Το έργο

Γραμμένο το 1959, οπότε και ανέβηκε για πρώτη φορά στη Φρανκφούρτη, το έργο κατατάσσεται στις λεγόμενες «Κωμωδίες της απειλής». Με τον όρο αυτό χαρακτηρίστηκαν, από την κριτικογραφία της εποχής, τα πρώτα έργα του Πίντερ, όπως, μεταξύ άλλων, Το Δωμάτιο, το Πάρτυ Γενεθλίων, ο Επιστάστης. Κοινή συνισταμένη τους είναι ότι εμπεριέχουν πολλά κωμικά στοιχεία, ενώ παράλληλα πλανάται μια υφέρπουσα αίσθηση απειλής, η οποία εν τέλει και θα αφανίσει τους ήρωες. Η απειλή αυτή, στα έργα έρχεται από έξω δημιουργώντας κατά συνέπεια ένα δίπολο ανάμεσα στο, φαινομενικά, ασφαλές δωμάτιο όπου βρίσκονται οι ήρωες και στον, φαινομενικά επίσης, απειλητικό εξωτερικό χώρο. 

Η προβληματική του χώρου είχε απασχολήσει τον Άγγλο συγγραφέα ήδη από τα πρώτα του κείμενα, όπως στις σύντομες ιστορίες, αλλά και τα ποιήματά του. Γραμμένα αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξέφραζαν την αγωνία του ίδιου του Χάρολντ Πίντερ για όλες τις έξωθεν απειλές (κυριολεκτικές και μεταφορικές), αλλά πολύ περισσότερο για την απληστία που καλλιεργείται στους ανθρώπους προκειμένου να έχουν και να κατέχουν έναν «ασφαλή» χώρο. Τα κλειστά αυτά πιντερικά δωμάτια όμως από προστατευτικές μήτρες μετατρέπονται σε φάκες, παγιδεύοντας την απληστία των ανθρώπων. Ανάλογα υπάρχει ο χώρος και στο Dumb Waiter. Η αδιόρατη ασφυξία που νιώθει, εξ αρχής, άλλωστε ο Γκας επιβεβαιώνεται στο τέλος. 

Στο Dumb Waiter, ο Μπεν και ο Γκας βρίσκονται στο ισόγειο ή ίσως υπόγειο ενός κτηρίου αναμένοντας οδηγίες και εντολές από κάποιον. Κατά τη διάρκεια της αναμονής τους όμως και ενώ προσπαθούν να γεμίσουν τον χρόνο, αναμετρώνται μεταξύ τους εκπροσωπώντας δύο διαφορετικές όψεις ενός ανθρώπου: ο Γκας ψάχνει απαντήσεις στις απορίες του, ενώ ο Μπεν θέλει απλώς να τελειώνει με την δουλειά του και να επιστρέψει σπίτι του. Συνεργάτες, μοιράζονται αναμνήσεις και εμπειρίες. Στο τέλος όμως θα κληθούν να  αναμετρηθούν δοκιμάζοντας τη σχέση τους, τη θέση, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή.

Η παράσταση

Η Δανάη Σπηλιώτη έστησε μια άρτια παράσταση, η οποία απέδωσε τόσο το πνεύμα, όσο και το γράμμα του Πίντερ. Διάβασε το κείμενο αναδεικνύοντας τη μουσικότητα της γραφής του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα. «Ακούστηκαν» λοιπόν όλες οι παύσεις και οι σιωπές του κειμένου, υπογραμμίστηκαν τα κωμικά στοιχεία, καλλιεργήθηκε η ατμόσφαιρα απειλής και σταδιακά η παράσταση οδηγήθηκε στην κορύφωσή της. 

Ο Πίντερ δεν συνήθιζε να δίνει απαντήσεις για τα έργα του. Σε συνέντευξή του στον Mel Gussow, ωστόσο, το 1989, συσχέτισε ξεκάθαρα το Dumb Waiter με θέματα που άπτονται της πολιτικής. Την οπτική αυτή φώτισε και η σκηνοθέτις. Η απρόσωπη, απαιτητική και αχόρταγη αρχή που ζητάει διαρκώς κάτι από τους δύο άνδρες, είναι η εκάστοτε πολιτική δύναμη που εκμηδενίζει τον άνθρωπο-πολίτη προκειμένου να λάβει αυτό που θέλει. Στην περίπτωση που κάποιος την αμφισβητεί ή θέτει πολλές ερωτήσεις, τότε η αρχή απλώς τον αφανίζει. 

 

Οι Ηθοποιοί

Πολύτιμοι αρωγοί της τόσο καθαρής σκηνοθετικής γραμμής υπήρξαν οι δύο ηθοποιοί. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος (Μπεν) παρέδωσε μαθήματα πιντερικής υποκριτικής: απέδωσε το ρόλο του με μοναδική μαεστρία και ικανότητα, ενώ παράλληλα οι εκφράσεις, οι ματιές και οι κινήσεις του γέμιζαν τις γνωστές παύσεις και τις σιωπές του Πίντερ. Σε μια από τις πλέον ώριμες στιγμές του επιβεβαίωσε την υποκριτική του δεινότητα. Ο Μιχάλης Τιτόπουλος (Γκας) κατάφερε στην υποκριτική του να μετουσιώσει τις απαιτήσεις του πιντερικού κειμένου, ενώ παράλληλα η κινησιολογία του θύμιζε έντονα τον, πνευματικό μέντορα του Άγγλου συγγραφέα, Σάμιουελ Μπέκετ. Οι κινήσεις και οι παύσεις του έδειχναν με ξεκάθαρο τρόπο τους μπεκετικούς απόηχους που ενυπάρχουν στα, πρώτα ιδιαίτερα, έργα του Χάρολντ Πίντερ. 

Οι Συντελεστές

Η μετάφραση (Μιχάλης Μακρόπουλος) απέδωσε με σαφήνεια τόσο το κείμενο, όσο και το πνεύμα του Πίντερ. Το λιτό, αλλά δηλωτικό της ατμόσφαιρας σκηνικό σηματοδότησε από την αρχή την αίσθηση ασφυξίας. Χωρίς παράθυρα, «γυμνό» και λιτό συνέτεινε στην κλιμακούμενη αγωνία και απορία αναφορικά με το τί πρόκειται να συμβεί. Την ίδια στιγμή, τα κοστούμια (Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης) έφεραν πολλαπλούς συμβολισμούς. Αφενός, έκλειναν το μάτι στο θεατή θυμίζοντας, αρχικά, γκαρσόνια, ενώ στη συνέχεια οι δύο ήρωες μεταμορφώνονταν σε δυνητικούς εκτελεστές˙ αφετέρου, έπαιξαν με το άσπρο-μαύρο (καλό-κακό, αντιδραστικός-πειθήνιος, αρχή-υποτελής). Ακόμα και τα δετά παπούτσια των ηρώων παρέπεμπαν ευθέως στους Ντίντι και Γκόγκο, του Περιμένοντας τον Γκοντό. Τέλος, εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος του φωτισμού (Μελίνα Μάσχα), ο οποίος υπογράμμιζε και τόνιζε τα συναισθήματα και τα γεγονότα στην παράσταση. 

Εν κατακλείδι

Πρόκειται για μια φρέσκια πρόταση, που σφύζει από ζωή και χυμούς. Η σκηνοθέτις απέδειξε ότι τα έργα του Πίντερ κατακλύζονται από νοήματα και πολλαπλά επίπεδα, αλλά, σαν την ίδια τη ζωή, είναι απλά, ρεαλιστικά και αληθοφανή. Δεν χρειάζονται πολλές και επιτηδευμένες σκηνοθετικές ιδέες˙ αρκεί η καλή σκηνοθετική ανάγνωση των κειμένων, προκειμένου να ζωντανέψουν. Μια τέτοια σκηνοθετική ικανότητα, η οποία δείχνει παράλληλα βαθιά κατανόηση των έργων, συχνά απουσιάζει, αλλά η Δανάη Σπηλιώτη έδειξε ότι την διαθέτει. Η παράσταση είναι αληθινά απολαυστική, έντονα κωμική και γεμάτη νοήματα. Πρόκειται για ένα θεατρικό διαμαντάκι στη φετινή θεατρική Αθήνα.  

Διαβάστε επίσης:

The Dumb Waiter, του Χάρολντ Πίντερ σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη στο θέατρο Σημείο