ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, το απόκοσμο επηρεάζει δραστικά την αποτύπωση της πραγματικότητας.

Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό μοιράζονται τα διηγήματα που συναπαρτίζουν το βιβλίο: και στα τρία κάτι απόκοσμο εισβάλλει σε ένα κατά τα λοιπά ρεαλιστικό περιβάλλον, χωρίς να προσφέρεται ωστόσο η δυνατότητα λογικής εξήγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία αίσθηση αβεβαιότητας ως προς το τί θεωρείται πραγματικό και τί φανταστικό· μία αίσθηση που επιτείνεται τόσο από το ονειρικό κλίμα όσο και από μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα, η οποία, μέσα από σύμβολα και υπαινιγμούς, προδιαγράφει την πορεία των ηρώων προς τον θάνατο.

Το αλλόκοτο και το απόκοσμο, όπως παρουσιάζονται από τους τρεις εμβληματικούς συγγραφείς, αφήνουν στον αναγνώστη ένα σύγχρονο αποτύπωμα· αποδίδουν με καινοφανή τρόπο εκφάνσεις της υπαρξιακής αγωνίας των ηρώων, ενώ συνάμα φέρνουν στο προσκήνιο τις ασυνείδητες δυνάμεις που επηρεάζουν καθοριστικά την εικόνα μας για τον κόσμο και για τον εαυτό μας.

«Διασχίζοντας το απωθητικό χωριό, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Το άλογο ανάσαινε βαριά και σφυριχτά. Δεν κατάλαβε αμέσως τι ήταν, γιατί πρώτη φορά το άκουγε να αναπνέει έτσι. […] Στο τέλος παρατήρησε μακριά έναν ιππέα του ίδιου συντάγματος, που στεκόταν στην άλλη άκρη της πέτρινης γέφυρας […] Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του καβαλάρη κι έτσι σπιρούνισε ανυπόμονα το άλογό του και το υποχρέωσε να καλπάσει ζωηρά. Αμέσως κάλπασε κι ο άλλος κατά τον ίδιο τρόπο. Τους χώριζε πια η απόσταση βολής μιας πέτρας. Κι ενώ τα δύο άλογα πατούσαν συγχρόνως τη γέφυρα με τα μπροστινά λευκά τους πόδια, ο επιλοχίας με ανέκφραστο βλέμμα αναγνώρισε στον άλλο τον εαυτό του. Τράβηξε ασυναίσθητα τα χαλινάρια και έτεινε προς αυτό το ον τεντωμένο το δεξί χέρι με ορθάνοιχτα τα δάχτυλα. Τότε σταμάτησε η μορφή κι υψώνοντας το δεξί χέρι χάθηκε απότομα». – HUGO VON HOFMANNSTHAL, «Πολεμικὴ ιστορία»

«Πόσο διήρκεσε όλο αυτό… Ποιός ξέρει; Ποιός ξέρει έστω αν ο Άλμπρεχτ βαν ντερ Κβάλεν στ’ αλήθεια ξύπνησε εκείνο το απόγευμα και βγήκε στην άγνωστη πόλη· ή αν δεν έμεινε εντέλει κοιμισμένος στο κουπέ της πρώτης θέσης και αν δεν τον μετέφερε η ταχεία Βερολίνου–Ρώμης με τρομερή ταχύτητα στην άλλη άκρη του κόσμου; Ποιός από εμάς θα είχε το θράσος να απαντήσει με βεβαιότητα και υπευθυνότητα σε αυτή την ερώτηση; Παραμένει εντελώς ασαφές. “Όλα πρέπει να είναι μετέωρα…”» – THOMAS MANN, «Το ερμάριο»

«[…] το φάντασμα δεν αποτελεί πλέον μορφή ενός ανορθολογικά δαιμονιστικού κοσμοειδώλου αλλά μεταφορά για πολλά άρρητα και εκφοβιστικά, ανομολόγητα και ανησυχητικά, που απαντώνται στο νεωτερικό κοσμοείδωλο». – GERO VON WILPERT

Επίμετρο: Γιάννης Κοιλής
Στο εξώφυλλο: ακουαρέλα του Αλέξανδρου Σινιόσογλου φιλοτεχνημένη ειδικά για την παρούσα έκδοση.