Το έργο
Ο Ισπανός θεατρικός συγγραφέας πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Γρανάδα. Μολονότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έμεινε στη Μαδρίτη, ωστόσο πάντα επέστρεφε στην Ανδαλουσιανή εξοχή, το αγροτικό τοπίο της οποίας έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο σύνολο της δραματουργίας του.
Η αγαπημένη του Ανδαλουσιανή ύπαιθρος, το «καταφύγιο» της παιδικής του ηλικίας, αποτυπώθηκε ήδη στα πρώτα του θεατρικά έργα, όπως Η Θαυμαστή Μπαλωματού (1930), Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα (1922), αλλά και Η Αγάπη του Δον Περλιμπλίν και της Μπελίσα στον Κήπο. Το τελευταίο, ο Λόρκα άρχισε να το γράφει το 1928, αλλά δεν το ολοκλήρωσε πριν το 1929 και ενώ ήδη βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Συγκεκριμένα, το 1929, ο Ισπανός συγγραφέας ταξίδεψε στην Νέα Υόρκη και κατά την εκεί παραμονή του, επιμελήθηκε εκ νέου το κείμενο, το οποίο παρουσιάζει τον έρωτα ενός μεσήλικα, του Δον Περλιμπλίν, με την κατά πολλά χρόνια νεότερή του, Μπελίσα. Η οικονόμος του Δον Περλιμπλίν, Μαρκόλφα, τον προτρέπει, αρκετά πιεστικά, να βρει μια σύντροφο και να ενώσει τις ζωές τους, καθώς φοβάται πως όταν πεθάνει η ίδια, αυτός θα μείνει μόνος και δυστυχής. Έτσι, τον συμβουλεύει να ζητήσει το χέρι της νεότατης Μπελίσα από τη μητέρα της.
Ο Λόρκα χειρίστηκε με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τη θεματολογία του, καθώς ενίσχυσε το κωμικό στοιχείο, μην επιθυμώντας όμως να γράψει μια φάρσα, αλλά ένα «γκροτέσκο έργο» (Anderson, Reed. Federico Garcia Lorca, 1984). Το έργο συνδυάζει εξαιρετικά το γκροτέσκο με το λυρισμό, αποδίδοντας αρχικά την κωμικότητα του μεσήλικα και παρθένου Δον Περλιμπλίν, αλλά καταλήγοντας στην πορεία στην τραγωδία εξαιτίας του έρωτα.
Με έντονο το φαντασιακό στοιχείο, το κείμενο έλκει την δραματουργική του καταγωγή από μύθους και δοξασίες της υπαίθρου, όπως φαίνεται από την παρουσία των δύο Δαιμονίων. Το στοιχείο αυτό ενισχύεται επίσης από τα περίτεχνα κέρατα που φυτρώνουν στον Δον Περλιμπλίν κατά τη διάρκεια της πρώτης του νύχτας με την νεαρή σύζυγό του, θυμίζοντας έντονα το παραμυθιακό και ηδονιστικό Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Ο. Σαίξπηρ.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Παράσταση
Ο Δημήτρης Τάρλοου απέδωσε με μοναδική σκηνοθετική μαεστρία το έργο, εστιάζοντας κυρίως στο γκροτέσκο, αλλά και στη χθόνια πλευρά του έρωτα. Αναδεικνύοντας επιτυχώς τις κωμικές στιγμές, προσέφερε γνήσιες ανάσες κωμωδίας σε μια ερωτική ιστορία, η οποία όμως καταλήγει στη συνέχεια σε τραγωδία.
Η σκηνή του θεάτρου μετατράπηκε σε ένα φαντασιακό σύμπαν. Παίζοντας ανάμεσα στο μαύρο της ζωής του Δον Περλιμπλίν πριν τη γνωριμία του με την Μπελίσα και την πολυχρωμία που ακολούθησε το γάμο τους, ο σκηνοθέτης έστησε μια γιορτή που θύμιζε έντονα τη Γιορτή των Νεκρών (Dia de los Muertos) της Λατινικής Αμερικής. Ο σκηνοθέτης ισορρόπησε με δεξιοτεχνικό τρόπο την ανέραστη ζωή του μεσήλικα Περλιμπλίν με την νεανική φρενίτιδα της Μπελίσα, πλαισιώνοντάς τους με πρωτότυπη μουσική και τραγούδια. Με σαφείς σημειολογικές αναφορές στην γενετήσια πράξη, αλλά και στη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής όπως εκφράζεται στον «Κήπο του Προφήτη», ο Δ. Τάρλοου έπλασε μια παράσταση-ερέθισμα για τον νου και το βλέμμα του κοινού.
Οι Ηθοποιοί
Η Μπελίσα της Μαριάννας Πουρέγκα ήταν υπέροχη: παίζοντας με όλες της τις αισθήσεις, απέδωσε μοναδικά την υπερβολή και τον ψευδαισθητισμό της ηδονής και του πρωτογονισμό στον έρωτα και την ερωτική πράξη κατά την νεότητα. Πολύ καλός επίσης ο Δον Περλιμπλίν του Χρήστου Σαπουντζή, αποδίδοντας τον ανέραστο μεσήλικα, ο οποίος χάνεται στο κορμί μιας, πολύ νεότερής του, γυναίκας προκειμένου να γνωρίσει τον, επίπονο και βασανιστικό, αλλά και απόλυτο έρωτα. Η μεταξύ τους έντονη αντίθεση στην ενέργεια και τις αντιδράσεις ανέδειξε τη διαφορετική αντίληψή τους, αλλά και αντιμετώπιση του έρωτα και της σεξουαλικότητας, διαμορφώνοντας έτσι σταδιακά τις συνθήκες που θα οδηγήσουν σε μια ολοκληρωτική καταστροφή και των δύο εμπλεκομένων.
Εξαιρετική η Μητέρα της Γιολάντας Μπαλαούρα, η οποία μέσα από ένα απολύτως φορμαλιστικό παίξιμο πέτυχε να αποδώσει την πονηριά, την ασυδοσία, αλλά και τη φιληδονία μιας απλής γυναίκας του αγρού. Θυμίζοντας την Μάνα-Φύση, αλλά και τοτέμ της Λατινικής Αμερικής, η Μητέρα ισορρόπησε επιτυχώς ανάμεσα στο γκροτέσκο και το φαρσικό. Καλή και η Μαρκόλφα της Δανάης Σαριδάκη. Τέλος, ιδιαίτερα πρέπει να μνημονευθούν τα Δαιμόνια (Έλενα Μελά, Περικλής Σιούντας), τα οποία προσέδωσαν, μέσω της πολύ καλής τους κινησιολογίας, το φαντασιακό στοιχείο στην παράσταση.
Οι Συντελεστές
Εκκινώντας από την τόσο λυρική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, η οποία ευτύχησε στα χέρια του σκηνοθέτη, καθώς υπογράμμισε και φώτισε την ποιητικότητα του κειμένου. Εξαιρετικά, απολύτως λειτουργικά και με ιδιαίτερη σημειολογία τα σκηνικά, αλλά και τα κοστούμια (Άγγελος Μέντης). Το αρχικά μαύρο, μοναχικό κρεβάτι του Δον Περλιμπλίν αποκτά σταδιακά ζωή, ενώ αργότερα μετατρέπεται σε ένα φωτεινό και χρυσολουσμένο κήπο, γεμάτο κόκκινα λαχταριστά μήλα παραπέμποντας ευθέως στη γονιμότητα της γης, αλλά και στο προπατορικό αμάρτημα το οποίο οδήγησε τον άνθρωπο εκτός Παραδείσου. Αλλά και τα απολύτως λειτουργικά κοστούμια της παράστασης συνέβαλαν σημαντικά στη σκηνοθετική γραμμή: η ημίγυμνα προκλητική Μπελίσα που εμφανίζεται σαν άλλη βιβλική Εύα, το φόρεμα της Μητέρας που μεταμορφώνεται τόσο στη Μάνα-Φύση, όσο και σε αιδοίο από το οποίο γεννιέται η Μπελίσα, αλλά και το κοστούμι Δον Περλιμπλίν με σαφείς αναφορές στους φιλοσόφους της Άπω Ανατολής, δίνουν με σαφήνεια το στίγμα της παράστασης.
Η ζωντανή μουσική (Φοίβος Δεληβοριάς) υπηρέτησε σαφώς τις επιταγές του έργου του Λόρκα. Ωστόσο, η όψι της παράστασης επισκίασε την πρωτότυπη μουσική (Μουσικός επί σκηνής: Κώστας Νικολόπουλος, Αθηνόδωρος Καρκαφίρης), ενώ η μελωδία του τραγουδιού ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη σκηνή διέσπασε την παραμυθιακή αίσθηση της παράστασης και διαλύοντας την επί σκηνής θεατρική ψευδαίσθηση. Πολύ καλή η κίνηση των ηθοποιών (Μαρκέλλα Μανωλιάδη). Τέλος, με έντονο συμβολισμό ήταν οι Φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου), οι οποίοι κατάφεραν να μεταμορφώνουν το σκηνικό από καταθλιπτικό δωμάτιο του μεσήλικα Δον Περλιμπλίν, σε οργιαστικό κρεβάτι του ζευγαριού, αλλά και σε ένα μαγεμένο κήπο.
Εν κατακλείδι
Πρόκειται για μια ξεχωριστή παράσταση, η οποία μολονότι σκηνοθετικά πάτησε στέρεα στο φορμαλισμό, ωστόσο κατάφερε να δημιουργήσει συναίσθημα ταξιδεύοντας παράλληλα το κοινό στον παραμυθιακό κόσμο του Φ.Γ. Λόρκα. Ταυτόχρονα, ο Δημήτρης Τάρλοου καταδύθηκε στα έγκατα του θέματος που πραγματεύεται το κείμενο, παρουσιάζοντας τον πρωτογονισμό, αλλά και τον πόνο που επισύρει ο έρωτας. Με εξαιρετικούς συνεργάτες, πολύ καλούς ηθοποιούς και μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική γραμμή, η παράσταση αναμφίβολα αιχμαλωτίζει το κοινό.
Photo Credit: Μαρίζα Καψαμπέλη
Διαβάστε επίσης:
Περλιμπλίν και Μπελίσα, του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο θέατρο Πορεία