Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό που πηγαίνει πέρα από την απλή ανακάλυψη του δολοφόνου και την εξιχνίαση του εγκλήματος. Είναι αυτό που διαθέτει λογοτεχνική ευστροφία, αφηγηματικό ειρμό, αυθεντική και όχι επιτηδευμένη αγωνία, αυτό που με λίγα λόγια συνδυάζει αστυνομικό δαιμόνιο και χτίσιμο ευφάνταστων χαρακτήρων. Είναι πολλές φορές εμποτισμένο με κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές ή άλλες εκφάνσεις που αφορούν σε γεγονότα πραγματικά ή κοντά στην πραγματικότητα έτσι που να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με μια αύρα μυστηρίου. Ο Κάρλο Λουκαρέλι δεν μένει μόνο στο χτίσιμο ενός καλού αστυνομικού μυθιστορήματος με την εξιχνίαση μιας δολοφονίας, δεν τον ενδιαφέρει μια μονοδιάστατη παρουσίαση της αφήγησης. Πετυχαίνει και πάει πολύ παραπέρα με μια συνέχεια περιπετειών με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Ντε Λούκα και κάθε φορά εξηγεί για ποιον λόγο σκέφτηκε πως αξίζει να γραφτεί μια ακόμα ιστορία βασισμένη πάνω σε αυτόν τον ήρωα.

Ένας ακούραστος αστυνόμος στην υπηρεσία του δικαίου, ένας Ηρακλής μαινόμενος

Η τριλογία του φασισμού έτσι όπως παρουσιάζεται στην υπέροχα δουλεμένη έκδοση της Διόπτρας, με την εγγυημένη σφραγίδα της μεταφράστριας Δήμητρας Δότση που έχει φέρει εις πέρας ένα δύσκολο έργο, ενέχει πολλά στοιχεία από την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας και με πλούσιες αναφορές σε προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, αυτό άλλωστε το κρίνει πάντα η ίδια η ιστορία. Ο Λουκαρέλι χρησιμοποιεί λοιπόν με δεξιοτεχνία και αναμειγνύει στο υλικό της αστυνομικής πλοκής ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι και εκεί μαθαίνουμε πολλές πληροφορίες σε σχέση με τις παλινωδίες του συστήματος που αρχίζει σιγά σιγά να καταρρέει με όσα γνωστά επακολούθησαν. Κινείται χρονολογικά ανάμεσα στο 1945 και το 1948, χρονιές που σημαδεύτηκαν από αλυσιδωτά κρίσιμα γεγονότα.

Μέσα στη δίνη των γεγονότων αυτών λαμβάνουν χώρα απρόβλεπτα συμβάντα όπου θα χρειαστεί η παρέμβαση του αστυνομικού επιθεωρητή Ντε Λούκα, μια μορφή που θυμίζει πολύ τον επιθεωρητή Μαιγκρέ του Ζορζ Σιμενόν, εξάλλου είναι και οι δύο Ευρωπαίοι και έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ο Ντε Λούκα, η προσωπογραφία του οποίου φιλοτεχνείται με εξαιρετικά ευφυή τρόπο από τον Λουκαρέλι και στα τρία μέρη του βιβλίου, είναι ένας άνθρωπος επίμονος και αποφασισμένος να διαλευκάνει τις υποθέσεις που αναλαμβάνει πάντα με έναν βοηθό τύπου Γουάτσον, τον Πουλιέζε συνήθως και δεν λογαριάζει παρά ελάχιστα τα εμπόδια που του παρουσιάζονται μπροστά του. Είναι ένας εξαιρετικά ευφυής επιθεωρητής, ένας αστυνόμος που είναι βέβαια υπέρ του δικαίου μα και ένας οξύθυμος χαρακτήρας που πολλές φορές τον παρατηρούμε να θυμώνει, να εξοργίζεται με τα όσα ακούει και τα όσα συμβαίνουν στην πορεία εξιχνίασης ενός εγκλήματος.

Ο κόσμος του δεν είναι βέβαια απλός, έρχεται σε επαφή και επικοινωνία με ανθρώπους δύσκολους, ανθρώπους που έχουν πολλά να κρύψουν, ανθρώπους λιγομίλητους που εκείνος με τα εργαλεία της σκέψης του και της μαεστρίας του προσπαθεί να αντλήσει όλες εκείνες τις πληροφορίες που θα τον οδηγήσουν να χτίσει την ροή της ιστορίας και να φτάσει στην πολυπόθητη λύση του αινίγματος. Κάθε φορά για τον ίδιο είναι και μια νέα πρόκληση, ένα νέο στοίχημα και μια αναμέτρηση με τον ίδιο του τον εαυτό, τον βλέπουμε να παθιάζεται εξάλλου καθώς προσπαθεί να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο του όχι πάντα με την αγαστή συνεργασία των ανωτέρων, οι οποίοι και αυτοί με την σειρά τους προβάλλουν προσχώματα και τον εκνευρίζουν σε βαθμό που να βγαίνει από τα ρούχα του. Πάντως στις ανακρίσεις του είναι πάντα ευρηματικός, έχει μια γενικότερη ψυχραιμία, όταν χρειαστεί όμως να πατήσει το γκάζι των ερωτήσεων κανείς δεν τον σταματά.

Η τέχνη του αστυνομικού μυθιστορήματος ίσως να είναι και η πιο δύσκολη ως προς την σύλληψη των χαρακτήρων, την συνοχή και την εξιστόρηση με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να νιώθει πως το αστυνομικό που κρατά στα χέρια του δεν αντιγράφει μανιέρα αλλά διατηρεί την δική του προσωπική χροιά και ύφος. Τα παρακάτω αστυνομικά μυθιστορήματα αποτελούν μια επιλογή αυτών που πληρούν τα παραπάνω κριτήρια, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως είναι τα μόνα. Και επειδή ο διάλογος με τον αναγνώστη είναι πρωταρχικής σημασίας για μένα, αναμένω και τα δικά σας σχόλια. «Eίτε γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί είτε κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί» είχε πει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, πολιτικός και συγγραφέας. Αυτή την ρήση του Φραγκλίνου, ο Λουκαρέλι την υπηρετεί πιστά και για αυτό εξάλλου και είναι ένας εκ των κορυφαίων συγγραφέων αυτού του είδους των μυθιστορημάτων.

Ο ίδιος εξάλλου στην εισαγωγή του βιβλίου αναφέρει χαρακτηριστικά και αυτά που επισημαίνει δεν είναι αμελητέα καθώς σπάνια ένας συγγραφέας μας εξηγεί τόσο αναλυτικά την φιλοσοφία του και την νοοτροπία που έχει στο γράψιμο: «Στην ερώτηση ποιο είναι το πιο αγαπημένο μου μυθιστόρημα, κάποτε απαντούσα πάντα το τελευταίο. Το έκανα για λόγους συνέπειας, ειδάλλως θα σήμαινε ότι έκανα ένα βήμα πίσω αντί για ένα βήμα μπροστά, και ο αναγνώστης δεν αξίζει τίποτα παραπάνω από το να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς ως συγγραφέας». Είναι αυταπόδεικτο πως ο Λουκαρέλι κρατά γερά και σταθερά τα ηνία μιας μεστής και σοβαρής αφήγησης, ενός είδους μυθιστορήματος που κινείται πολυδιάστατα και πολυεπίπεδα και μπορεί και συναρπάζει ακόμα και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.

Απόσπασπμα από το βιβλίο «Η τριλογία του φασισμού»

«Χριστέ μου, σκέφτηκε, τι εφιάλτης να βρίσκομαι θαμμένος ζωντανός μέσα σε μια τρύπα, μες στη σκοτεινιά, βυθισμένος σ’αυτή την παγερή σαν νεκροτομείου σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το βαρύ, αργόσυρτο σφύριγμα της ανάσας του και ο δυσοίωνος χτύπος της καρδιάς του που αντηχούσε πνιχτός στα αφτιά του, καλυμμένα κάτω από τα χέρια του».

Διαβάστε επίσης:

Κάρλο Λουκαρέλλι – Η τριλογία του φασισμού: Ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας στη μεταπολεμική Ιταλία