ΤΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ του Μάριου Χάκκα δυστροπούν στην ταξινόμησή τους εδώ ή εκεί. Δεν είναι εύκολο να τα χαρακτηρίσουμε, έτσι όπως απιστούν ηθελημένα, ενίοτε και καγχαστικά, σε κάθε λογής κανόνες. Είτε ως χαϊκού της πεζογραφίας τα προσεγγίσουμε, πάντως, είτε ως μινιατούρες βαθιά σκεπτόμενων αισθημάτων, θα δούμε να τον εξεικονίζουν σαν πεφταστέρι των μεταπολεμικών γραμμάτων μας. Ένα πεφταστέρι υποχρεωμένο να δαπανά την ύλη του, ψυχή και σώμα, για να ’χει να φωτίζει.
Έγκαιρα εικονοκλάστης ο Μάριος Χάκκας, λογοτεχνικά και πολιτικά, με τον λόγο του να κατακτά την ωριμότητά του πολύ γρήγορα, ενδεχομένως και απρόοπτα, παραμένει επίκαιρος, ακριβώς επειδή υπήρξε έγκαιρος. Είτε από ένστικτο είτε επειδή εκεί τον οδήγησαν τα διαβάσματά του (στη φυλακή, σημειωτέον, ανέκτησε, το κατά δύναμη, τον χαμένο χρόνο, τον ληστεμένο μάλλον, μελετώντας ξένες γλώσσες, την αγγλική, τη γαλλική, την ιταλική και τη ρωσική), εναρμονίστηκε με πρωτοποριακές διεθνείς λογοτεχνικές αναζητήσεις. Και σίγουρα αυτό προϋπέθετε τη σύγκρουσή του και με τα λογοτεχνικά δόγματα της Αριστεράς, όχι μόνο τα πολιτικά. Η αίρεσή του, η εναντιοδοξία του, υπήρξε ριζική και πλήρης. Το κόστος της, ψυχικό και κοινωνικό, δυσκολευόμαστε και να το εικάσουμε. Για να αποκτήσουμε μια κάποια εικόνα του, πρέπει να φέρουμε στον νου μας πόσο κόστισε σε άλλους λογοτέχνες αριστερών καταβολών η σύνταξη και δημοσίευση μιας καθαρής και ξάστερης αιρετικής γλώσσας. Στον Μιχάλη Κατσαρό και τον Άρη Αλεξάνδρου, λόγου χάρη.
Λογοτεχνικούς απογόνους του Καρυωτάκη διακρίνουμε εύκολα – και πολλούς, κάθε βαθμίδας και ύψους. Όχι όμως και του Χάκκα, που με τον Μπιντέ του ειδικά «τράνταξε τους βολεμένους στα πιθάρια των ηρωικών αναμνήσεων», όπως έλεγε ο Στρατής Τσίρκας. Δεν θα μπορούσε να αφήσει απογόνους. Το ύφος του παραμένει αμίμητο, ανεπανάληπτο, επειδή προϋποθέτει διανοητική τόλμη (σχεδόν αυτοδιαλυτική μέσα στη γελοιοποιητική της δριμύτητα) εκδηλωμένη σε πολλά πεδία συγχρόνως, αχώριστα : πολιτικό, ιδεολογικό, φιλολογικό, γλωσσικό, λογοτεχνικό. Επειδή πάντως η αίρεσή του παραμένει ενδοαριστερή ακόμα κι όταν ο ίδιος βρίσκεται πια εκτός των κομματικών ή παραταξιακών τειχών, τη σκυτάλη του μόνο «ομοιοπαθείς» θα μπορούσαν να τη διεκδικήσουν.
Απόσπασπα από το διήγημα «Γκορπισμός» της συλλογής Ο μπιντές
«Γκόρπα, Γκόρπα ( Ποιός είναι ; Να πα’ να τον μάθετε ), μόνο εμείς ψυλλιαστήκαμε, μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά αυτή την υπόθεση, γι’ αυτό κι όλα τριγύρω πολτός, φρενολογικές κλινικές, από δω προκύπτουν τ’ αναρχούμενα κείμενα, τα γραφτά μας χωρίς κώλο ούτε μύτη. Δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος είτε γιατί ήρθαμε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα και πού να κάθεσαι τώρα να συνθέτεις;»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Κι έπειτα, είναι κι αυτή η ματαιοδοξία που συμπεριφέρομαι γκορπικά, μια τελευταία προσπάθεια να υπάρξω κατόπι με τ’ αναιμικά μου γραφτά. Μήπως υπήρξα και πριν να θέλω να υπάρξω μετά ; Κι αν θα υπάρξω, είμαι τώρα πια βέβαιος, δε θα οφείλεται στα γραφτά μου, αλλά στις πράξεις μου, στα κορίτσια που χάιδεψα, στους φίλους που φίλεψα παρηγοριά κι εγκαρτέρηση, για όσο καιρό φυσικά θα υπάρχουν κι αυτοί».
Μάριος Χάκκας – Βιογραφικά στοιχεία
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Το 1934 ακολουθεί την οικογένεια στην Καισαριανή. Παιδί -έφηβος τη δεκαετία 1940-1949 γνωρίζει την εμπειρία του πολέμου, της Κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου. Το 1950 τελειώνει το γυμνάσιο, φοιτά στη σχολή Σαμαρειτών-Νοσοκόμων του Ε.Ε.Σ. και βρίσκεται στη Γυάρο, στο στρατόπεδο των πολιτικών κρατουμένων. Το 1951 πετυχαίνει σε εξετάσεις στον ΟΤΕ αλλά δεν προσλαμβάνεται λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Αρχίζει σπουδές στο Πάντειο. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιείται στα πολιτιστικά της Καισαριανής, ιδρύοντας μαζί με άλλους τη Φιλοπρόοδη Ένωση Νέων (Φ.Ε.Ν.). Στις 30.4.1952 συλλαμβάνεται με τον ν. 509 και καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Στις 30.4.1958 αποφυλακίζεται· 13.7.1958 στρατεύεται, γ´ κατηγορίας στρατιώτης-μουλαράς στον Έβρο. Το 1960 απολύεται από τον στρατό. Στις 7.1.1961 παντρεύεται τη Μαρίκα Κουζινοπούλου και μετακομίζει στον Βύρωνα. Είναι δρων μέλος της ΕΔΑ και του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Το 1965 δημοσιεύεται το πρώτο του κείμενο «Οι κουφοί» στον Λαϊκό Λόγο του Βασίλη Ρώτα. Το 1969 προσβάλλεται από καρκίνο. Αφαίρεση νεφρού. Το 1971 ταξιδεύει στην Ευρώπη για θεραπεία. Στις 10.6.1972 μπαίνει στο Διαγνωστικό Πειραιά. Πεθαίνει τα ξημερώματα της 5ης Ιουλίου 1972.
Εργογραφία: Όμορφο καλοκαίρι (1965), Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970), Το κοινόβιο (1972).
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ