Ένα βιβλίο με ιστορίες που καταλήγουν όλες με μια παράκληση: πες του, πες της… Είναι τα λόγια νεκρών που κάτι δεν πρόλαβαν να πουν, λόγια που αγωνίζονται να βρουν τον αποδέκτη τους ακόμα και αν το νήμα της ζωής αυτών που αγωνίζονται να ακουστούν έχει πια κοπεί. Οι ιστορίες, οι περισσότερες εκ των οποίων εκτυλίσσονται στη Χίο από τις αρχές του αιώνα μέχρι και σήμερα, μοιάζουν αυτοτελείς μέχρι που αριστοτεχνικά φτάνουν στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου να σχηματίσουν ένα ψηφιδωτό που θα συνδέσει γιαγιά και εγγονή. Η Βίκυ Γεωργούλη παραδίδει ένα έργο το οποίο έχει γερές ρίζες στο πατρογονικό της νησί, τη γλώσσα και τα ήθη του, αλλά με βλέμμα που κοιτάζει το μέλλον, μέσα από το παρελθόν.

– Το τελευταίο σας βιβλίο αποτελείται από ιστορίες νεκρών τις οποίες αφηγούνται οι ίδιοι. Ποιες διαφορές έχετε εντοπίσει ως προς την αντιμετώπιση του θανάτου ανάλογα με το αν βρίσκεται κανείς ή έχει μεγαλώσει στην πόλη ή σε χωριό;

Γεννήθηκα στην Λαγκάδα της Χίου και μεγάλωσα στον Πειραιά μα όλα τα καλοκαίρια τα πέρναγα στο χωριό. Εκεί, στη γειτονιά της γιαγιάς ζούσε μια πολύ πονεμένη γυναίκα, που έχασε και τους δυο της γιούς και θυμάμαι ότι είχε βάψει μια μαύρη ρίγα γύρω γύρω στο σπίτι της, όλα της τα ρούχα, μέσα κι έξω, ήταν μαύρα κι είχε σκεπασμένους τους καθρέφτες με μαύρο πανί. Μέχρι που την βαστούσαν τα πόδια της ανέβαινε κάθε μέρα στο νεκροταφείο να θυμιατίζει τα παιδιά της. Μεγάλωσα σ’ ένα ναυτοχώρι που πολύ συχνά ερχόταν τα κακά μαντάτα από ναυάγια και χαμούς ναυτικών. Βίωσα τις φωνές, τα μοιρολόγια, είδα νέες γυναίκες –με τα παιδιά τους μικρά– να χηρεύουν και να φοράνε μαύρο μαντήλι για χρόνια πολλά. Η μυρωδιά του βασιλικού ακόμα είναι στα ρουθούνια μου από τη σάλα των σπιτιών που ξενυχτούσαν το νεκρό. Γυναίκες τους έπλεναν και τους σαβάνωναν, τους φορούσαν τα καλά τους τα ρούχα, οι μαραγκοί του χωριού, δυο είχαμε, φτιάχνανε την κάσα. Τους γέμιζαν με λουλούδια από τις αυλές, τους αποθέκανε ένα άσπρο μαντήλι στο πρόσωπο, το καντήλι άναβε όλο το βράδυ, το θυμιατό λιβάνιζε. Όλο το χωριό περνούσε να συλλυπηθεί και πολλοί μένανε όλη τη νύχτα να συντροφεύουν το νεκρό και την οικογένεια του. Ιστορίες θυμόντουσαν, καλές, πολλές φορές κι αστείες, πολλοί μιλούσαν στο νεκρό σα ν’ ακούει τη συζήτηση, σα να περιμέναν απάντηση. Η ολονυχτία σ’ έκανε να συνειδητοποιείς πως ο άνθρωπος σου έφυγε. Σαν ερχόταν η ώρα της κηδείας φίλοι και συγγενείς σήκωναν το νεκρό, οι γυναίκες σπάγανε απ’ έξω μια πήλινη κανάτα  με νερό για να ‘χει η ψυχή του δροσιά και παίρναν το δρόμο της εκκλησιάς και του νεκροταφείου με τους ξύλινους απλούς τάφους.

Τα χρόνια πέρασαν, δεν ξενυχτούν πια το νεκρό στο σπίτι όπως παλιά, οι συγγενείς τον αποχαιρετούν στην εκκλησία όπου μαζεύεται όλο το χωριό για να τον τιμήσουν κι ας μην είχαν μαζί του σχέση ή συγγένεια κι ας μην ήταν γείτονας, ήταν απλά ένας συγχωριανός και θέλουν να συλλυπηθούν τους οικείους του.

Έχει διαφορά μεγάλη η πόλη από το χωριό. Δυο τρεις φορές έτυχε να πάω σε κηδεία δικών μου ανθρώπων στην Αθήνα και έφυγα με την αίσθηση πως δεν τους αποχαιρέτησα όπως ήθελα. Ακόμα και τώρα αν κάποιον άνθρωπο θέλουν να τον φέρουν στο χωριό για να ταφεί, στο καράβι μαζεύονται συγχωριανοί για να τον αποχαιρετήσουν.

– Οι ιστορίες των νεκρών κλείνουν με μια παραγγελία, λόγια που θέλουν να μεταφερθούν στα αγαπημένα πρόσωπα. Πάντα κάθε θάνατος θα αφήνει και μια εκκρεμότητα, λόγια που δεν ειπώθηκαν;

Νομίζω ναι, κάθε θάνατος αφήνει εκκρεμότητες, δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που φεύγει και τα έχει όλα τακτοποιημένα: αλήθειες, αγάπες, μίση και κακίες, αν έχει ζητήσει συγνώμη, αν έχει συγχωρέσει. Μακάρι να είχαμε τη δύναμη να ξεφορτωθούμε τα βάρη μας όσο ζούμε.

– Όλες σας οι ιστορίες εκτυλίσσονται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο νησί σας, τη Χίο, αναφέρονται μάλιστα και στοιχεία από την ιστορία του νησιού. Κάνατε έρευνα ειδικά για το βιβλίο αυτό ή είναι κάτι που σας ενδιαφέρει γενικά;

Η γενική ιδέα του βιβλίου, η έμπνευση ας πούμε, είναι κάπως βιωματική, σαν να μου την έστειλε η μάνα μου από τον άλλο κόσμο. Κάποιες ιστορίες τις είχα ακούσει, κάποιες τις φαντάστηκα, για κάποιες άλλες έκανα έρευνα στην βιβλιοθήκη Κοραή, για άλλες ρώτησα μεγαλύτερους μου.

– Σε άλλες ιστορίες λιγότερο, σε άλλες περισσότερο, οι ήρωές σας μιλάνε με τη ντοπιολαλιά της Χίου. Τελευταία πολλή συζήτηση έγινε για τη θέση της ντοπιολαλιάς στην ελληνική λογοτεχνία. Ποια η θέση σας;

Μου αρέσει η ντοπιολαλιά του χωριού μου, αυτή η ποικιλία από τούρκικες, εγγλέζικες –στη ναυτική ορολογία πιο πολύ–, ιταλικές, αρχαιοελληνικές λέξεις, ο τραγουδιστός τρόπος όταν μιλούν οι γιαγιάδες, οι κομμένες συλλαβές και τα γράμματα: α ‘ρτετε; =  θα έρθετε; Πλούσιο λεξιλόγιο, απίθανες παροιμίες, ευχές και κατάρες, ρίμες, κάλαντα και παινέματα πρωτοχρονιάτικα. Ο λόγος είτε γραφτός είτε προφορικός με την κάθε ντοπιολαλιά ζωντανεύει, ξεχωρίζει, γίνεται διαφορετικός, αυθεντικός, κρύβει το ήθος μιας άλλης εποχής. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ στα γραφτά μου λέξεις κι εκφράσεις του τόπου μου και μ’ αρέσει πολύ όταν το κάνουν κι άλλοι.

– Χωρίς να θέλω να προδώσω στοιχεία της πλοκής, ο αναγνώστης θα δει μια διαφορετική αντιμετώπιση από τη νέα γενιά σε σχέση με την παλαιότερη ως προς την ανάγκη για ανοιχτή επικοινωνία, χωρίς τις αγκυλώσεις τύπου «τι θα πει ο κόσμος». Αυτή την αλλαγή την αξιολογείτε ως θετική, και κατά πόσον μένει ακόμα να κατακτηθεί πλήρως;

Είναι θετική. Τι καλύτερο για τον άνθρωπο που έμαθε να σέβεται τον εαυτό του; Που ξεπερνά συμπλέγματα, τα «θέλω» και τις προσδοκίες των γονιών του;

Αυτό, αλλάζει με αργό ρυθμό, όμως αλλάζει. Κι ας βλέπουμε ακόμα γύρω μας να πληγώνονται οι ατομικές ελευθερίες, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δημοκρατικό αίσθημα. Σίγουρα αλλάζει κι αυτό θα ‘ναι η δουλειά για τις επόμενες γενιές.

– Παρότι κάποιος θα μπορούσε να κρίνει από το θέμα του το βιβλίο σας «βαρύ», ωστόσο θα έλεγα ότι αφήνει στον αναγνώστη μια αίσθηση γαληνέματος. Εσείς ως συγγραφέας τι θέλατε να πετύχετε;

Δεν ξέρω τι ήθελα να πετύχω με το βιβλίο μου, αυτό μάλλον ας το βρουν οι αναγνώστες. Ένα που σκέφτομαι είναι αν γίνεται να μην αφήνουμε εκκρεμότητες στη ζωή μας για να πετάξει η ψυχή μας ανάλαφρη όταν έρθει η ώρα της.

Διαβάστε επίσης:

Βίκυ Γεωργούλη: Κυκλοφορεί το βιβλίο της «Μιλούνε μάνα οι νεκροί;»