Τα έργα του Άρθουρ Μίλλερ παρουσιάζουν μια αξιοπρόσεκτη αντινομία: ενώ είναι εξόχως αμερικάνικα, η δημοφιλία τους στο εξωτερικό είναι μεγάλη. Μια ευλογοφανής αιτία γι’αυτό θα μπορούσε να είναι η κατά μέτωπον κριτική τους προς το αμερικανικό όνειρο που βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε κοινά που, παραδοσιακά, αρέσκονται να βλέπουν το γεωστρατηγικό ρόλο και την κουλτούρα των Η.Π.Α. με καχυποψία. Εντούτοις, αυτή η δημοφιλία των έργων του φαίνεται να εδράζεται στη στέρεη τεχνική τους που τούς επιτρέπει να προσλαμβάνονται ως σύγχρονες (ή διαχρονικές) τραγωδίες. 

Το χαρακτηριστικό των έργων του Μίλλερ είναι ότι αλλάζουν πεδίο, επιχειρώντας, αντί για μια εστίαση στο σχήμα «άτομο-εξουσία», μια καταβύθιση στην τραγικότητα του «κοινού ανθρώπου» που αγωνίζεται να κατακτήσει την αυτοπραγμάτωση και αξιοπρέπειά του σε μια κοινωνία που, εξ ορισμού, αντιμάχεται αυτή την εξέλιξη. Μπορούμε να φανταστούμε τη διαστρωμάτωση αυτών των έργων με τρεις ομόκεντρους κύκλους: στο κέντρο είναι το άτομο, ακολούθως η οικογένεια και ο εξωτερικός κύκλος η κοινωνία. Σε αυτό το τρίπτυχο οι εντάσεις και οι ασυμβατότητες που γεννά η σχέση του πρώτου με τον τρίτο κύκλο εκτονώνονται στον μεσαίο, αυτό της οικογένειας, που έρχεται να ρίξει άπλετο φως σε ελατήρια, ψυχοκίνητρα, τρωτές πτυχές, στρεβλώσεις. 

Ο «Θάνατος του Εμποράκου» συνιστά αναμφίβολα το μεγάλο πόνημα του Μίλλερ, μια λεπτοϋφής όσο και χειμαρρώδης γραφή που βυθοσκοπεί ψυχές και κοινωνικά περιβάλλοντα όχι μόνο με όρους οριζόντιου ρεαλισμού, αλλά και με τη σύμπραξη συμβολικών αποχρώσεων, ποιητικής αύρας μέχρι και εξπρεσιονιστικών κραυγών. Αυτό το βραβευμένο με Βραβείο Πούλιτζερ έργο του Αμερικανού συγγραφέα μιλά για την τραγικότητα του ατόμου που αδυνατεί να απογαλακτιστεί από τις επιταγές μιας κοινωνίας που θέτει σε πρώτο πλάνο την επίπλαστη επιτυχία, βασισμένη στον υλισμό, το άμετρο κυνήγι του χρήματος, τη δύναμη της εικόνας, την ανέξοδη ανέλιξη μέσω της συναλλαγής. Τα πρόσωπά του βρίσκονται στο επίκεντρο μιας κρίσης προσωπικής, οικογενειακής και σχέσεων με τον εξωτερικό κόσμο, γεγονός που διαμορφώνει μια κλινική ατμόσφαιρα αστάθειας πνευματικής και ψυχολογικής, ένα είδος νεκρής ζώνης-προανάκρουσμα μιας εκτόνωσης που δεν είναι παραπέμπει σε ακραιφνή κάθαρση. Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας επιλέγει να διαρρήξει τον γραμμικό ρεαλισμό, προκειμένου να εισβάλει το παρελθόν στο παρόν με τη μορφή ονειροπολήσεων που δημιουργούν διαφορετικά στρώματα  πρόσληψης της δράσης σε σχέση με τις διαστάσεις του χρόνου.

Ο Γιώργος Νανούρης διαχειρίστηκε το έργο του Μίλλερ με τρόπο υποδειγματικό. Παρά τις παρεμβάσεις του σε αυτό, που, σε άλλες περιπτώσεις, ενδεχομένως θα κόστιζαν σε κομβικά νεύρα της δραματουργικής πλέξης του, η εργασία του σκηνοθέτη επιβάλλεται ως ολοκληρωμένο δείγμα βαθιάς γνώσης, σπουδής και λεπτουργικής επιμέλειας σε όλο το φάσμα της δημιουργίας. Η σμίλη του έχοντος το γενικό πρόσταγμα είναι πανταχού παρούσα, οι ηθοποιοί λειτουργούν συγκροτημένα, με αισθητική ενότητα και ως φορείς μιας συμπαγούς ντιρεκτίβας που δεν τούς περιορίζει, αλλά, απεναντίας, απελευθερώνει όλο το εύρος των εκφραστικών μέσων, στο βαθμό που τούς φέρνει εγγύτερα στο μιλλερικό σύμπαν και στην «ιδιοσυγκρασία» του αμερικάνικου θεάτρου. 

Καθόλα ευτυχές και το γεγονός ότι η καταστατική προσήλωση του Γιώργου  Νανούρη στη δημιουργική αφαίρεση αρχίζει εδώ να αποκτά μια παραγωγική οντότητα, καθίσταται περισσότερο σημαίνουσα και εύγλωττη, δείχνει προς κατευθύνσεις. Σε αυτές τις συντεταγμένες, η σκηνική δημιουργία του Γιώργου Γαβαλά λειτουργεί άψογα ως συμβολικός χώρος δράσης που υπονοεί την παγίδευση των χαρακτήρων και την πνιγηρότητα των σχέσεων, όπως επίσης και οι προσεκτικές ενδυματολογικές επιλογές της Ντένης Βαχλιώτη. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο φωτιστικό σχεδιασμό της Κατερίνας Τσατσάνη που δημιουργεί διακριτές ατμόσφαιρες σε κάθε στρώμα από το οποίο δομείται το έργο του Μίλλερ.

Εξίσου ευτυχής, και πέραν πάσης προσδοκίας, αποδεικνύεται αυτή η εκδοχή του «Θανάτου του Εμποράκου» και σε επίπεδο ερμηνείας. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, στο ρόλο του Ουίλλι Λόμαν, ανοίγει σοβαρούς λογαριασμούς με το θέατρο ρεπερτορίου, καθώς παραδίδει έναν ήρωα-αντιήρωα στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, λογικής και παραφοράς, έναν κυνηγό χιμαιρών, έναν αμετανόητο ζηλωτή ενός συστήματος που έχει προ πολλού υπογράψει την καταδίκη του. Με σκηνικό δε ένστικτο αποσυμπιέζει τις συσσωρευμένες δραματικές εντάσεις, χωρίς ωστόσο να προχωρά σε παραμορφώσεις. Η Έφη Μουρίκη, ως Λίντα, οικοδομεί έναν ανθεκτικό γυναικείο χαρακτήρα-εκφραστή των ακατάβλητων συναισθημάτων που διαγράφονται ως πυλώνες και αληθινά κεκτημένα μέσα στον κόσμο των ψευδαισθήσεων: της αγάπης, της συντροφικής και μητρικής στοργής, του ηθικού χρέους που αντιπαρέρχεται το στενό πυρήνα του «εγώ» και τις προσωπικές επιδιώξεις. 

Ο Ρένος Ρώτας παραδίδει τον επαναστατημένο Μπιφ που ασφυκτιά μέσα στα στεγανά των στερεοτύπων με μια εσωτερική, βαραδύκαυστη δίνη, αλλά και με ελεγχόμενες κλιμακώσεις και πλαστικότητα συναισθημάτων, παγιώνοντας στο τέλος μια ζωντανή διέξοδο από την οποία μπορεί να αντληθεί μια αίσθηση κάθαρσης, ενώ ο Γιώργος Κοσκορέλλος (Χάππυ) ενδύει επιδέξια τη φαινομενική ενεργητικότητα και εξωστρέφειά του με τις ψυχολογικές σκιές της συμβιβασμένης φύσης. Ο Τσάρλι του Δημήτρη Γεροδήμου εκπροσωπεί καίρια τον μέσο όρο ως προς τη στάση απέναντι στο σύστημα, με γνώμονα μια σχετική απόσταση και, ίσως, και μια επιφυλακτικότητα. Με μια χαρισματική ερμηνεία, που απηχεί πλούσια θεατρική φλέβα, η απεικόνιση του στυγνού εργοδότη Χάουαρντ από τον Παναγιώτη Παπαδούλη και με όλη τη σημειολογία της αμερικάνικης «γοητείας», όπως έχει ταυτιστεί στο συλλογικό υποσυνείδητο, η Γυναίκα της Κατερίνας Μάντζιου. Τέλος, ως μια ανάγλυφη, ευδιάκριτη ψηφίδα ανθρωπογεωγραφίας που προκαλεί μια τομή στο δράμα ξεχωρίζει η παρουσία, στη δεύτερη πράξη, του Σωκράτη Αγγελή.

Photo Credit: Κατερίνα Τσατσάνη

Διαβάστε επίσης:

Ο Θάνατος του Εμποράκου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη για 2η χρονιά στο Θέατρο Ζίνα
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης για την επικαιρότητα του έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου» και τον εμβληματικό ρόλο που υποδύεται