Αν πάει κάποιος να κλείσει εισιτήρια για την παράσταση θα δει μια γνώριμη εικόνα ·μια φουσκωτή βάρκα, με υπεράριθμους επιβάτες, κυριολεκτικά στοιβαγμένους, να φοράνε σωσίβια. Είναι 2024 και πλέον δε μας σοκάρουν όσο κάποτε αυτές οι φωτογραφίες. Έχουμε άλλωστε εξοικειωθεί με το «μεταναστευτικό», ενδεικτικό πως νέες έννοιες έχουν ενταχθεί στο λεξιλόγιο μας για να εκφράσουν μια νέα πραγματικότητα. Ενίοτε λοιπόν μαθαίνουμε για Pushbacks, Pushforwards, ρυμουλκήσεις προσφύγων από το Λιμενικό. Συχνότερα, υπάρχει συγκάλυψη και σιωπή.

Σε παλιότερη συνέντευξη (2023) με τον Θανάση Τριαρίδη είχαμε μιλήσει για το πως η τέχνη, και ειδικότερα το θέατρο πρέπει να έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος: «Να μιλάει για τα εγκλήματα την ώρα που γίνονται». Είχαν πρόσφατα κυκλοφορήσει τα έργα του «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» και «Η κουκούλα». Το «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» παρουσιάζεται για 2η χρονιά από μια νέα ομάδα στο Studio Μαυρομιχάλη.

***

Ένας νέος υπάλληλος πάει να αναλάβει καθήκοντα στο γραφείο 20/4 μιας κρατικής υπηρεσίας. Εκεί θα συναντήσει έναν παλιό υπάλληλο και έναν διευθυντή, ενώ δε θα μπορεί με τίποτα να βρει ένα χαμένο συρτάρι.

-Στην αρχή του κειμένου του Τριαρίδη υπάρχει – σαν quote – αυτή η ατάκα με τα αίματα, την οποία όμως έχετε εντάξει κατά μια έννοια στην παράσταση.

Το «Ίσως κάποιος από κείνους που θα καθαρίσουν τα αίματα να θυμάται κάτι από όλα αυτά». Υπάρχει φυσικά και αργότερα μέσα στο έργο. Πιο μετά θα ακουστεί από τα χείλη του “παλιού εργαζόμενου”, αλλά ναι βρίσκεται και στην αρχή – αρχή του κειμένου σαν quote.

Πάντως και στην αρχή της παράστασης οπτικοποιείται όπως λες, αυτή η φράση. Έτσι προϊδεάζουμε κάπως το κοινό για το τι θα ακολουθήσει, ενώ παράλληλα ο θεατής μπαίνει σε μια κάπως «άβολη» θέση κατά την είσοδό του στο θέατρο. Παράλληλα όμως είναι και πρακτικό το ζήτημα, καθώς έπρεπε κάπως να καθαριστεί ο χώρος… Επεξεργαστήκαμε διάφορες ιδέες, για παράδειγμα, σε κάποια φάση σκεφτήκαμε να βγαίνει μέσα από το κοινό ο “καθαριστής”.

-Αν και δεν υπάρχει στο συγκεκριμένο έργο αυτό, θα έλεγα πως πρόκειται για μια παρέμβαση “σύμφωνη” με το θέατρο του Τριαρίδη.

Ακριβώς! Αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν θα συνέβαινε αυτό που τώρα έχουμε καταφέρει. Ουσιαστικά η παράσταση ξεκινάει με το φινάλε, με τον καθαριστή να καθαρίζει κάτι αίματα. Αυτό δεν το αντιλαμβάνεται σε εκείνη τη φάση ο θεατής. Το τι κάνει δηλαδή, τι καθαρίζει αυτή η φιγούρα. Στο τέλος όμως, έτσι όπως το έχουμε κάνει, το συνειδητοποιεί. Έρχεται και κουμπώνει το πράγμα. Ολοκληρώνεται το σχήμα κύκλου.

Photo Credit: Μαρία Μονάντερου

-Γενικά, νομίζω ο χωροχρόνος στον οποίο εξελίσσεται το έργο είναι κάπως αόριστος. Τι μπορείς να μας πεις για το πλαίσιο στο οποίο ξεδιπλώνεται η αφήγηση;

Υπάρχουν κάποιες αναφορές που θα επέτρεπαν να «τοποθετήσει» κάποιος το έργο στην Ελλάδα… γίνεται ας πούμε μια αναφορά στην ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αυτή όμως θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε στον «δυτικό κόσμο». Οπότε δε τοποθετείται απαραίτητα εδώ, κάτι που πιστεύω πως το καθιστά περισσότερο ενδιαφέρον – πως δηλαδή μπορεί να πιάσει όλη τη δύση.

Ως προς το χρονικό πλαίσιο τώρα, το έργο εξελίσσεται στο μέλλον, όπου υπάρχουν αλγοριθμικές μηχανές, υπολογιστές… Αν και τοποθετείται στο μέλλον, καταπιάνεται με το παρελθόν. Εμείς ταυτίσαμε το αφηγηματικό παρελθόν με το δικό μας παρόν. Πως είναι αυτό που συμβαίνει τώρα.

Θέλαμε να αποτυπώνεται και στην σκηνική παρουσίαση αυτό το μπέρδεμα, με το να γίνεται ένα συνονθύλευμα σύγχρονων και ντεμοντέ στοιχείων. Για παράδειγμα έχουμε ψυχρούς φωτισμούς, που φέρνουν σε κάτι φουτουριστικό, ενώ συγχρόνως έχουμε τις παλιές, τις μεγάλες οθόνες των υπολογιστών.

-Που ταιριάζει και σε μια αναπαράσταση κρατικής υπηρεσίας… Ένα οικείο περιβάλλον, που με τους διαλόγους που παρακολουθείς αντιλαμβάνεσαι πως κάτι είναι διαφορετικό.

Ο χαρακτήρας του “νέου” σου επιτρέπει να δεις το σύστημα που έχει εξελιχθεί. Θεωρήσαμε σημαντικό όμως να υπάρχουν κομμάτια οικεία στο κοινό, ώστε ο θεατής να νιώσει, να βιώσει πως όσα βλέπει δεν είναι ξένα με τη δική του καθημερινότητα. Να μη θεωρήσει πως απέχει 20-30-100 χρόνια από όσα βλέπει, και πως τώρα δε συμβαίνει τίποτα. Γιατί τώρα γίνεται αυτό το έγκλημα. Έτσι, επιδιώκουμε και μέσα από την αισθητική της παράστασης να του επιβάλλουμε την αίσθηση του επείγοντος.

Εσύ είσαι ο “Διευθυντής” της υπόθεσης. Πώς θα περιέγραφες τον χαρακτήρα που υποδύεσαι;

Από την ανάγνωση του κειμένου τον είχα στο μυαλό μου σαν έναν άνθρωπο σκοτεινό, που όμως κάπως νοιάζεται για τον παλιό εργαζόμενο, τον οποίο γνωρίζει χρόνια μέσα από την υπηρεσία.

Τα παιδιά που έκαναν τη σκηνοθεσία είχαν άλλη κατεύθυνση κατά νου όμως, την οποία και δουλέψαμε. Με τον Νίκο Μαρνά και τον Γιώργο Γκιόκα προσπαθήσουμε να φτιάξουμε ένα άτομο που έχει απωλέσει την ανθρώπινη ιδιότητά του.

Ο Διευθυντής δεν έχει κάποια ιδιαίτερη εξουσία, και αυτός ένα γρανάζι του συστήματος είναι. Είναι αναγκασμένος να κάνει όσα πράττει, δεν μπορεί, και κυρίως δεν προσπαθεί να κάνει κάτι διαφορετικά. Συνοπτικά: είναι απλώς ένα εκτελεστικό όργανο, κάτι που κρύβει πίσω από ένα εμμονικό χαμόγελο.

Είναι ένας χαρακτήρας ρευστός · θα καταφέρει να ελιχθεί, να προσαρμοστεί, και ο, τι βρεθεί στη διάβα του θα το φέρει στα μέτρα του, ή θα το εξουδετερώσει. Και όλα αυτά με χαμόγελο.

Ναι, είναι ένας άνθρωπος που μοιάζει να θέλει να τα έχει καλά με όλους, μονίμως χαμογελαστός… ακραία χαμογελαστός. Ενδεχομένως να καταλήγει τρομακτικός στα μάτια των θεατών.

-Υπήρχαν συνειδητές και ξεκάθαρες επιρροές στο “στήσιμό” αυτού του ήρωα; Άλλοι φανταστικοί χαρακτήρες, ή ιστορικές προσωπικότητες από τις οποίες πήρες στοιχεία κίνησης, εκφοράς λόγου;

Η προσέγγιση του χαρακτήρα είναι κάτι που με δυσκόλεψε πολύ. Αναφορές δεν είχαμε συγκεκριμένες. Είδαμε διάφορα βιντεάκια από κινηματογραφικούς χαρακτήρες, ενώ μελετήσαμε μέχρι και ήρωες από καρτούν. Ένα βίντεο που μου έστειλε ο Γ. Γκιώκας, λίγες μέρες πριν ξεκινήσουμε φέτος τις παραστάσεις, ήταν με τον κομπέρ από την ταινία “Cabaret” του 1972.

Photo Credit: Μαρία Μονάντερου

-Στο κείμενο του Τριαρίδη δίνεται μεγάλη βάση στις λέξεις, και την οργουελική έκπτωση της γλώσσας. Βλέπουμε ακόμα και τους εργαζόμενους να μη χρησιμοποιούν τα ονόματά τους, και για την επικοινωνία μεταξύ τους να καταφεύγουν σε παρατσούκλια. Γιατί αυτό;

Ηθελημένα, ή μη, ο Τριαρίδης έχει επηρεαστεί πολύ από τον Όργουελ, και ειδικά από το 1984. Ως αναφορά το θέμα της γλώσσας, πράγματι, στο έργο βλέπουμε αυτήν την προσπάθεια εκμηδένισης.

Έτσι, οι ήρωες δεν έχουν ονοματεπώνυμα… εμείς τους φωνάζουμε “παλιός”, “νέος”, “διευθυντής”, γιατί κάπως πρέπει να συνεννοούμαστε.  Όταν ο παλιός λέει στον νέο πως θα τον αποκαλεί «Χίτσκοκ», εκείνος του απαντά πως κάτι τέτοιο δεν είναι υπηρεσιακό, και πως θα προτιμούσε να τον αποκαλεί «κύριο». Ο νέος μάλιστα φρικάρει όταν ο συνάδελφός του τον ρωτάει πως τον λένε, και του υπενθυμίζει πως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν ονόματα.

Γενικά, πολλές φορές στο έργο γίνονται αναφορές στη γλώσσα. Θυμήσου πως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται όροι της βιολογίας…Εκμηδενίζεται η γλώσσα, όπως και στο 1984. Και μέσα από αυτό φαίνεται η προσπάθεια να γίνουν όλοι μια μάζα. Να μη διαφέρει ο ένας από τον άλλο, εγώ από εσένα. Χάνεται η ατομική σκέψη, το άτομο. Ο νέος έχει εκπαιδευτεί στο να υπηρετεί την πατρίδα. Με όλες τις έννοιες να είναι διαστρεβλωμένες. Η γλώσσα έχει φθαρεί.

Δεν απέχουμε ιδιαίτερα από αυτό… Κάπου διάβαζα για το πόσο συχνά λέξεις απλώς περιγραφικές αποκτούν σταδιακά συγκεκριμένη φόρτιση. Κάτι που βέβαια που οφείλεται και στο πως μεταχειρίζονται τις συγκριμένες έννοιες τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Σκέψου τη λέξη «μετανάστης». Τι είναι; Ένας άνθρωπος που έχει αφήσει τον τόπο του. Δεν είναι μια έννοια θετική, ή αρνητική, είναι περιγραφική. Και όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι που θα ρωτήσεις, θεωρώ, πως ταυτίζουν την λέξη, και κατ΄ επέκταση και τον άνθρωπο με την απειλή, την επιβάρυνση, το φόρτωμα… κάτι κακό.

-Νομίζω αξίζει να μείνουμε στο γεγονός, πως τόσο εσύ, όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης είστε στην αρχή της επαγγελματικής σας πορείας. Πώς ήταν η περσινή εμπειρία του ανεβάσματος του έργου «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου»;

Ο Νίκος Μαρνάς και ο Νίκος Στεργιώτης μετά από αναζήτηση βρήκαν αυτό το κείμενο, μα δεν μπορούσε να γίνει κάτι άμεσα. Εκείνη τη χρονική περίοδο εγώ τελείωνα ακόμα τη σχολή. Η προσθήκη του Γιώργου Γκιόκα ήταν σημαντική, αν και συνεχίζαμε να μην έχουμε τίποτα πέρα από όρεξη και θέληση. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε τις αναγνώσεις και τις πρόβες, χωρίς να ξέρουμε αν θα βγει κάτι στο τέλος. Ήταν κάτι πολύ μακρινό. Σιγά-σιγά άρχισαν να βρίσκονται διάφορα πραγματάκια για σκηνικά. Ανέλαβε και ο Μίλτος Καρατζήμας την παραγωγή. Όλα αυτά ήταν αρκετά τρομαχτικά, μιας και είχαμε μόλις ξεκινήσει. Με την ανασφάλεια συνυπήρχε όμως και μια σιγουριά.

Θέλω να μείνω σε μια αίσθηση. Η παράσταση ξεκινά – χωρίς εμένα στη σκηνή – με το Let’s Twist Again του Chubby Checker. Όσο ήμουν πίσω, στα παρασκήνια, την ημέρα της πρεμιέρας, αλλά ακόμα και την ημέρα της γενικής, και προ-γενικής πρόβας, με το που άκουγα το τραγούδι ανατρίχιαζα.

Παραμένει συγκινητικό όταν το σκέφτομαι. Από το μηδέν χτίσαμε μια παράσταση. Το κάναμε με μεράκι, με πολλή αγάπη και έγινε. Οπότε, από μόνο του αυτό είναι κάτι σπουδαίο. Φυσικά, τα θετικά σχόλια που λάβαμε ήταν μια τεράστια ανταμοιβή. Αν και ήμουν ευχαριστημένος από τη δουλειά μας, δεν μπορώ ακόμα να περιγράψω ακριβώς την αίσθηση να έρχεται κάποιος και να λέει πως κάτι στην παράστασή μας τον προβλημάτισε, τον άγγιξε, πως έμαθε κάτι… όλα αυτά αποτελούν μια ιδιαίτερη ανταμοιβή.

– Για σένα το θέατρο χτίζει μνήμη, μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση, θυμό, αγανάκτηση, αλλά και να ενεργοποιήσει το κοινό;

Δεν είναι εύκολο σίγουρα, μα νομίζω πρέπει να το προσπαθεί κανείς. Για εμένα έχει την αξία του ακόμα και αν στους χίλιους ανθρώπους που θα σε δουν, καταφέρεις να ευαισθητοποιήσεις έστω και έναν. Ειδικά σε τέτοια θέματα, θέματα βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θίγονται στο σήμερα.

Θυμάμαι όταν πιάσαμε το κείμενο, αν και μας άρεσε το θέμα, βρήκαμε το κείμενο υπερβολικό. Εκεί που λέει «10 εκατ. ανθρώπους τους σκοτώσαμε, τους φάγαμε στη θάλασσα», λέγαμε πως πρόκειται για ακραία υπερβολή το νούμερο. Αρχίζοντας να ψάχνουμε και να κάνουμε έρευνα, αντιληφθήκαμε πως δεν είναι το κείμενο ακραίο, αλλά τα πράγματα που συμβαίνουν στη Μεσόγειο, και για τα οποία δεν είχαμε γνώση. Αγνοούσαμε το πραγματικό μέγεθος του ζητήματος.

Για να επικοινωνήσουμε αυτές τις διαστάσεις του θέματος αποφασίσαμε να κάνουμε και συζητήσεις μετά τις παραστάσεις, οπότε μίλησε και ο Θανάσης Τριαρίδης, αλλά και οι Στέλιος Κούλογλου, Ιάσονας Αποστολόπουλος.

Αντίστοιχα και φέτος. Ήδη, στη φετινή σεζόν είχαμε τον Πέτρο Κωνσταντίνου και τη Νόρα Ράλλη. Την ερχόμενη Πέμπτη (31/10) θα έχουμε καλεσμένο τον Μάνο Κοντολέων.

-Σου έχει εντυπωθεί κάτι συγκεκριμένο από αυτές τις συζητήσεις;

Κάτι που με είχε συγκλονίσει ήταν το γεγονός πως άνθρωποι που έχουν φύγει από τις χώρες τους αφήνοντας τα πάντα πίσω, που πραγματικά μερικές φορές δεν ξέρω αν είναι τυχεροί ή άτυχοι που επιζήσανε για να φτάσουν εδώ, καταλήγουν στη χώρα μας να κατηγορούνται για διακίνηση. Μιλάω για αθώους πρόσφυγες που βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοιες βαρύτατες κατηγορίες.

Σκέφτομαι αυτόν τον άνθρωπο που έχει εγκαταλείψει τον τόπο του, και έχει πάρει τον επικίνδυνο δρόμο της προσφυγιάς, διατηρώντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Και αυτός – ο οποίος έχει καταφέρει να επιβιώσει μέχρι εδώ- καταλήγει στη φυλακή μιας ξένης χώρας, χωρίς να μπορεί να συνεννοηθεί, έχοντας δεκάδες ερωτήματα και αγωνίες.

-Για το κλείσιμο της συζήτησης, και μιας και είσαι ακόμα στην αρχή της θεατρικής σου πορείας, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο ρεπερτόριο, ή συγκεκριμένος ρόλος που θα ήθελες να δοκιμάσεις.

Δε θα σου πω συγκεκριμένο έργο γιατί είναι πολλά, αλλά θα ήθελα πολύ να δουλέψω σε κάποιον χορό αρχαίας τραγωδίας, ενδεχομένως να υποδυθώ κάποιον αγγελιοφόρο…

Ούτε θα σου πω πως με ενδιαφέρει ένας συγκεκριμένος, ή ένας μεγάλος ρόλος. Επειδή έχω κάνει και ερασιτεχνικό θέατρο, έχοντας άλλοτε μεγάλους ρόλους, και άλλοτε απλά ένα πέρασμα από τη σκηνή, μπορώ να πω πως σε κάθε περίπτωση συμμετείχα με την ίδια χαρά στις παραστάσεις.

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να έχει λόγο να γίνεται αυτό που γίνεται. Είτε αυτό είναι παιδική παράσταση, είτε είναι έργο ενηλίκων, είτε μιλάμε για αρχαίο ρεπερτόριο, ή σύγχρονο, ή οτιδήποτε. Θέλω να κάνω πράγματα που με αφορούν, που να έχουν λόγω να γίνονται, αλλά και που σέβονται τον θεατή. Δε μου αρέσει η υπεροψία, να υπάρχει αυτή η πίεση – και από σκηνοθετικής απόψεως και από υποκριτικής απόψεως – το «να σου δώσω να καταλάβεις»… δε χρειάζεται.

Για εμένα, αν αυτό που πω, ακόμα και αν εσύ το πάρεις 180 μοίρες αλλιώς, καταφέρει να σε αγγίξει, να σου δώσει κάτι, το οτιδήποτε, ε, αυτό μου είναι αρκετό.

Διαβάστε επίσης:

Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου, του Θανάση Τριαρίδη για 2η χρονιά στο Studio Μαυρομιχαλη