Πρόκειται για τη δουλειά δύο γυναικών που δήλωσαν την παρουσία τους στην τέχνη, στη δεκαετία 1960 – 1970, δίχως να κατευνάσουν το ενδιαφέρον του κοινού τους, έως σήμερα.
Η Ρένα Παπασπύρου (1938) και η Άσπα Στασινοπούλου (1935-2017), ανήκουν στην κατηγορία των καλλιτεχνών που έκαναν τομή στην καθεστηκυία τέχνη του χρόνου και του τόπου. Διεκδίκησαν την προσωπική τους αλήθεια, με αποτέλεσμα το έργο τους να παραμένει αναγνωρίσιμο και δυνατό.
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης διαθέτει μια αρκετά σημαντική συλλογή έργων και των δύο καλλιτεχνών. Kαι αυτά τα έργα, τα οποία συνθέτουν τη ραχοκοκαλιά της πορείας τους, εκθέτει. Στην έκθεση συμμετέχει ευγενικά η Συλλογή Έργων Τέχνης της Alpha Bank, δανείζοντας από ένα μνημειακό έργο της καθεμίας. Η χειρονομία, δίνει την αφορμή, τόσο στην Τράπεζα όσο και σε εμάς, να υπενθυμίσουμε και να τιμήσουμε τη μνήμη του συλλέκτη Προέδρου Γιάννη Κωστόπουλου και της αδελφής του Άννης, Αντιπροέδρου του Ιδρύματος «Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου», χορηγών ελληνικών πολιτιστικών οργανισμών και καλλιτεχνών. Ευχαριστούμε για την πρωτοβουλία τη διευθύντρια του Ιδρύματος Ειρήνη Οράτη και την Επιστημονική Υπεύθυνη της Συλλογής Έργων Τέχνης της Alpha Bank, Δρ. Δέσποινα Τσούργιανη.
Παπασπύρου-Στασινοπούλου, λοιπόν. Υπήρξαν φίλες, καταγόντουσαν και οι δύο από την υπόθεση του σημαντικού επαναστατικού κινήματος της ιστορίας της τέχνης, τον μοντερνισμό, υπήρξαν συνοδοιπόροι στη διαχείριση των, μετά το μοντέρνο, αντιλήψεων, όπως φωτίστηκαν από τον δάσκαλο Μarcel Duchamp και επισφράγισαν την εκτίμηση η μία στην άλλη με ένα κοινό έργο. Μία performance της Άσπας που κινείται, φορώντας για ρούχο ένα έργο της Ρένας, στον προαύλιο χώρο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα, λίγους μήνες πριν τον θάνατο της Άσπας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Και στις δύο, ταιριάζει η φράση του James Joyce στο βιβλίο του «Το Πορτραίτο του καλλιτέχνη». «Η πνευματική ιδιοτυπία είναι δυνατότερη εκτός κινημάτων».
Η Ρένα Παπασπύρου, συνδέει εξ΄ αρχής τη δουλειά της με σκληρά υλικά, κομμένες φόρμες κεραμιδιού, φωτοτυπίες που παρακολουθούν τους σχηματισμούς. Το τότε παρελθόν της, αφορούσε στη μάθηση της τέχνης του ψηφιδωτού στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, μαζί με τη ζωγραφική, ενώ το τότε παρόν της, στη ζωή των παλιών σπιτιών της πόλης που γκρεμιζόταν για να γίνουν πολυκατοικίες.
Αυτά τα παλιά σπίτια, μπορούν να έχουν μια νέα ζωή. Ανεβασμένη σε μια σκάλα η καλλιτέχνης, στο Παγκράτι, στο Λαύριο ή στου Ψειρή με κοπίδια και κόλλες, αποτοιχίζει ολόκληρες επιφάνειες, δίνοντας μια άλλη μορφή στην ύλη. Μια χειρωναξία, με κανόνες ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής, θεάτρου, αφού η όλη πράξη της κίνησης εμπεριέχει στοιχεία τελετουργίας. Εδώ, η μεγάλη επιφάνεια του πάλαι ποτέ τοίχου, θα υποστεί την παρατήρηση, τα οπτικά ερεθίσματα στις υπάρχουσες ρωγμές που θα συνεχιστούν ή θα γεννήσουν μορφές. Είναι οι «Εικόνες στην Ύλη», τα «Μαγικά Δωμάτια», τα «Baalbeks». Ένας κόσμος φαντασμάτων και φαντασιώσεων που βγάζει γλώσσα στην απαστράπτουσα επιφάνεια του πολιτισμού που θ’ αντικαταστήσει τα ερείπια του παλιού κόσμου.
Όταν τα σπίτια θα γκρεμιστούν και θα βγουν στην αγορά τα παλιά υλικά, η Ρένα θα προμηθευτεί όσο το δυνατόν περισσότερες μωσαϊκές πλάκες (εκείνες που υπήρχαν στις κουζίνες κυρίως και στις αυλές) για ένα νέο οπτικό παιγνίδι που θα συνεχίσει την ερεύνα των μορφών που θα γεννηθούν. Αποσπάσματα της φύσης, κεφάλια ανθρώπων, ζώα.
Ολόκληρη η δουλειά της Ρένας Παπασπύρου, αναφέρεται σε τυχαία σήματα και δράσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα που παίρνουν τη φόρμα του τοίχου ή του τελάρου ή του ρούχου, όλα όσα δεν έχουν υλικό εύρημα αλλά το δημιουργούν με μικρά χαρτάκια που σχηματίζουν μια ολόκληρη επιφάνεια το ένα δίπλα στο άλλο. Η ποιητική δύναμη της εύθραυστης δομής, με επιμέρους επεισόδια και πτυχώσεις, παράγει ένα ανάγλυφο, ενίοτε, μνημειακό έργο με γραμμικό τρόπο εκτέλεσης.
Και εδώ προστρέχω στο κείμενο του Max Ernst «Πέραν της ζωγραφικής» όπου αναφέρεται στην εμμονή των οπτικών προκλήσεων κάθε ύλης που βρίσκεται αντιμέτωπη στο οπτικό πεδίο και παρατηρώντας δημιουργεί εικόνες. Αλλά και ο μέγας Boticelli, θεωρούσε ότι αν πετάξεις στον τοίχο ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στα χρώματα, θα κάνει έναν λεκέ που παρατηρώντας τον βγαίνει ένα ωραίο τοπίο.
Η Άσπα Στασινοπούλου, σε ολόκληρη τη ζωή της, αντιλαμβανόταν τη ζωή ως τέχνη και την τέχνη ως παιγνίδι. Η ίδια, ισχυρίζεται ότι στο σχολείο δεν έμαθε τίποτα, στις εισαγωγικές της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας απέτυχε, πήγε στο Παρίσι όπου στην εκεί Σχολή της επέτρεπαν να κάνει ότι της ερχόταν στο κεφάλι. Τότε εμφανίστηκε και ο Τσαρούχης με τον οποίο περπατούσαν όλη την ημέρα και κάπνιζαν στα καφενεία. Του ποζάριζε, ωστόσο, για τις «Τέσσερις Εποχές». Δηλαδή, υπήρχε ένας δάσκαλος, οι δρόμοι και τα καφενεία, δεύτερος δάσκαλος και ο τρίτος και καθοριστικός ο Μάης του ’68, στο Παρίσι με τα υπέροχα graffiti στους τοίχους και την ατμόσφαιρα ενός παιγνιδιού με μεγάλη σοβαρότητα.
Η Άσπα Στασινοπούλου, ήταν από τις πρώτες γυναίκες της τέχνης που έκαναν performance, ενώ μπαίνοντας στο χειρουργείο στο Λονδίνο για μια σοβαρή επέμβαση στο στήθος έβαλε τις Super 8 για να καταγράψει το γεγονός. Το έργο πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 2004, στην έκθεση «Πάσχον Σώμα», μια παραγωγή του Μουσείου μας για το Ρέθυμνο πρώτα και την Αθήνα, στη συνέχεια. Οι υπόλοιπες performances της Στασινοπούλου, έχουν μείνει σε κάποιες φωτογραφίες (όπως «Το Γυμνό που Κατεβαίνει» ένα ομάζ στον άλλο δάσκαλό της τον Marcel Duchamp) ή στη μνήμη όσων τις είδαν.
Είναι η εποχή όπου μπαίνω στο εργαστήριο της Άσπας και αναζητώ, μέσα στην απόλυτη ακαταστασία, τα ντοκουμέντα της δουλειάς της. Αδυνατώ. Στην αναδρομική της έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη το 2010, που χρηματοδότησε η Alpha Bank, τα έργα έχουν χρονολόγηση στο περίπου.
Ουσιαστικά, η δουλειά της Άσπας μοιράζεται ανάμεσα στην προϊστορική και κλασσική ομορφιά και στην πολιτική τέχνη. Οι «Νίκες», Ο «Απόλλων», οι «Έφηβοι», τεράστια μνημειακά έργα και οι δρόμοι, η βία της αστυνομίας στη διάρκεια του Μάη του Παρισιού και της δικτατορίας στην Αθήνα, τα αντικείμενα των σπιτιών, οι μετανάστες μια άλλη κατηγορία.
Η Άσπα Στασινοπούλου, λάτρεψε την ομορφιά της αρχαίας ελληνικής τέχνης και δούλεψε με αλουμίνια και νέον πάνω σ’ αυτή ενώ ευλόγησε τα θύματα ενός σκληρού κόσμου αποτυπώνοντας σε ξύλα, πλαστικά, καρφιά, φωτοτυπίες.
Τα υλικά του δικού της χρόνου, οι σκέψεις που την καταδίωξαν και η τρυφερή αναφορά σε ολόκληρη τη ζωή της στο «Σ’ αγαπώ, πες το με πέτρες».
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ρένα Παπασπύρου, Χωρίς τίτλο, 1982, Μικτή τεχνική σε ξύλο, 180 x 72 εκ.