Βολανάκης.
-Αξίζει να εστιάσουμε στον εμβληματικό πίνακα «Ναυμαχία της Σαλαμίνας», του 1882, στον όποιο ήδη αναφερθήκατε. Θα θέλατε να μας πείτε μερικά πράγματα για αυτό το έργο, αλλά και για την ιστορία της δημιουργίας του;
Πρόκειται για κορυφαίο έργο συνολικά της ζωγραφικής παραγωγής του Βολανάκη. Κρατική παραγγελία, ολοκληρώνεται το 1882, όταν ακόμη ο Βολανάκης είναι στο Μόναχο και έρχεται να τον παρουσιάσει ο ίδιος στην Ελλάδα. Απεικονίζει την ιστορική, καθοριστικής σημασίας, ναυμαχία των Μηδικών Πολέμων στα 480 π.Χ. με τρόπο ευρηματικό. Η παράταξη με τις ελληνικές και περσικές τριήρεις και τα επιμέρους επεισόδια που αποδίδει – όπως, στο πρώτο επίπεδο, η σκηνή με του ναυαγούς και η απόδραση της βασίλισσας της Καρίας και συμμάχου των Περσών Αρτεμισίας – δεν αποσκοπούν τόσο στην πιστή ιστορική αναπαράσταση όσο στην αποτύπωση και μετάδοση του αισθήματος αυτής της μνημειακού χαρακτήρα σύγκρουσης. Ο Βολανάκης σε αυτόν τον πίνακα αποκαλύπτει όλη τη δεξιοτεχνία του, τόσο ως προς το σχέδιο και τη σύνθεση, όσο και ως προς τον χρωματισμό, καταθέτοντας ένα επιβλητικό έργο, ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας. Πιθανόν αυτό το έργο και η ενθουσιώδης υποδοχή του στην Ελλάδα έπαιξε ρόλο στην απόφασή του να επαναπατριστεί, αν και τελικά οι ελπίδες του για δημιουργίες τέτοιου εκτοπίσματος αποδείχθηκαν φρούδες.
-Τι περιλαμβάνει ο κατάλογος της έκθεσης;
Ο κατάλογος – 190 σελίδων, μεγάλου σχήματος, πλήρως εικονογραφημένος και δίγλωσσος (ελληνικά-αγγλικά εκ παραλλήλου) – περιλαμβάνει όλα τα 57 έργα της έκθεσης σε ολοσέλιδες αναπαραγωγές και με λεπτομέρειες αρκετών από αυτά, με μία θεματογραφική και συνάμα αισθητική αλληλουχία που ακολουθεί τις επτά ενότητες της έκθεσης. Προτάσσονται τα προλογικά σημειώματα όλων των συντελεστών, ενώ των έργων προηγείται ένα εκτενές εισαγωγικό δοκίμιο 36 σελίδων που αναλύει συνολικά την καλλιτεχνική πορεία του Βολανάκη και παράλληλα εστιάζει στα έργα της έκθεσης.
-Υπάρχει κάποιος πίνακας του ζωγράφου της θάλασσας και της ναυτοσύνης που ξεχωρίζετε προσωπικά;
Θα ήθελα να σταθώ στο έργο «Ηλιοβασίλεμα στην ακρογιαλιά», καθώς νομίζω ότι συμπυκνώνει παραδειγματικά πολλά από τα στοιχεία της εικαστικής προσέγγισης της θάλασσας από τον Βολανάκη. Έχει επιλέξει να απεικονίσει μία ήρεμη στιγμή – στη δύση της ημέρας – σε μία γαλήνια ακτή, με μικρές βάρκες στην αμμουδιά και μεγάλα ιστιοφόρα στα ανοιχτά. Το χρυσωπό φως του ηλιοβασιλέματος χαρίζει μία ατμόσφαιρα γραφική, ενώ ο θεατής που απεικονίζεται εκ των όπισθεν, στο πρώτο επίπεδο, να αντικρίζει τη θάλασσα και τον ανοιχτό ορίζοντα δημιουργεί μία σκηνή ρεμβασμού, σχεδόν μελαγχολίας, μπροστά στην απεραντοσύνη του υδάτινου στοιχείου. Το ανθρώπινο μέτρο, στο πρώτο επίπεδο, και το μεγαλείο της Φύσης που ανοίγεται στον ατέρμονα ορίζοντα είναι τα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την αντίληψη του Βολανάκη για την ανεξάντλητη θάλασσα.
Διαβάστε επίσης:
Η έκθεση «Κωνσταντίνος Βολανάκης: Νόστος της θάλασσας» στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων