Δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που διαχρονικά έχουν εμπνευστεί από την φύση και τα ζώα για να δημιουργήσουν το έργο τους, δεν είναι λίγοι οι ποιητές και οι συγγραφείς που οι ίδιοι ήταν κάτοχοι ζώων και οι οποίοι έγραψαν για αυτά με σκοπό να τους αφιερώσουν κάποιο διήγημα και να τα υμνήσουν. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξέφρασαν την ανάγκη προστασίας τους και κινήθηκαν με στόχο να ευαισθητοποιήσουν την πολλές φορές αδιάφορη κοινή γνώμη. Ο Γκυ ντε Μωπασάν, αυτός ο πολύ σπουδαίος μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος ως κάτοικος της επαρχίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα αλλά και φίλος πολλών ζωγράφων, όπως ο Κουρμπέ και ο Κορό, δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτήν τη διαδικασία, δεν θα μπορούσε να μην καταθέσει και αυτός τις σκέψεις του για τα ζώα μέσα από διηγήματα που καθρεφτίζουν από τη μία την αθωότητα και την ευαλωτότητα των ζώων και από την άλλη την πολλές φορές κραυγαλέα βαναυσότητα και αγριότητα των ανθρώπων.
Η ευαισθησία και η τρυφερότητα ενός συγγραφέα που έβλεπε στα ζώα τον εαυτό του
Η ζωή του, όσο σύντομη και αν ήταν, τον τροφοδότησε με υλικό πλούσιο για να κατορθώσει να το μετουσιώσει σε πνεύμα, γιατί αν δεν βάλεις ψυχή στο κείμενο και δεν έχει αυτή πονέσει, δεν έχεις ουσία στο λόγο σου. Έχει σε όλες τις ιστορίες έντονη τη μελαγχολία του αστικού τοπίου, το οποίο μέσα από την αφήγησή του παίρνει χρώμα, κάτι σαν έναν πίνακα του σύγχρονού του Εντουάρντ Μανέ. Οι περισσότερες ιστορίες του Γκυ ντε Μωπασάν πραγματεύονται τη ζωή στη πόλη, στην εργασία, στο σπίτι αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις εξάρσεις της, τις διακυμάνσεις της, την αστάθειά τους, ακριβώς έτσι όπως τις βίωσε ο ίδιος μέσα από την ίδια του ζωή, την πολυτάραχη, την πολύχρωμη και τη μυθιστορηματική κατά μία έννοια. Είχε όμως και το μικρόβιο εκείνο να ασχοληθεί με τον μαγικό κόσμο των ζώων, να αναδείξει πόσο ο άνθρωπος φέρεται σκληρά απέναντι σε αυτά θεωρώντας τον εαυτό του ως τον μοναδικό κυρίαρχο. Μαθητής του Φλωμπέρ, ο οποίος τον ενέταξε στους κύκλους της διανόησης και φρόντισε να τον κάνει γνωστό στο γαλλικό φιλαναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας με την ιμπρεσσιονιστική γραφή που είναι πλούσια σε περιγραφές, σκιάσεις και συναισθήματα, αποτέλεσε έναν κρίκο μεταξύ κοινωνίας και λογοτεχνίας.
Ο άνθρωπος δίχως τη φύση είναι ένα τίποτα, είναι έρμαιο του τέλους του και σκιά του εαυτού του μέχρι να αφανιστεί, η φύση είναι το σπίτι μας, το μεγάλο σπίτι που όλοι οφείλουμε να φροντίζουμε επιμελώς. Η άγρια φύση λόγω πολλών παραγόντων συρρικνώνεται μέρα με τη μέρα, οι επιφάνειες άγριας ζωής δυστυχώς περιορίζονται με πρώτο και κύριο αίτιο την αδηφάγα ανθρώπινη δραστηριότητα. Η χλωρίδα και η πανίδα της γης υπόκεινται σε μια συνεχόμενη και δραστική μείωση του πεδίου ανάπτυξής τους, το περιβάλλον τους δέχεται απανωτά πλήγματα από διάφορους παράγοντες και καθεμία και καθένας από εμάς έχουμε την υποχρέωση και το καθήκον να βάλουμε φρένο στην καταστροφή. Είναι θλιβερό τα δάση να καίγονται, τα ζώα να πνίγονται από πλαστικά, το χώμα να μολύνεται, όλα αυτά έχουν συνέπειες στη δική μας υπόσταση. Η μητέρα φύση και τα είδη που την απαρτίζουν, αποτελούν την ασπίδα του ανθρώπου για να συνεχίσει να ζει στον πλανήτη Γη.
Ο άνθρωπος που περιγράφεται μέσω των διηγημάτων αυτών είναι ένας άνθρωπος βαθιά εγωιστής και τις περισσότερες φορές χωρίς καμία αίσθηση τρυφερότητας, είναι ένας άνθρωπος που θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την εξυπηρέτηση της κυριαρχίας του και της υπεροχής του αδιαφορώντας για τα άλλα πλάσματα του Θεού. Ακόμα και στο διήγημα Δεσπονίς Κοκότα ο ιδιοκτήτης του σκυλιού αποφασίζει να εξοντώσει το ζωάκι μόνο και μόνο για να μην χάσει την θέση του και χαραμίσει το μέλλον του. Αυτά τα διηγήματα, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω έχουν τη μεταφραστική φροντίδα τεσσάρων νέων μεταφραστριών που ασχολήθηκαν με αυτά αφιλοκερδώς και υπό την καθοδήγηση της Έφης Κορομηλά, είναι χαρακτηριστικά ενός ανθρώπινου είδους που ήρθε στον πλανήτη πολύ αργότερα και όμως είναι υπεύθυνος για τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον των αθώων αυτών υπάρξεων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στον Κοκό, ένα διήγημα που προκαλεί θυμό και οργή ο πρωταγωνιστής Ζιντόρ κακομεταχειρίζεται το άλογο και το αφήνει να ταλαιπωρείται χωρίς κανέναν λόγο παρά μόνο για να απολαύσει με κακεντρέχεια και μίσος την ανημποριά και την αδυναμία του ζώου να αντιδράσει. Ξεθεωμένο και βασανισμένο, το ζώο περιμένει με ανυπομονησία τον θάνατό του μιας και δεν του αφήνει επιλογές να διαλέξει τη ζωή. «Ξελιγωμένο απ’ την πείνα, προσπάθησε να φτάσει την παχιά πρασινάδα που άγγιζε σχεδόν με τα ρουθούνια του. Γονάτισε, τέντωσε το λαιμό του, μαζί και τα γεμάτα σάλια χείλη του. Μάταια. Όλη μέρα, εξαντλήθηκε το γέρικο ζώο απ’ τις φοβερές και ανώφελες προσπάθειες. Η πείνα του έτρωγε τα σωθικά, μια πείνα που γινόταν όλο και πιο αβάστακτη απ’ τη θέα όλης εκείνης της πράσινης τροφής που απλωνόταν στον ορίζοντα».
Δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Μωπασάν απολαμβάνει το θρόνο του στο πάνθεον της πλούσιας γαλλικής λογοτεχνίας. Η ματιά του και η το αφηγηματικό του πρίσμα υπήρξαν ξεχωριστά και μοναδικά παρά το σύντομο κατ’ ομολογία πέρασμά του λόγω του πρόωρου χαμού του. Η οξυδέρκεια και η ιμπρεσιονιστική γραφή του που αποκαλύπτει τους χαρακτήρες ξεντύνοντας χωρίς φειδώ τους ήρωές του είναι ένα μοναδικό χάρισμα με το οποίο πορεύτηκε και εξέλιξε κατά πολύ την φλωμπερική κληρονομιά. Όλες τις ιστορίες αυτές, που ο Μωπασάν πλάθει με πλήθος εικόνων και λέξεων, δεν τις επινοεί απαραίτητα. Είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές των συμβάντων που ακούει κατά την παραμονή του και παρουσία του σε καφέ της πόλης αλλά και αποκύημα της έκτακτης φαντασιακής του ικανότητας.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η δεσποινίς Κοκότα – Δώδεκα ιστορίες για την αθωότητα και την τρυφερότητα των Ζώων»
«Έπεσε το σκοτάδι, το τσουχτερό κρύο έκανε τα κλαδιά των δέντρων να σπάνε. Ο Φρανσουά σηκώθηκε τρέμοντας, ανίκανος να μείνει εκεί περισσότερο, νιώθοντας πως θα λιποθυμούσε. Δεν ακουγόταν τίποτα πια, ούτε το γαύγισμα των σκυλιών, ούτε οι ήχοι των κεράτων, όλα σώπαιναν κάτω απ’ το αόρατο πέπλο του ορίζοντα και εκείνη η ζοφερή σιωπή του παγωμένου σούρουπου είχε κάτι τρομακτικό και αλλόκοτο».