Ο θάνατος της μητέρα του ήρωα το κρίσιμο για τη χώρα καλοκαίρι του 2015 πυροδοτεί μια αναδρομή στο προσωπικό του αλλά και στο ιστορικό παρελθόν, της οικογένειάς του αλλά και της σύγχρονης Ελλάδας, της συνοικίας του αλλά και της Αθήνας εν γένει. Η μητέρα φαντάζει μυστηριώδης, ανεξιχνίαστη, ενώ τα τελευταία της λόγια ανάγονται σε γρίφο που ο πρωταγωνιστής θα προσπαθήσει να διαλευκάνει ως άλλος ντετέκτιβ. Το ζήτημα της ταυτότητας, προσωπικής και εθνικής, διατρέχει το βιβλίο και ο συγγραφέας το πραγματεύεται πολύπλευρα και διεξοδικά. Όσο για το –εύλογο– ερώτημα που ενδεχομένως απασχολήσει τον αναγνώστη αν πρόκειται για μυθοπλασία ή αυτοβιογραφία, αυτό χάνει τη σημασία του αν αναλογιστεί κανείς με πόση ενάργεια πετυχαίνει ο συγγραφέας να παρουσιάσει μια άλλη εποχή, και το πώς αυτή έδωσε τη θέση της στο σήμερα.
***
– Το πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η αφήγηση στο τελευταίο σας βιβλίο είναι η μητέρα του αφηγητή —σεβόμενη τον χαρακτηρισμό του βιβλίου ως μυθιστορήματος αναφέρομαι στον αφηγητή στο τρίτο πρόσωπο— η οποία φαίνεται να περιβάλλεται από ένα μυστήριο. Είναι μοιραίο οι γονεϊκές φιγούρες να είναι πάντα σε έναν βαθμό μυστηριώδεις για τα τέκνα τους;
Μοιραίο δεν θα έλεγα ότι είναι, γιατί σε πολλές περιπτώσεις οι γονείς «απομαγεύονται» κάποια στιγμή στα μάτια των παιδιών τους, όταν αυτά μεγαλώσουν αρκετά. Στη δική μου περίπτωση, πάντως, η τύχη ή οι περιστάσεις το έφεραν έτσι ώστε η μητέρα μου να διατηρήσει ώς το τέλος κάτι το μυστηριώδες, το απροσπέλαστο. Αυτό προσπάθησα να εξιχνιάσω στο μυθιστόρημά μου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Ο αφηγητής δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει για πολύ μακριά από την Ελλάδα, παρά την αμφίθυμη σχέση του με τη χώρα. Δεδομένης της σχέσης του και με την πόλη του, μακριά από την Αθήνα πόσο εύκολο είναι ή θα ήταν;
Κοιτάξτε, εδώ και έξι χρόνια ζω στην Αίγινα. Έρχομαι όμως τακτικά στην Αθήνα και μου αρέσει αυτή η εναλλαγή ή, καλύτερα, αυτά τα αθηναϊκά διαλείμματα. Αλλά η Αθήνα έχει αλλάξει πολύ αυτά τα έξι χρόνια. Έχει γίνει πιο απρόσωπη, πιο ομοιόμορφη, πιο ασφυκτική, όλα αυτά λόγω κυρίως του υπερτουρισμού και του AirBnB. Για τον αφηγητή επομένως, το alter ego μου, το να ζει σε κάποια απόσταση από την Αθήνα είναι ευλογία. Ισχύει όμως πάντα ότι δεν θα ήθελα να ζω σε άλλη χώρα.
– Μπορεί κανείς να βρει ακόμα στους δρόμους της Αθήνας φυσιογνωμίες ενός αλλοτινού καιρού;
Όλο και σπανιότερα. Υπάρχει μια ανθρωπολογική μετάλλαξη, που εξαπλώνεται ολοένα. Μπορείς να αναστήσεις παλιά κτίρια, παλιά μαγαζιά, παλιά σινεμά και διάφορα άλλα, όπως συμβαίνει σήμερα εδώ κι εκεί, αλλά τους ανθρώπινους τύπους δεν μπορείς να τους ξαναζωντανέψεις. Ούτε καν σε κινηματογραφική ταινία ή σε σίριαλ, γιατί όποτε έχει επιχειρηθεί φαίνονται ψεύτικοι σε όποιον έχει γνωρίσει αλλοτινές εποχές.
– Πόσο εύκολα μπορεί να φτάσει κάποιος σε έναν εσωτερικό, αμετακίνητο ταυτοτικό πυρήνα, ο οποίος δεν θα ταυτίζεται με εξωτερικά γνωρίσματα ούτε θα κλονίζεται από μεταβολές στις εξωτερικές περιστάσεις;
Αυτό είναι ουσιαστικά το θέμα του βιβλίου μου και οριστική απάντηση δεν υπάρχει. Γίνεται εκεί διερεύνηση του ζητήματος, υπάρχουν σπέρματα ή υποψίες απαντήσεων, αλλά ο πυρήνας που είπατε διαφεύγει ολοένα τον αφηγητή, γιατί οι απορίες του που λύνονται γεννούν καινούργιες απορίες.
– Για ποιον λόγο συμπεριλάβατε στο βιβλίο σας το μέιλ μιας νεαρής αναγνώστριας η οποία είχε διαβάσει το βιβλίο σας πριν εκδοθεί και εκθέτει την οπτική ενός νέου ανθρώπου;
Το μέιλ αυτό είναι κατασκευασμένο, η συντάκτριά του είναι ανύπαρκτο πρόσωπο. Θέλησα με αυτό να προεξοφλήσω τις απορίες, τις ενστάσεις, την αμηχανία που θα είχε ένας πολύ νέος άνθρωπος στην Ελλάδα διαβάζοντας το βιβλίο μου.
– Ποιες είναι οι ταυτότητες ανάμεσα στις οποίες βλέπετε να αμφιταλαντευόμαστε σήμερα ως λαός;
Νομίζω ότι η αμφιταλάντευσή μας ή, όπως θα έλεγα εγώ, ο πολυμερισμός της κουλτούρας μας ανάμεσα στην «καθ’ ημάς Ανατολή», το μεσογειακό στοιχείο, τις βαλκανικές παραδόσεις και τη δυτική επίδραση μπορεί να είναι μια πολύ ξεχωριστή, ακόμα και συναρπαστική ταυτότητα, με την προϋπόθεση όμως ότι θα την ενστερνισθούμε, θα εμβαθύνουμε σ’ αυτή και θα την καλλιεργήσουμε, αντί να κλαιγόμαστε επειδή δεν είμαστε μόνον η μία ή η άλλη πλευρά της, όπως γίνεται συνήθως σήμερα.
– Δεδομένης μιας εγχώριας και παγκόσμιας κατάστασης η οποία μοιάζει να πηγαίνει από κρίση σε κρίση, με οικονομική δυσπραγία και πολεμικές συρράξεις οι οποίες εκτυλίσσονται επικίνδυνα κοντά μας, τι θεωρείτε χρήσιμο να έχει κανείς στον νου του σαν πυξίδα;
Αν είχα μια έτοιμη απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση, θα είχα δραπετεύσει από τις αγωνίες της εποχής μας, θα ζούσα σ’ έναν άλλο, δικό μου κόσμο. Επειδή όμως ζούμε σε μια εποχή απόλυτης φαινομενικότητας, που παράγεται και προωθείται από την ψηφιακή τεχνολογία, τα σόσιαλ μίντια, την καταναλωτική κουλτούρα, τώρα και από την τεχνητή νοημοσύνη, θα έλεγα ότι είναι πολύ σημαντικό να αφουγκράζεται κανείς τον εαυτό του, να καταλαβαίνει γιατί πιστεύει αυτά που πιστεύει, γιατί θέλει αυτό που θέλει, γιατί πράττει όπως πράττει, τι είναι αυθεντικό μέσα του και τι του χρειάζεται πραγματικά για να νιώθει ολοκληρωμένος. Ίσως θα μπορούσε τότε να διαρρήξει τον πέπλο της φαινομενικότητας και να διακρίνει την ουσία των όσων συμβαίνουν στον κόσμο.
Photo Credit: Vibeke Espholm
Διαβάστε επίσης:
Δημοσθένης Κούρτοβικ – Ο ήχος της σιωπής της: Βιβλίο σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας