Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση από την ανάγνωση νέων λογοτεχνικών φωνών, νέων συγγραφέων που μάλιστα αποφασίζουν να καταπιαστούν με φλέγοντα και καίρια ζητήματα που ποτέ δεν έπαψαν να απασχολούν τις παλιές και τις σύγχρονες κοινωνίες. Η Για Τζάσι (Yaa Gyasi), χάρη στις εκδόσεις Ίκαρος και τη μεταφράστρια Μαρία Φακίνου, μας συστήνεται με ένα μυθιστόρημα που καθηλώνει με την αμεσότητα από τη μία και την αλήθεια του από την άλλη. «Θέλω να μάθω ποιος είσαι και πώς κατέληξες σκλάβος, και από ποιο μέρος της Αφρικής κατάγεσαι και πώς ήταν η ζωή σου ως σκλάβος και πώς τα κατάφερες ως ελεύθερος άνθρωπος» αναφέρει στο βιβλίο της αφιέρωμα στον Κούτζο Λούις, γνωστό ως Κοσούλα, τον τελευταίο έγχρωμο σκλάβο η σπουδαία συγγραφέας Ζόρα Χέρστον έπειτα από τη δια ζώσης συνάντησή της μαζί του.
Ένα συγκλονιστικό χρονικό πόνου, εξόντωσης του ηθικού και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου
Ο Κοσούλα ξετυλίγει όλο το φάσμα της κράτησής του, των βάσανών του, του πόνου του αλλά ταυτόχρονα και της καρτερικότητάς του μέχρι την οριστική απελευθέρωσή του το 1931. Είναι από τις συγκλονιστικές ιστορίες που γράφτηκαν σε μια περίοδο τόσο καυτή ιστορικά, μια ιστορία που ενδεχομένως η Για Τζάσι να έχει διαβάσει, μεταξύ άλλων διότι το δικό της μυθιστόρημα είναι ένα διαμάντι. Ζούμε δυστυχώς σε μία εποχή που η στιχομυθία και η αναφορά περί ρατσισμού έχει δυστυχώς επανέλθει πολύ έντονα στο προσκήνιο. Τα κρούσματα ξενοφοβίας και επιθετικότητας έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία και πλήττεται σφόδρα λόγω και του μεγάλου προβλήματος του μεταναστευτικού. Παράλληλα, τα κινήματα της άκρας δεξιάς λαμβάνουν όλο και πιο αυξημένα ποσοστά στις ευρωπαϊκές χώρες κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή της ανόδου του ναζισμού και του φασισμού στην γηραιά ήπειρο τη δεκαετία του 1930.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό κοινωνικού πολέμου και αστάθειας, μέσα στη δίνη των φυλετικών διακρίσεων και του εκφοβισμού, τα μυθιστορήματα και τα βιβλία μαρτυρίες του παρελθόντος, όπως αυτό της Χέρστον ή όπως εκείνα του Ραλφ Έλισον, της Τόνι Μόρισον και τώρα της Για Τζάσι έρχονται να μας θυμίσουν πόσο εύθραυστος είναι ο κοινωνικός ιστός και πώς η ιστορία μπορεί και επαναλαμβάνεται με απρόβλεπτες συνέπειες. Η λογοτεχνία, μέσω γνωστών ή λιγότερο γνωστών εκπροσώπων της, ανέκαθεν υπήρξε ένας μοχλός και ένας ουσιώδης τρόπος ανάδειξης των κοινωνικών ζητημάτων και οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά τους και την αφήγησή τους καθρεφτίζουν με γλαφυρό και έμμεσο τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ανταποκριτές της οι ίδιοι μας καλούν σε συστράτευση και σε συλλογισμό. Εμείς, ως αναγνώστες αλλά και ως ενεργοί πολίτες, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε το έργο τους, να αφουγκραστούν τον παλμό των ανησυχιών τους και να γίνουμε κοινωνοί των πιο μύχιων σκέψεών τους αναλογιζόμενοι έτσι και τον ρόλο μας σε αυτό το κλίμα αναταραχής. Αναμφίβολα, η ενεργή και δυναμική αντίδραση του καθενός μας απέναντι στο τέρας του ρατσισμού είναι κομβική και επιβεβλημένη, ειδικά στη σημερινή εποχή που το κλίμα αυτό βρίσκεται και πάλι στην κορύφωσή του.
Η Για Τζάσι πιάνει το νήμα από το βαθύ παρελθόν και ξετυλίγει με σπαρακτικό και καθηλωτικό τρόπο την μακραίωνη ιστορία της εκμετάλλευσης των έγχρωμων ανθρώπων μέσα από μια αφήγηση που δίκαια ανατριχιάζει με τις περιγραφές. Τα γεγονότα που περιγράφει αποδεικνύουν περίτρανα μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κακία και η μοχθηρία του ανθρώπου, μέχρι ποιου σημείου έχει αντοχές η σκληρότητα και η ωμότητα όταν το μικρόβιο της εξουσίας εμποτίσει τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων. Διατρέχοντας πολυεπίπεδα και πολυδιάστατα τις ιστορίες της σε τρεις ηπείρους καταφέρνει να μας μιλήσει για όλα αυτά που συνέβησαν σε πλήθος γενεών καταπιεσμένων ανθρώπων, όλα αυτά που δύσκολα κανείς πιστεύει και όμως είναι ιστορίες γραμμένες στα βιβλία, ακριβώς όπως αυτή του Κοσούλα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι σχεδόν απίστευτη και ασύλληπτη η βία που ασκήθηκε στις ψυχές των δύο κοριτσιών και πρωταγωνιστριών, της Έσι και της Εφία, δύο αδερφών που αν και γεννήθηκαν από την ίδια μητέρα ποτέ δεν γνώρισαν η μία την άλλη και έζησαν εντελώς διαφορετικές ζωές. Οι κόσμοι τους διαφορετικοί αλλά ο πόνος ίδιος, τι και αν η Εφία παντρεύτηκε και ζει άνετα σε ένα κάστρο απολαμβάνοντας μια φαινομενικά καλή ζωή, είναι σκλάβα μέσα στην ελευθερία ενός γάμου λόγω της αντιμετώπισης από τον περίγυρο μιας και ο σύζυγος της φέρεται καλά. Ο γάμος στην περίπτωσή της την σώζει από τα σημάδια στο σώμα της από μια μάνα που δέρνει και χτυπά. Η Έσι από την άλλη βιώνει όλα αυτά οι σκλάβοι βίωσαν στα σκλαβοπάζαρα και τις ατελείωτες διαδρομές εξευτελισμού της αξιοπρέπειάς τους από τους ηγεμονικούς λευκούς, ένα δράμα δίχως τέλος ακόμα και σήμερα. Τα δύο κορίτσια είναι μέρη του ίδιου θεατρικού έργου, της ίδιας μήτρας παιδιά, γεννημένες να υποστούν η καθεμία με τον τρόπο της την ατίμωση.
Η Για Τζάσι όμως δεν θα σταθεί εκεί, θα διατρέξει τις μετέπειτα γενιές, θα ξεδιπλώσει όλο το έργο που γράφτηκε με μελανά χρώματα, όλο το φάσμα των ανισοτήτων και των αντιξοοτήτων σε έναν κόσμο όπου το διαβολικό και το κακό μοιάζει να νικά το καλό, αιώνες τώρα. Το μυθιστόρημα αποτυπώνει έκδηλα μια μάστιγα και ένα καρκίνωμα που πηγαίνει αιώνες πίσω η αφήγησή της είναι ένα μωσαϊκό των όσων συμβαίνουν σε μία χώρα, την Αμερική, που ακόμα και σήμερα πληρώνει τα λάθη της και τις αδυναμίες της όπως κάθε κοινωνία. Ο κόσμος της Τζάσι είναι σκληρός και άγριος γιατί δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, είναι ένας κόσμος φυλακή για αυτές τις γυναίκες που είναι αδιαμφισβήτητα έρμαια της τραγικής τους μοίρας να μην ορίζουν τις τύχες τους αλλά να είναι οι ίδιες υποχείρια ενός κατεστημένου.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Επιστροφή στην πατρίδα»:
«Κάθε σημάδι στο σώμα της Εφία συνοδευόταν από ένα αντίστοιχο σημάδι στο σώμα της Μπαάμπα, όμως αυτό δεν εμπόδισε τη μάνα απ’ το να χτυπάει την κόρη, τον πατέρα απ’ το να χτυπάει τη μάνα»
«Οι έμποροι τους χτυπούσαν τα πόδια με ξύλα για να τους αναγκάσουν να προχωρήσουν πιο γρήγορα. Σχεδόν τη μισή εβδομάδα, περπατούσαν μέρα και νύχτα. Όσους δεν άντεχαν άλλο και ξέμεναν τους χτυπούσαν με τα ξύλα, ώσπου ξαφνικά, ως δια μαγείας, περπατούσαν ξανά»