Αναχώρηση από την Ελλάδα για την Ταϊλάνδη κι… επιστροφή για μια αξέχαστη ελληνική Γιορτή πριν την θριαμβευτική αποβίβαση στη Γαλλία. Στις 31 Μαΐου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών προσεγγίζει ερμηνευτικά συνθέσεις από χώρες με διαφορετικές πολιτισμικές και κοινωνικοπολιτικές επιρροές. Έργα που έχουν γραφτεί με απόσταση έναν αιώνα και κάτι -εκκινώντας από τις αρχές του 20ού και φτάνοντας στο σήμερα. Έργα που εντυπωσιάζουν με τη δεξιοτεχνία και τη διεισδυτικότητά τους. Η συναυλία Ανατολικός – Δυτικός Άνεμος τιμά τα 65 χρόνια διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Ταϊλάνδης ξεδιπλώνοντας ένα πρόγραμμα που αναζητά κοινούς τόπους αλλά και λεπτές διαφορές ανάμεσα σε δύση κι ανατολή. Στο επίκεντρο, το έργο του «Εθνικού Καλλιτέχνη» της Ταϊλάνδης Ναρονγκρίτ Νταμαμπούτρα. Ο αναγνωρισμένος σε Η.Π.Α., Ευρώπη, Ασία κι Αυστραλία δημιουργός, υπογράφει το Κοντσέρτο για άλτο σαξόφωνο κι Ορχήστρα. Μία σύνθεση την οποία ο διεθνώς καταξιωμένος σαξοφωνίστας Θεόδωρος Κερκέζος που θα την παρουσιάσει σε α΄ πανελλήνια εκτέλεση, περιγράφει ως «μία από τις δυσκολότερες του ρεπερτορίου». Η βραδιά ανοίγει με την παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του Individuum του Λευτέρη Βενιάδη. Πρόκειται για ανάθεση της Young Euro Classic με τον συνθέτη να εμπνέεται από τους κατά τον Ιπποκράτη τέσσερις τύπους προσωπικότητας των ανθρώπων. Αντιστοιχώντας σε κάθε τύπο κι έναν τρόπο, μια συγκεκριμένη μουσική σκάλα. Στο πρόγραμμα κι ένα από τα πρώτα ελληνικά συμφωνικά έργα με γνήσιο εθνικό χρώμα. Η Γιορτή του Γεώργιου Λαμπελέτ, γραμμένη στις αρχές του 20ού αιώνα, θυμίζει μία παραδοσιακή εθνική γιορτή, ένα ελληνικό πανηγύρι. Ο συναυλιακός επίλογος δίνεται με ένα από τα πιο απαιτητικά, σε δύναμη και δεξιοτεχνία κοντσέρτα για πιάνο του 20ού αιώνα. Το Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Προκόφιεφ, γραμμένο το 1921, αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή όσο λίγα και αποτελεί μια συναρπαστική πρόκληση για τους σολίστ του οργάνου. Η διεθνούς αναγνώρισης πιανίστα Θεοδοσία Ντόκου αναμετριέται με το έργο, υποσχόμενη μια καταιγιστική ανάγνωση. Στο πόντιουμ, επιστρέφει ο γνωστός στο αθηναϊκό κοινό Βέλγος αρχιμουσικός Μισέλ Τιλκέν.
Το πρόγραμμα με μια ματιά:
- ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΕΝΙΑΔΗΣ (γεν. 1977)
Individuum, ανάθεση της Young Euro Classic - ΝΑΡΟΝΓΚΡΙΤ ΝΤΑΜΑΜΠΟΥΤΡΑ (γεν. 1962)
Κοντσέρτο για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΕΛΕΤ (1875-1945)
Η Γιορτή - ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891–1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ντο μείζονα, έργο 26
ΣΟΛΙΣΤ
Θεόδωρος Κερκέζος, σαξόφωνο
Θεοδοσία Ντόκου, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Μισέλ Τιλκέν
Το σχόλιο του Θεόδωρου Κερκέζου:
Το κονσέρτο για σαξόφωνο και ορχήστρα του εθνικού συνθέτη της Ταϊλάνδης Ναρονγκρίτ Νταμαμπούτρα είναι ένας θρίαμβος μελωδιών εμπνευσμένος από την μουσική παράδοση της χώρας. Ο συνθέτης δούλεψε πολύ και με υπομονή, καταφέρνοντας θαυμαστά αποτελέσματα στην έκφραση της ανατολικής μουσικής με δυτικά όργανα και με πρωταγωνιστή το σαξόφωνο. Κίνητρο απετέλεσε ότι η βασιλική οικογένεια έχει άμεση σχέση με το συγκεκριμένο όργανο αφού ο πατέρας του νυν μονάρχη έπαιζε σαξόφωνο το οποίο θεωρείται και το αγαπημένο όργανο της Ταϊλάνδης με πάμπολλους επαγγελματίες σαξοφωνίστες. Είναι και το πρώτο επίσημο κονσέρτο για σαξόφωνο προς τιμήν του βασιλιά και είναι εξαιρετικά τιμητικό που επιλέχθηκα για την πρεμιέρα στα γενέθλια του. Ένα από την φύση του ιδιαίτερο έργο με τα τελευταία μέτρα του φινάλε να το καθιστούν από τα δυσκολότερα του ρεπερτορίου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Για την ιστορία…
- ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΕΝΙΑΔΗΣ (γεν. 1977)
Individuum
Το έργο Ιndividuum βασίζεται στα κατά τον Ιπποκράτη τέσσερα ταμπεραμέντα, τέσσερις τύπους της προσωπικότητας των ανθρώπων, τον Μελαγχολικό, τον Χολερικό, τον Αιματώδη και τον Φλεγματικό.
Σε αυτήν τη φιλοσοφία προσδίδεται και μια μουσική αντιστοιχία: σε κάθε τύπο αντιστοιχεί και ένας τρόπος, μια συγκεκριμένη μουσική σκάλα.
Για τον Μελαγχολικό τύπο, που είναι πολύ συναισθηματικός, γεμάτος άγχος και θλίψη, αντιστοιχεί ο Μιξολύδιος τρόπος. Για τον Φλεγματικό που είναι ήρεμος, ήπιος, σταθερός, αποφεύγει εντάσεις και καυγάδες δεν ενθουσιάζεται εύκολα και είναι δεμένος με το σπίτι του, ο Δώριος τρόπος.
Για τον Αιματώδη που είναι αντίθετος από τον Μελαγχολικό και προσφέρει παρηγοριά, συμπόνια, είναι εξωστρεφής και ενθουσιώδης δίνεται η αντιστοιχία με τον Λύδιο τρόπο και για τον Χολερικό που είναι φιλόδοξος, ελάχιστα συναισθηματικός, ανυπόμονος, έχει θέληση, δημιουργικότητα και ταλέντο να παίρνει αποφάσεις αντιστοιχεί ο Φρύγιος τρόπος.
Όταν στα τέλη του 2019 δέχτηκα την πρόσκληση του προσφάτως αποβιώσαντος καλλιτεχνικού διευθυντή της Υoung Euro Classic Dieter Rexroth να συνθέσω ένα νέο έργο για ορχήστρα που προγραμματιζόταν να κάνει πρεμιέρα στο Konzerthaus του Βερολίνου το καλοκαίρι του 2020, η χώρα μας έβγαινε από μια μακροχρόνη κρίση και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε τους ερχόμενους μήνες σε ολόκληρο τον κόσμο εξαιτίας της πανδημίας Covid. Η περίοδος σύνθεσης αυτού του έργου συμπίπτει με την περίοδο αυτών των δύο καθοριστικών παραμέτρων στις ζωές μας που τέμνονται.
Πάνω σε αυτήν την φιλοσοφία και αντιστοιχία της ανθρώπινης προσωπικότητας σε μουσική, εργάστηκα για αυτήν τη σύνθεση για μεγάλη ορχήστρα. Μέσα από τον θόρυβο, από το φαινομενικά ανοργάνωτο αλλά απολύτως οργανωμένο χάος, γεννιέται η μελωδία η οποία στο τέλος του έργου θα ξαναχαθεί, θα διαλυθεί και θα διαχυθεί μέσα στην πολυρυθμία.
Κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτου χαρακτήρα και προσωπικών χαρακτηριστικών “δουλεύει” με τον εαυτό του, “κοιτάει” το μέσα του, καλλιεργείται ο ίδιος, βελτιώνει τον εαυτό του, πλάθει το δικό του “άτομο” τη δική του “οντότητα” το δικό του “Individuum” που εν τέλει αποτελεί μέρος μιας ολότητας ενός κοινωνικού συνόλου, ενός κόσμου, μια ψηφίδα ενός μωσαϊκού, όπως μια νότα, μια δυναμική, μια μουσική αξία, μια μουσική φράση είναι μέρη ενός ολόκληρου μουσικού κόσμου, ενός μουσικού έργου.
- ΝΑΡΟΝΓΚΡΙΤ ΝΤΑΜΑΜΠΟΥΤΡΑ (γεν. 1962)
Κοντσέρτο για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα
1. Πρελούδιο
2. Τραγούδια
3. Καντέντσα
4. Τοκάτα
Ένας από τους πιο καταξιωμένους συνθέτες της Ταϊλάνδης, ο Νταμαμπούτρα αναγορεύθηκε διδάκτορας του Κρατικού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν (Η.Π.Α.) στη μουσική σύνθεση. Έργα του έχουν παιχτεί κατ’ επανάληψη από κορυφαίες ορχήστρα και σύνολα μουσικής δωματίου σε Η.Π.Α., Ευρώπη, Ασία και Αυστραλία. Για το σύνολο της εξαιρετικής καλλιτεχνικής του δημιουργίας τιμήθηκε το 2021 με τον τίτλο του «Εθνικού Καλλιτέχνη» της Ταϊλάνδης. Είναι καθηγητής σύνθεσης στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Chulalongkorn και συχνά είναι μέλος κριτικών επιτροπών σε εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς σύνθεσης.
Το Κοντσέρτο για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα γράφτηκε την περίοδο 2021-2022 κατόπιν σύστασης του αρχιμουσικού Μισέλ Τιλκέν. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 28 Ιουλίου 2022 με σολίστα τον Θεόδωρο Κερκέζο σε εορταστική συναυλία για τα γενέθλια του Βασιλιά της Ταϊλάνδης. Το πρώτο μέρος λειτουργεί ως εισαγωγή της σύνθεσης. Είναι γραμμένο σε φόρμα σονάτας με τρία αντιθετικού χαρακτήρα θέματα: ένα ενεργητικό, ένα και ένα λυρικό. Η ενότητα της επεξεργασίας οδηγεί σε δυναμική κορύφωση, ενώ η επανέκθεση επαναφέρει το τρίτο θέμα με μεγαλειώδη τρόπο. Το σαξόφωνο πρωταγωνιστεί στην coda παίζοντας δεξιοτεχνικά «ενάντια» στην ορχήστρα. Το δεύτερο μέρος, σε τριμερή φόρμα, αξιοποιεί θεματικά δύο διάσημα παραδοσιακά τραγούδια της Ταϊλάνδης. Καθώς ξετυλίγονται οι μελωδίες τους, το σολιστικό όργανο αναλαμβάνει διαφορετικούς ρόλους, άλλοτε προσθέτοντας πλάγιες μελωδικές γραμμές και άλλοτε συνοδεύοντας τις κύριες μελωδίες. Στην ακόλουθη Καντέντσα, το σαξόφωνο παίζει χωρίς συνοδεία ορχήστρας αναπτύσσοντας μοτίβα από τα δύο προηγούμενα μέρη. Η γραφή είναι εξόχως δεξιοτεχνική αναδεικνύοντας όλο το εύρος των δυνατοτήτων του οργάνου, συχνά και με μοντέρνες τεχνικές. Στο λαμπερό φινάλε σαξόφωνο και ορχήστρα «συγκρούονται» με ένταση. Κυρίαρχο είναι ένα μοτίβο έξι νοτών, που εμφανίζεται σε διαφορετικές οικογένειες οργάνων· το μοτίβο αυτό κλείνει και το έργο με παιγνιώδη και ενεργητικό τρόπο.
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΕΛΕΤ (1875 – 1945)
Η Γιορτή
Η Γιορτή του Γεωργίου Λαμπελέτ μπορεί αναμφισβήτητα να θεωρηθεί ως ένα από τα πρώτα ελληνικά συμφωνικά έργα με γνήσιο εθνικό χρώμα. Γραμμένη στις αρχές του αιώνα αυτού [ο συντάκτης εννοεί τον 20ό αιώνα] η Γιορτή αποτελούσε τόλμημα σ’ έναν τόπο που δεν είχε ακόμη εθνική μουσική συνείδηση. Το έργο του Γεωργίου Λαμπελέτ θυμίζει πολύ μια ελληνική γιορτή, ένα πανηγύρι στα γραφικά βουνά της Ελλάδος, τόσο δε η αρμονία του όσο και η ενορχήστρωσή του συμβάλλουν πολύ στο να δημιουργηθεί η εθνική ατμόσφαιρα που είχε επιζητήσει ο μουσουργός.
Ανατύπωση από το πρόγραμμα συναυλίας της Κ.Ο.Α. στις 30 Μαΐου 1943
- ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891 – 1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.3 σε ντο μείζονα, έργο 26
1. Andante – Allegro
2. Θέμα και παραλλαγές
3. Allegro ma non troppo
Οι βραχώδεις παραθαλάσσιες περιοχές της Βρετάνης στη βορειοδυτική Γαλλία αποτέλεσαν χάρη στην άγρια ομορφιά τους χώρο έμπνευσης και δημιουργίας για πολλούς καλλιτέχνες, όπως ήταν οι Μπαλζάκ, Ουγκό, Πικάσο, Σαγκάλ, Ματίς, Ντεμπυσύ. Εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού του 1921 και ο Σεργκέι Προκόφιεφ κάνοντας παρέα στον ελεύθερο χρόνο του με μερικούς Ρώσους που είχαν μεταναστεύσει και ζούσαν εκεί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μεγάλος συμβολιστής ποιητής Κονσταντίν Μπαλμόντ. Στον ποιητή επέλεξε να αφιερώσει το Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο, που γράφτηκε κατά κύριο λόγο εκείνη την εποχή (ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1921). Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο συνθέτης ήταν και ο σολίστ στη θριαμβευτική πρεμιέρα του Κοντσέρτου, που δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς στο Σικάγο των Η.Π.Α. από τη Συμφωνική της πόλης υπό τη διεύθυνση του Φρέντερικ Στοκ, στο πλαίσιο μίας αμερικανικής περιοδείας του Προκόφιεφ.
Ο Προκόφιεφ, γνωστός για την ορθολογική, τυπική και ρεαλιστική συνθετική του μεθοδολογία, συχνά αξιοποιούσε θέματα και μοτίβα, που για οποιονδήποτε λόγο έμεναν μόνο σε επίπεδο σχεδιάσματος, σε κάποιο επόμενο έργο. Ακριβώς αυτό συνέβη και με το Τρίτο Κοντσέρτο, κάποια θέματα του οποίου διαμορφώθηκαν μία δεκαετία πριν την κατεξοχήν σύνθεσή του. Ήδη κατά τα έτη 1911–1912, όταν γράφτηκαν το Πρώτο και το Δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο, ο συνθέτης είχε αρχίσει να κάνει σκέψεις για ένα τρίτο Κοντσέρτο· και πράγματι μία από τις πρώτες εκείνες ιδέες συμπεριλήφθηκε στο τέλος του πρώτου μέρους. Το θέμα του δευτέρου μέρους, που γίνεται αντικείμενο παραλλαγών, χρονολογείται στα 1913. Το 1916–1917 σε μία απόπειρα να επιστρέψει στο νέο κοντσέρτο, ο Προκόφιεφ εμπνεύστηκε το κύριο θέμα του πρώτου μέρους και δύο παραλλαγές για το δεύτερο. Δύο από τα τρία θέματα του φινάλε προέρχονται από σχέδια του 1918 για ένα κουαρτέτο εγχόρδων, που επρόκειτο να περιλαμβάνει μόνο φυσικές νότες (χωρίς σημεία αλλοίωσης) αλλά που τελικά δεν προχώρησε.
Ο Προκόφιεφ όχι μόνο κατόρθωσε να ενοποιήσει το ετερόκλητο αυτό υλικό σε ένα ενιαίο και οργανικό σύνολο αλλά και να χαρίσει στους πιανίστες και στο κοινό ένα από τα πιο απαιτητικά σε δύναμη και δεξιοτεχνία κοντσέρτα για πιάνο του 20ού αιώνα, που διατηρώντας συγχρόνως μία βαθιά εκφραστικότητα αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή όσο λίγα. Το πρώτο μέρος ανοίγει με μία ήρεμη εισαγωγή, στην οποία τα κλαρινέτα και κατόπιν τα βιολιά παρουσιάζουν ένα λυρικό θέμα. Ένα ξαφνικό, γρήγορο πέρασμα δεκάτων έκτων στα έγχορδα οδηγεί στη θεαματική είσοδο του πιάνου με το πρώτο κύριο θέμα. Μία ακολουθία συγχορδιών του πιάνου οδεύει προς το εκφραστικό -και κάπως εκκεντρικό- δεύτερο θέμα, που ακούγεται από το όμποε και το κλαρινέτο υπό τη συνοδεία με πιτσικάτο των εγχόρδων και με καστανιέτες. Μία φρενήρης πορεία κορυφώνεται με απρόσμενη επαναφορά του αρχικού Andante και την λυρική επεξεργασία του αρχικού θέματος, πριν την επανέκθεση που παρουσιάζει τα κύρια θέματα με ακόμα πιο λαμπερή πιανιστική γραφή.
Η ορχήστρα εκθέτει από μόνη της το θέμα του δευτέρου μέρους. Στην πρώτη παραλλαγή το πιάνο το μεταμορφώνει πιο συναισθηματικά, ενώ στις δύο επόμενες, που είναι εμφανώς πιο γρήγορες, σκληρές και γωνιώδεις, ο σολίστ αναμετράται με εξαιρετικών απαιτήσεων περάσματα. Η αιθέρια, ραψωδική τέταρτη παραλλαγή λειτουργεί ως στιγμή περισυλλογής πριν την καταιγιστική πέμπτη παραλλαγή και την ύστατη επαναφορά του θέματος –αυτή τη φορά με πιανιστικό σχολιασμό. Φαγκότα και χαμηλότερα έγχορδα με πιτσικάτο εισάγουν το θέμα του φινάλε αλλά το πιάνο εισβάλλει με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του πρώτου μέρους καθιστώντας την παρουσία του κυρίαρχη. Ένα λαμπρό παράδειγμα της εκπληκτικής μελωδικότητας του Προκόφιεφ προσφέρει το δεύτερο θέμα, που παρουσιάζεται από την ορχήστρα και στο οποίο το πιάνο απαντά κατ’ αρχάς με τρόπο καυστικό, σχεδόν απειλητικό. Μετά από διεξοδική ανάπτυξη, τίποτα πια δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει την ξέφρενη, πυροτεχνηματική πορεία προς μία εκστατική ολοκλήρωση του κοντσέρτου.