«Μικρές Κυρίες». Είναι τέσσερεις, αλλά και τόσες πολλές. Αυτό συμβαίνει όταν η συγγραφέας είναι ιδιοφυής. Ζωντανεύει χαρακτήρες διαχρονικούς και πανανθρώπινους, που υπερβαίνουν τα όρια του ρεαλισμού και του χρόνου, χαρακτήρες σύμβολα που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Γιατί; Γιατί η Louisa May Alcott δεν υπόσχεται ψέματα. Υπόσχεται όνειρα. Πόσο τα χρειαζόμαστε σ΄ έναν κόσμο «πραγματικό»! Με τις απογοητεύσεις και τις ήττες, που θα γίνουν χαρές και προσδοκίες και ξανά από την αρχή.

Ξεκίνησα από τη μνήμη, τη δική μου προσωπική μνήμη, όσα είχα νιώσει όταν διάβασα πρώτη φορά το μυθιστόρημα. Μία λέξη μου ερχόταν στο μυαλό: «ελπίδα». Κάτι που χρειαζόμουν πολύ, εκεί στο μεταίχμιο, που είσαι παιδί και προχωράς προς την εφηβεία και βιάζεσαι να τρέξεις προς την ενηλικίωση, εκεί που αναζητάς με μανία μια διαδρομή και πέφτεις σε τοίχους. Τρως τα μούτρα σου και πρέπει να συνεχίσεις, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο. Και οι «Μικρές Κυρίες» μπορεί να μην έδωσαν απάντηση σε όσα ένιωθα τότε αλλά με καθησύχασαν. Έβλεπα τη Μεγκ να μου χαμογελάει, η Είμυ μου ζωγράφιζε όνειρα, η Μπεθ μου ψιθύριζε πόσο ωραίο είναι να έχεις ανθρώπους ν΄ αγαπάς και η Τζο μου φώναζε «Μη σε νοιάζει! Θα τα καταφέρουμε». Ερωτεύτηκα το Λώρυ, παρακαλούσα για έναν καθηγητή σαν τον κ. Μπρουκ και ήθελα να ακουμπήσω στον ώμο της Μάρμη και να της πω «Θα γυρίσει ο κ. Μαρτς, μην ανησυχείς!». Αφού το ήξερα το τέλος, το είχα διαβάσει είκοσι φορές, να μην της το πω;

Είναι ωραίο καμιά φορά να ονειροπολείς. Λείπει από το σήμερα, οι ταχύτητες είναι άλλες. Τρέχουμε να προλάβουμε τον πραγματικό κόσμο, μόνο που υπάρχει τόση ομορφιά στη φαντασία. Και τα παιδιά το έχουν στερηθεί αυτό. Από μικρά μπαίνουν σ’ έναν αγώνα για το αύριο. Και ναι είναι φοβερό αυτό, η «ποσότητα» μέλλοντος που έχουν μπροστά τους, πόσα πράγματα να κάνουν στη ζωή τους! Και αρχίζει η βιασύνη. Και μικραίνει σιγά-σιγά το παγκάκι που κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα, οι πύργοι στην άμμο και «οι στιγμές» γενικά. Οι «Μικρές Κυρίες» είναι μία επαναφορά στον κόσμο της φαντασίας και της ονειροπόλησης, που συνυπάρχει με τον πραγματικό, ενίοτε σκληρό κόσμο και μας θυμίζει πως μία «στιγμή» μπορεί να κρατάει, αν εμείς το θέλουμε.

Η Τζο, η αλλιώς η ίδια η Alcott, μιας και οι «Μικρές Κυρίες» είναι κομμάτι της ίδιας της ζωής της, αφηγείται. Πρόσωπα ξεπηδούν από τη μνήμη της και τις σελίδες του βιβλίου της, από κοινού με έναν μουσικό κόσμο που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ιστορίας. Η μουσική δε συνοδεύει την παράσταση, είναι σημαντικό κομμάτι της, ενίοτε εξελίσσει και την ίδια τη δράση. Έτσι η Μπεθ παίζει ζωντανά το πιάνο που τόσο αγαπούσε και παίρνει το ρόλο «μουσικού αφηγητή». Κι έτσι η ιστορία «μεγαλώνει» και αγγίζει εκείνες τις ευαίσθητες, νοσταλγικές χορδές που όλοι μας έχουμε ανάγκη να ξυπνήσουμε. Και ναι, η παράσταση έχει πολλές συγκινητικές στιγμές. Θέλω να συγκινούμαι και να συγκινώ. Είναι λύτρωση. Έχει και πολύ χιούμορ όμως. Τι είναι η συγκίνηση χωρίς το γέλιο; Και το γέλιο λύτρωση είναι. Ειδικά το γέλιο των παιδιών.

Συχνά με ρωτούν: για ποιον είναι η παράσταση; Είναι για παιδιά; Για ενήλικες; Για ποιες ηλικίες; Μεγάλους, μικρούς; Και απαντώ: «για όποιον θέλει για λίγο να ονειρευτεί».

Διαβάστε επίσης:

Μικρές Κυρίες, της Λουίζα Μέι Άλκοτ από την Αθηνά Χατζηαθανασίου στο θέατρο Αλάμπρα