Αν και στην αρχή του βιβλίου η συγγραφέας τοποθετεί την έμπνευση του νέου της βιβλίου στους δύο πολέμους που μαστίζουν την εποχή μας και σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στην Ουκρανία, στη Λωρίδα της Γάζας κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών αλλά και σε άλλα σημεία του κόσμου όπου μαίνονται οι εχθροπραξίες, το μυθιστόρημά της λαμβάνει χώρα σε έναν αόριστο χωροχρόνο, αναδεικνύοντας έτσι την αντιπολεμική και ανθρωπιστική του κυρίως σημασία.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου η Γκανάσου σκηνοθετεί μια σπαρακτική σκηνή βομβαρδισμού, όπου δυο γυναίκες, μόνες, γιαγιά και εγγονή αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να φύγουν από το σπίτι τους, να βρουν αλλού καταφύγιο. Το παρόν στο πρόσωπο της έφηβης Άννας και το παρελθόν στο πρόσωπο της γιαγιάς Όλγας συγκρούονται όταν η γιαγιά αρνείται να φύγει. Πολύ σύντομα η Άννα θα καταλάβει ότι η Όλγα έχει παραλύσει και θα την πάρει στην πλάτη της για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τον όλεθρο.
Δεξιοτεχνικά η Γκανάσου δημιουργεί το αφηγηματικό μοτίβο ενός διττού σώματος, με τα χέρια της Όλγας «ανεξάρτητες οντότητες – ζυμάρια – φλεγόμενοι κισσοί που τυλίγονταν» γύρω από την Άννα. Το ενίοτε και τριπλό σώμα, -μέλλον που θα επιβιώσει, επειδή είναι κατασκευασμένο από το παρόν και το μέλλον, την Άννα και την Όλγα. Που η σύμπραξή τους θα φέρει τη λύτρωση. Το μοτίβο αυτό θα επανέλθει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όταν οι δυο γυναίκες θα βρεθούν αιχμάλωτες σε ένα καταφύγιο παρένθετων μητέρων, μόνο που εκεί παίρνει υπόσταση στο έγκυο σώμα των γυναικών. Πρόκειται για φυλακισμένες γυναίκες που μετατρέπονται σε αναπαραγωγικές μηχανές στελεχώνοντας μια καλοστημένη εμπορική μηχανή. Η κατά παραγγελία δημιουργία μωρών αλλά και οι τραγικές συνθήκες τις οποίες βιώνουν οι γυναίκες γίνονται η αφορμή για μια ιδιαίτερα ρεαλιστική περιγραφή, μια συγκλονιστική καταγραφή αληθινών μαρτυριών που σοκάρουν, αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας της συγγραφέα. Οι δυο γυναίκες της ιστορίας θα γίνουν και οι ίδιες υποκείμενα πειραμάτων σε ένα ασύλληπτης βίας στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών, με πρακτικές που θυμίζουν αυτές του Μένγκελε, ώσπου να δραπετεύσουν, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Το τρίτο μέρος βρίσκει τις δυο αυτές γυναίκες σε μια εξαντλητική πορεία προς την ελευθερία, καθώς προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα με την περιπέτεια τους να αποκλιμακώνεται σταδιακά μέσα στον δυστοπικό αυτό κόσμο όπου ζούνε.
Σε όλη αυτή την κλιμακωτή πορεία του βιβλίου η Γκανάσου δεν παραλείπει να μιλήσει για τον πολιτισμό που χάνεται κάτω από τις στάχτες ενός καταστροφικού πολέμου. Μια σελίδα από τους «Σατανικούς στίχους» του Ρουσντί, τα «εκατό χρόνια μοναξιά» του Μάρκες δηλώνουν με σαφήνεια τη διακειμενική συνομιλία της συγγραφέα με τους ξένους συγγραφείς και τις αναγνωστικές της αναφορές και ταυτόχρονα την ανάγκη να τονιστεί η διατήρηση των πολιτισμικών στοιχείων της ανθρωπότητας που μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να χαθούν για πάντα. Εν κατακλείδι, γίνεται μια ξεκάθαρη αποσαφήνιση της σημασίας του πολιτισμού στη διατήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του μέλλοντος της ανθρωπότητας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το βιβλίο είναι έμπλεο ζοφερών στιγμών που καταλήγουν να μεταφέρουν τον αναγνώστη στην αισιοδοξία ενός καλύτερου μέλλοντος, στην ταύτιση της ελπίδας με την υπαρκτική διάσωση. Χωρίς να εκπίπτει σε εύκολους, ανούσιους και μελό συναισθηματισμούς, ακόμα και όταν περιγράφει τις πιο δύσκολες και επώδυνες στιγμές της ιστορίας της, αλλά με μια σθεναρή και στακάτη γραφή η συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει τις ψυχολογικές παλινδρομήσεις των ηρωίδων της και την αμείλικτη πορεία της ζωής. Παράλληλα, παρουσιάζει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο τη γυναίκα που μάχεται, που δεν εγκαταλείπει αλλά παίρνει τα ηνία της ζωής της στα χέρια της στις δυσκολότερες στιγμές, τη γυναίκα που παλεύει να ορθοποδήσει σε κάθε αντιξοότητα, τη γυναίκα μήτρα και τροφό που καταφέρνει να γίνει σύμβολο ενάντια στον ενστικτώδη εκβαρβαρισμό της ανθρωπότητας. Τη γυναίκα που μπορεί να φέρει ξανά την ελπίδα για έναν νέο, καλύτερο κόσμο.
Διαβάστε επίσης:
Δευτέρα παρουσία – Τζούλια Γκανάσου: Ένα βιβλίο εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα