Το έργο
Το Περιμένοντας τον Γκοντό ανέβηκε το 1954 στη μεταπολεμική Ευρώπη και σηματοδοτεί την ουσιαστική εκκίνηση του «Θεάτρου του Παραλόγου». Ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μέλος του Γαλλικού αντιστασιακού μετώπου. Το πρώτο του θεατρικό έργο, γραμμένο στα Γαλλικά (ο πρωτότυπος τίτλος είναι En attendant Godot) και μεταφρασμένο από τον ίδιο στα Αγγλικά, ήταν βαθιά αντιπολεμικό, εστιάζοντας στις υπαρξιακές ανησυχίες των ανθρώπων και αποτυπώνοντας την αγωνία, την απελπισία, αλλά και την ευθύνη όσων βίωσαν τον πόλεμο αυτό.
Παράλληλα, το έργο ανέδειξε τη σημασία του χρόνου υπογραμμίζοντας την υλικότητα του ανθρώπινου σώματος, του μέσου ύπαρξής μας στο φθαρτό κόσμο. Η ενσαρκωμένη ύπαρξη του ανθρώπου αποτυπώνεται στο κείμενο από τους Πότζο και Λάκυ, αλλά και από τους Βλαντιμίρ και Εστραγκόν (ή Ντίντι και Γκόγκο). Ο Μπέκετ επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη γραφή του επίσης Ιρλανδού συγγραφέα, και μετέπειτα φίλου του, Τζέημς Τζόυς, όσο και του Γάλλου Μαρσέλ Προυστ, γεγονός που αποτυπώνεται ήδη στα πρώτα πεζά του κείμενα (όπως για παράδειγμα, η Ελευθερία, ο Πρώτος Έρωτας, Μαλλόυ κ.α.).
Δυο γυρολόγοι, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, βρίσκονται στο πουθενά περιμένοντας τον Γκοντό. Κατά την αναμονή τους αισθάνονται έντονη πλήξη και ανία, αφού δεν συμβαίνει κάτι ικανό να τους παρακινήσει να εκκινήσουν τη ζωή τους. Ωστόσο, ενώ περιμένουν άπραγοι, συμβαίνει η ζωή, αφού κυλάει, ερήμην τους, ο χρόνος, παρασύροντας και τη δική τους ζωή.
Ο Μπέκετ είχε δεχθεί πολλές φορές την ερώτηση ποιος ή τί είναι ο Γκοντό. Ωστόσο, ουδέποτε έδωσε κάποια συγκεκριμένη ή σαφή απάντηση, καθώς ο Γκοντό συνιστά το βασικό αξίωμα της αλήθειας της ανθρώπινης ύπαρξης.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η παράσταση
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος σκηνοθέτησε το έργο και επικεντρώθηκε στην τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ανέδειξε με επιτυχία την αγωνία για την ύπαρξη, τον πόνο, τη μοναξιά, καθώς και την προσπάθεια του ανθρώπου να αισθανθεί κυρίαρχος και διαχειριστής της μοίρας και της ζωής του. Παράλληλα υπογράμμισε, σε έναν κόσμο άγονο, χωρίς συμπόνια και συντροφικότητα, την ανάγκη του ανθρώπου για τρυφερότητα και συνύπαρξη. Οι δύο ήρωες, τοποθετημένοι σαν εκθέματα σε βιτρίνα, αλλά παράλληλα και έκθετοι στην ανελέητη ματιά και σκληρότητα των άλλων, πασχίζουν να ξεγελάσουν τη μοναχικότητα της ύπαρξή τους. Έκθετοι σε έναν ανελέητο κόσμο, προστατεύοντας ο ένας τον άλλον, καθιστούν σαφή τη δυσκολία διαχωρισμού του ιδιωτικού από τον δημόσιο βίο. Την ίδια στιγμή, οχυρωμένοι στον εαυτό τους, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι αποτελούν μέρη ενός γενικού συνόλου. Όπως αναφέρει ο Βλαντιμίρ, οι φρικαλεότητες του πολέμου συνέβησαν μάλλον όταν αυτός κοιμόταν, αποκαλύπτοντας τον ατομικό εφησυχασμό και την αδιαφορία για την τύχη του συνανθρώπου τους.
Φοβισμένοι από τον κόσμο, όπου ζουν οι δύο ήρωες, σφιχταγκαλιασμένοι σε μια προθήκη, σχηματίζοντας ένα σώμα, μια ενιαία μάζα, επιθυμούν να συνυπάρξουν με κάποιον άνθρωπο: έτσι, ίσως η μοναξιά της ύπαρξης, από την ώρα που γεννιόμαστε έως την ώρα που πεθαίνουμε, ελαχιστοποιηθεί και δεν μοιάζει τόσο αβάσταχτη.
Αυτή τη μοναξιά και τον πόνο της ύπαρξης που συχνά έρχεται να καλύψει η ανάγκη της πίστης σε μια ανώτερη δύναμη, σχολιάζει επίσης ο σκηνοθέτης. Υποσημειώνοντας τη διαχρονική πεποίθηση κάποιων μελετητών ότι ο Γκοντό συνδέεται με τον Θεό (God-ot), παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του ίδιου του συγγραφέα, ο Τερζόπουλος παρουσίασε τη θρησκεία ως λαιμητόμο. Στο βωμό της «κοσμικής» θρησκείας συντελούνται φρικτά εγκλήματα, για τα οποία όλοι… νίπτουν τας χείρας τους. Η μηχανή πολέμου συνυπάρχει με τον εξ ουρανού κατελθόντα σταυρό.
Οι ηθοποιοί
Οι Enzo Vetrano και Stefano Randisi απέδωσαν με λυρισμό, τρυφερότητα και νοσταλγικότητα τους δύο μπεκετικούς αλήτες. Γρανάζια στη μηχανή της ζωής, προσπαθούν να προστατευτούν φοβούμενοι κυρίως τη μοναξιά τους. Ελπίζοντας και πιστεύοντας, με θρησκευτική ευλάβεια, στη δύναμη της συνύπαρξης και της συντροφικότητας, αδυνατούν να καταλάβουν και να κατανοήσουν τη διχόνοια, τον αλληλοσπαραγμό και τον πόλεμο. Σαν οι τελευταίοι ρομαντικοί στον πλανήτη, επιμένουν να περιμένουν τον Γκοντό, δηλαδή ένα καλύτερο αύριο, ενώ στο μεσοδιάστημα προτιμούν να ονειρεύονται με ανοιχτά μάτια. Ο Πότζο του Paolo Musio ήταν τραχύς, σκληρός, απάνθρωπος, έως ότου η φθαρτότητα της ύλης του τού θυμίζει το δικό του πεπερασμένο. Πολύ καλός επίσης ο Λάκυ του Giulio Germano Cervi ο οποίος αποτυπώνει τον υποδουλωμένο, αποκτηνωμένο από σκέψεις και συναισθήματα άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν σκληρό κόσμο. Τέλος, συγκλονιστικό ήταν το Παιδί του Rocco Ancarola, το οποίο ζει υποταγμένο και πειθήνιο σε μια κοινωνία που το έχει ποδηγετήσει και του έχει προδιαγράψει το (ζοφερό) μέλλον του. Το παιδί στον Μπέκετ ενσαρκώνει την ελπίδα και την αισιοδοξία για το μέλλον. Η ενδιαφέρουσα ανάγνωση του Θεόδωρου Τερζόπουλου ωστόσο παρουσιάζει το Παιδί σαν θύμα μιας κοινωνίας που ζει στη σήψη, τον πόνο και την δυστυχία, χωρίς αχτίδα φωτός στον ορίζοντα.
Οι συντελεστές
Το ευφυές σκηνικό κάλυψε όλες τις σκηνοθετικές ανάγκες, ενώ φώτισε επίσης τη σημειολογία των επιλογών του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Σαν ένα κουτί σε σχήμα σταυρού, το σκηνικό άλλοτε χωριζόταν οριζόντια σημειώνοντας τη διαφορά ανάμεσα σε κόλαση και παράδεισο, ζωή και θάνατο, όσους παίρνουν αποφάσεις και αυτούς που ζουν με τις αποφάσεις αυτές. Άλλες φορές έκλεινε θυμίζοντας την προθήκη ενός κοσμηματοπωλείου, στη βιτρίνα του οποίου εκτίθεται κάτι πολύτιμο, όπως ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, δύο άνθρωποι που αποζητούν το νόημα στη ζωή τους, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι όσο περιμένουν κάτι να συμβεί, συμβαίνει η ζωή τους. Τέλος, το κουτί του σκηνικού μετατρέπεται σε Punch και Judy, με τον Λάκυ να εκτινάσσεται μέσα από το κουτί, ενώ ο Πότζο ελέγχει την κίνηση και το λόγο του. Ένα ιδιότυπο κουκλοθέατρο, το οποίο στοχεύει στην ανέφελη διασκέδαση του κοινού, αποσπώντας την προσοχή του από τα όσα καταστροφικά συμβαίνουν (ή επίκειται να συμβούν) στο δημόσιο βίο.
Το μπονσάι δέντρο στο κέντρο της σκηνής συνομιλεί με το κείμενο του Μπέκετ. Μινιατούρα δέντρου, σχολιάζει με σκωπτική διάθεση την περιβαλλοντική καταστροφή η οποία επίκειται και απέναντι στην οποία μένουν όλοι άπραγοι και απαθείς, με μοναδικό στόχο την τροφοδότηση της μηχανής του πολέμου. Τέλος, πολύ σημαντικός ο ρόλος των φωτισμών, οι οποίοι υπογράμμιζαν την διάθεση των ηρώων, αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν κάθε φορά.
Εν κατακλείδι
Ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε το Περιμένοντας τον Γκοντό μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η θλίψη και ο πόνος που ακολούθησαν τον πόλεμο αυτό, μετουσιώθηκαν σε έμπνευση, με αποτέλεσμα να γεννηθεί το «Θέατρο του Παραλόγου». Οι εκπρόσωποι αυτού του είδους σχολίασαν με έντονα σκωπτική, συχνά ειρωνική και συνήθως κλόουνεσκ διάθεση το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, έναν σχεδόν αιώνα μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου, θέλησε να αναδείξει τις παραλληλίες στο τότε και το σήμερα. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε την απουσία κάθε ελπίδας και αισιοδοξίας, καθώς αυτή τη στιγμή μοιάζει η ανθρωπότητα να βρίσκεται στην αρχή και όχι στο τέλος μιας επώδυνης και αιματηρής διαδρομής. Με τους πολέμους, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, να αποτελούν μάλλον τον κανόνα και σίγουρα όχι την εξαίρεση, η ανθρωπότητα πορεύεται με γνώμονα το μίσος και όχι την αγάπη, την διχόνοια και όχι τη συνύπαρξη, τη μοναξιά και όχι τη συντροφικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι δύο μοναχικοί ιδεαλιστές που αναζητούν έναν κόσμο ο οποίος ίσως υπήρξε στο παρελθόν ή υπάρξει στο μέλλον, αλλά που σίγουρα δεν υπάρχει στο παρόν.
Photo Credit: Johanna Weber
Διαβάστε επίσης:
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος σκηνοθετεί το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ στη Στέγη