Ως ένα συνεχές από κοντραπούντα ή ένα πολυφωνικό σύμπλεγμα αποκρυσταλλώνεται η δραματοποιημένη μεταφορά του «Αποτυχημένου» του Τόμας Μπέρνχαρντ από τον Έκτορα Λυγίζο στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο Έκτορας Λυγίζος παραδίδει ένα νευρώδες και αναπνέον σκηνικό πόνημα, όπου ο καταιγιστικός γλωσσικός κώδικας του Μπέρνχαρντ, μέσα από τον οποίο ξεπηδούν διερωτήσεις για τη σχέση τέχνης-ζωής, για τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο για την καλλιτεχνική τελείωση και για το τίμημα της ματαίωσης και του θριάμβου, προσλαμβάνει διαστάσεις δραματικής ουσίας.
Τρεις φίλοι συναντιούνται ένα βροχερό καλοκαίρι, κάπου στη δεκαετία του ’50, σε ένα παρακμιακό πανδοχείο στο Λέοπολντσκρον της Αυστρίας, φιλοδοξώντας να αντλήσουν κάτι από τα φώτα του μεγάλου πιανίστα Χόροβιτς στα διάσημα μαθήματά του: ο δεξιοτέχνης Γκλεν Γκουλντ, ένας εν ονόματι Βέρτχαϊμερ και ένας τρίτος ως παρατηρητής των δύο άλλων, αλλά και της μεταξύ τους συναναστροφής.
Όλα σε αυτό το έργο του Μπέρνχαρντ ορίζονται από μια ακολουθία αντιστίξεων που στη σκηνική μεταγραφή της αναδεικνύεται σε καταλύτη: ένας τίτλος που σκιάζει την προβεβλημένη μορφή, ένας ουδέτερος αφηγητής που στέκεται ανάμεσα στους δύο αντίθετους πόλους, ένας χώρος που υπονομεύει τον ελιτισμό και την ιντελιγκέντσια που εκπροσωπούν οι πρωταγωνιστές, η αυτοχειρία του «αποτυχημένου» ως απάντηση στο φυσικό θάνατο του Γκουλντ, η παρουσία ανάμεσα σε βαθυστόχαστες προσωπικότητες μιας λαϊκής περσόνας, της οποίας η ταπεινή αλήθεια δεν μοιάζει και τόσο ταπεινή.
Μόλις έξι χρόνια προτού φύγει από τη ζωή (1989), ο Μπέρνχαρντ συνθέτει ένα γοητευτικό μυθιστόρημα δίκην ενός memento mori και μιας υπενθύμισης ότι η τέχνη μπορεί να μετατραπεί σε προθάλαμο της μεγάλης φυγής, σε βασανιστική αναμονή που χρωματίζεται με τα θαμπά χρώματα του σαρκασμού και τις στριγκές νότες ενός πικρού κλαυσίγελου. Ο Μπέρνχαρντ στο έργο αυτό κρύβεται πίσω από τους χαρακτήρες του, διατηρώντας, ωστόσο, ίση απόσταση από τον καθένα από αυτούς. Από την ιδιοφυΐα του Γκουλντ δανείζεται τη συμπόρευση των υψηλών αναζητήσεων με το παραλήρημα του απόλυτου καλλιτέχνη, από τον Βέρτχαϊμερ το αίσθημα μαρασμού από την έλλειψη αποδοχής, αλλά και από τον ουδέτερο αφηγητή που στέκεται ανάμεσά τους σαν μέσος όρος μεταξύ νίκης και ήττας, δανείζεται εκείνη την ατολμία και ακινησία που έφερνε πάντοτε με ταπεινωτικό τρόπο τα βήματά του πίσω στην υγρή και μελαγχολική Βιέννη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Έκτορας Λυγίζος στο πολύ εύγλωττο σκηνικό της Μυρτώς Λάμπρου, ικανό να ζωντανεύει μέσα στη φαντασία πρόσωπα, εικόνες, οσμές και γεύσεις, δημιουργεί μια δραματική φούγκα με θέματα και επεισόδια, ένα τοπίο σωματικού παροξυσμού και πολυφωνικού στόμφου, πίσω από τους οποίους ξεπροβάλλει μια αίσθηση απάθειας, καχεξίας, θανάτου. Σε αυτό το κάδρο ο Βέρτχαϊμερ-Άρης Μπαλής κινείται σαν ζωντανή σκιά και ως ακροτελεύτια αίσθηση ζωής, ο Γιάννης Νιάρρος-Γκλεν Γκουλντ ως την απόλυτη έκφραση της τέχνης που έχει κατακτήσει κάθε ίχνος από τον ορίζοντά της, αναμένοντας το τέλος, ο Έκτορας Λυγίζος-αφηγητής ως μια διάφανη, σχεδόν φασματική, μορφή και ως περιπατητής που ανέξοδα παρατηρεί και φιλοσοφεί και η Αμαλία Μουτούση-Ξενοδόχος ως μια παρουσία που διεμβολίζει τις πόζες του κύκλου των εστέτ.
Τα κοστούμια της Άλκηστης Μάμαλη προδίδουν ένα κράμα γούστου και πεσιμισμού, οι φωτιστικές δημιουργίες του Δημήτρη Κασιμάτη φέρνουν στο φως τις εσώτερες σκοτεινές πτυχές, οι χορογραφίες και η κίνηση από τον Δημήτρη Μυτιληναίο κρατούν σε εγρήγορση μια αύρα φαιδρότητας και νευρωτισμού, ενώ η μουσική διδασκαλία του Χαράλαμπου Γωγιού μεταγράφει την προφορική πολυφωνία των ηρώων εντός του φυσικού χώρου των ήχων. Τέλος, η μετάφραση του Βασίλη Τομανά ακολουθεί με προσήλωση τους στροβιλισμούς της σκέψης του Μπέρνχαρντ, πλάθοντας ένα παλλόμενο και οργιώδες γλωσσικό σύμπαν που με άνεση μεταγγίζεται στη σκηνή.