Μείξη queer ανησυχίας, φολκλόρ αναφορών και μεταφυσικού οίστρου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο μονόλογος του Μιχάλη Αλμπάτη «Κρυπτόγαμα» που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Ένας αφηγητής (Μάκης Παπαδημητρίου) στο κέντρο της σκηνής και με διάσπαρτα γύρω του θραύσματα αντικειμένων -τεκμήρια μιας «ζωής» που έχει συντριβεί, αλλά και προϊδεασμός του τραγικού τέλους ενός κόσμου ψευδαισθήσεων και απωθημένων ενορμήσεων- αντανακλούν τη χαοτική απόσταση ανάμεσα στον πόθο αυτοπραγμάτωσης του ατόμου και σε πολιτισμικές τυπολατρείες, στερεότυπες συμπεριφορές, μορφές εξουσίας και αθέατες, σκοτεινές, όψεις περίκλειστων κοινωνικών πυρήνων.

Ομοδιηγητικός, δραματοποιημένος αφηγητής ο ήρωας του Μιχάλη Αλμπάτη, στέκεται με παρρησία και φωτεινή αυτοσυνειδησία ενώπιον ενός ακροατηρίου (είναι αλήθεια, η δυναμική μιας κατά πρόσωπο τοποθέτησης υπερκεράζει το μέσο μέτρο ενός απλού κοινού, υπονοώντας, αν όχι εννοώντας, την κλίμακα μεγέθους της κοινωνίας), καθιστώντας το συμμέτοχο στα «αναληπτικά» αφηγούμενά του που, την ίδια στιγμή όμως, καθίστανται και «προληπτικά» μιας επικείμενης αυτοχειρίας, η οποία μεταβιβάζεται προς το κοινό ως ανάγκη ανάληψης ευθύνης.

Το έργο του Αλμπάτη αξιοποιεί την προσωπική εμπειρία από συγκεκριμένα περιβάλλοντα και ανθρωπογεωγραφίες, θέτοντας όλα αυτά σε αντιπαράσταση με τη μεγάλη εικόνα των κοινωνικών επαναστάσεων και ανακατατάξεων που λαμβάνουν χώρα με ιδιαίτερη ένταση στην εποχή μας. Ωστόσο, η καταφυγή στο μακρινό παρελθόν (σημ., η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’80) προκαλεί ένα διττό συλλογισμό: αφενός η χρονική απομάκρυνση λειτουργεί στην πρόσληψη ως ένα είδος επιταχυντή για μια διαχρονική υποχρέωση εναρμόνισης της ατομικής εκπλήρωσης με την κοινωνία· αφετέρου το στοιχείο του αναχρονισμού προσδίδει στα αφηγούμενα μια αίσθηση γραφικότητας και εξωπραγματικού. Ως εκ τούτου, η κεντρική προβληματική του δημιουργού, ενώ διατυπώνεται με ενάργεια, παραμένει μετέωρη ως προς το σε ποιες συντεταγμένες καλούμαστε να την αποτιμήσουμε.

Η Νικαίτη Κοντούρη με αυτό το εγχείρημά της τόλμησε ένα παραπέρα βήμα σε σχέση με τη διαχείριση του δραματουργικού υλικού της. Ο Αργύρης που παρέδωσε επί σκηνής, απαλλαγμένος από «ερμηνευτισμούς» και περιττή κινητικότητα, ανέδειξε την εσωτερική δυναμική του κειμένου: τη δραματουργία της εικόνας, της λέξης, της έκφρασης, των ρυθμών και των παύσεων. Εδώ η στατικότητα δεν ισοδυναμούσε με αμηχανία, αλλά με την ίδια την πεμπτουσία της απεύθυνσης και της έκκλησης. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα αποκαλυπτικοί και πλαστικοί μορφοποίησαν την «ψυχή» του κειμένου. Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη δημιούργησαν ένα τοπίο τετελεσμένης οδύνης, αλλά και επανακαθορισμού. Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη κόμισε αρμονίες βαθιά βιωματικές όσο και υποβλητικές, δίνοντας το στίγμα μιας ηχητικής υπαρξιακής καταβύθισης.

Photo Credit: Karol Jarek

Διαβάστε επίσης:

ΦΑΕ 2024: Κρυπτόγαμα, του Μιχάλη Αλμπάτη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη στην Πειραιώς 260