«Πιστεύω πως η τύφλωση μου προσέφερε μεγαλύτερη ενόραση στον εσωτερικό κόσμο…Ήταν το όχημα που με έφερε στο δρόμο της μουσικής» έχει πει ο Χοακίν Ροντρίγκο που έχασε την όρασή του από διφθερίτιδα σε ηλικία μόλις τριών ετών. Πιστός στις ισπανικές του ρίζες, μελωδικά επινοητικός κι έχοντας υιοθετήσει ένα ιδίωμα που ο ίδιος αποκαλούσε «νέο-παραδοσιακό», ο Ροντρίγκο, έχει παραδώσει – μεταξύ άλλων- το δημοφιλές Κοντσέρτο «του Αρανχουέθ» για κιθάρα και ορχήστρα, το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία  από την πρώτη στιγμή (Νοέμβριος 1940). Αυτό το παλλόμενο από συναισθήματα κι εναλλαγές έργο, στα χέρια του Ισπανού Πέπε Ρομέρο, ενός από τους πλέον αναγνωρίσιμους κι επιδραστικούς πρέσβεις της κλασικής κιθάρας, βρίσκεται στην καρδιά της φιλανθρωπικής συναυλίας «Πέπε Ρομέρο & Κρίστοφ Έσενμπαχ», που θα δώσει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 29.11. Η βραδιά ανοίγει με το Φωτογραφικό Άλμπουμ για Ορχήστρα, που ο πιανίστας και συνθέτης Αχιλλέας Γουάστωρ αφιερώνει στον θρυλικό Κρίστοφ Έσενμπαχ, αρχιμουσικό της συναυλίας. Αποδίδονται τρεις μουσικές εικόνες ενός άντρα σε διαφορετικές ηλικίες. Η Γέννηση (παρατηρώντας την ανατολή), η Νεότητα (Ελπίζοντας στη ζωή) κι η Μέση Ηλικία (Ζώντας σα να μην υπάρχει αύριο). Το δεύτερο μέρος της βραδιάς, μονοπωλείται από την Φανταστική Συμφωνία, «Επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη» του Εκτόρ Μπερλιόζ. Η Φανταστική Συμφωνία  αποτέλεσε πρότυπο για τους δημιουργούς του Ρομαντισμού ενώ μεταξύ των καινοτομιών της ήταν η ύπαρξη μίας έμμονης θεματικής ιδέας, η οποία εμφανίζεται σε όλα τα μέρη  και αποτελεί τη μουσική ενσάρκωση της μορφής της Αγαπημένης. Πρωτόγνωρη  ήταν και  ενορχήστρωση, που αναδεικνύει όργανα εντελώς ασυνήθιστα για τα δεδομένα της εποχής (1830) όπως η άρπα, η κορνέτα, οι καμπάνες ή η οφικλείδα (ένας πρόγονος της τούμπας).  Όσο για τα διάφορα «επεισόδια» που βιώνει ο «καλλιτέχνης», αυτά  έχουν σε έναν βαθμό  αυτοβιογραφική διάσταση και κινούνται μεταξύ πάθους και παραίσθησης εμπνευσμένα από το πάθος του συνθέτη για την Ιρλανδή ηθοποιό Χάριετ Σμίθσον.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΓΟΥΑΣΤΩΡ (γεν. 1973)
Photo Album for Orchestra, αφιερωμένο στον Christoph Eschenbach

ΧΟΑΚΙΝ ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ (1901–1999)
Κοντσέρτο «του Αρανχουέθ» για κιθάρα και ορχήστρα

ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΡΛΙΟΖ (1803–1869)
Φανταστική Συμφωνία, έργο 14 «Επεισόδιο από την ζωή ενός καλλιτέχνη»

Συντελεστές

  • ΣΟΛΙΣΤ Πέπε Ρομέρο, κιθάρα
  • ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Κρίστοφ Έσενμπαχ
  • Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Μέρος των εσόδων θα διατεθεί για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Το σχόλιο του Πέπε Ρομέρο

Το Κοντσέρτο «του Αρανχουέθ» είναι ένα άψογα φιλοτεχνημένο και εμπνευσμένο έργο. Προέρχεται από πολύ βαθιές συναισθηματικές εμπειρίες του Ροντρίγκο του οποίου η τύφλωση από διφθερίτιδα σε ηλικία μόλις τριών ετών έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ενασχόλησή του με τη μουσική. Ο ίδιος πίστευε πως η τύφλωση του είχε προσφέρει μεγαλύτερη ενόραση στον εσωτερικό κόσμο… Και κάθε νότα εμπεριέχει την αλήθεια και την ουσία μέσα της.

Ο Κρίστοφ Έσενμπαχ έχει πει…

Το μάθημα που πηγάζει από τη μουσική είναι ακριβώς το αντίθετο από την επιθετικότητα, επικεντρώνεται στην αγάπη και την ομορφιά, είναι ιαματικό. Και θεωρώ ότι σε καιρούς χαλεπούς σαν και αυτούς που ζούμε τώρα, εμείς οι μουσικοί πρέπει να εξηγούμε στον κόσμο ποια είναι η δύναμη της μουσικής, να κάνουμε μουσική διπλωματία

Για την ιστορία…

ΧΟΑΚΙΝ ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ (1901 – 1999)
Κοντσέρτο «του Αρανχουέθ» για κιθάρα και ορχήστρα

1. Allegro con spirito

2. Adagio

3. Allegro gentile

Η τύφλωση του Ισπανού Χοακίν Ροντρίγκο από διφθερίτιδα σε ηλικία μόλις τριών ετών έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα ενασχόλησή του με τη μουσική. Ο ίδιος αργότερα σημείωνε χαρακτηριστικά: «Πιστεύω πως η τύφλωσή μου μού προσέφερε μεγαλύτερη ενόραση στον εσωτερικό κόσμο… Ενώ κάθομαι σε αυτή την ψάθινη καρέκλα, αναλογίζομαι πως αυτή η αρρώστια, η απώλεια της όρασης ήταν το όχημα που με έφερε στο δρόμο της μουσικής».

Το 1927 ο Ροντρίγκο μετέβη στο Παρίσι για σπουδές σύνθεσης με τον Πωλ Ντυκά. Εκεί γνωρίστηκε με τον συμπατριώτη του, συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια, ο οποίος τον κατηύθυνε και τον επηρέασε σημαντικά. Το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936) τον ανάγκασε να παραμείνει εκτός Ισπανίας (σε Γαλλία και Γερμανία συγκεκριμένα), στην οποία επέστρεψε με τη λήξη του εμφυλίου, το 1939. Εκείνη τη χρονιά είχε γράψει και το Κοντσέρτο «του Αρανχουέθ» για κιθάρα και ορχήστρα. Η πρώτη του εκτέλεση δόθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1940 στη Βαρκελώνη με σολίστα τον Ρεχίνο Σάινθ ντε λα Μάθα, που ήταν και ο αποδέκτης της αφιέρωσης του έργου, και την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βαρκελώνης υπό τη διεύθυνση του Θέσαρ Μεντόθα Λαζάλε. Η επιτυχία και απήχηση του έργου ήταν άμεση και τεράστια καθιστώντας τον Ροντρίγκο παγκοσμίως γνωστό και το κοντσέρτο ως ένα από τα πλέον γνωστά και αγαπημένα έργα του ρεπερτορίου της κιθάρας.

Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στο ανάκτορο του Αρανχουέθ στις όχθες του ποταμού Τάγου κοντά στη Μαδρίτη, που χρησιμοποιούσαν ως θερινή τους κατοικία οι Ισπανοί βασιλείς του οίκου των Βουρβόνων κατά τον 18ο αιώνα. Ο συνθέτης διευκρίνισε πως σκοπός του δεν ήταν σε καμία περίπτωση να γράψει ένα προγραμματικό έργο. Η παραπομπή στο Αρανχουέθ έχει –πάντα σύμφωνα με τον ίδιο- περισσότερο χαρακτήρα χρονικής αναφοράς στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αυλές του Καρόλου Δ’ και του Φερδινάνδου Ζ’ της Ισπανίας. Οι έκτασης περίπου 300 στρεμμάτων κήποι του ανακτόρου ενέπνευσαν τον συνθέτη, που με τη μουσική του αυτή θέλησε να αποτυπώσει «το άρωμα από τις μανόλιες, το κελάηδημα των πουλιών και το ανάβλυσμα των πηγών».

Από μουσικής άποψης ο Ροντρίγκο έμεινε πιστός στις ισπανικές του ρίζες. Έχοντας από τη φύση του μία αξιοσημείωτη μελωδική επινοητικότητα δεν συμπορεύτηκε με την πρωτοπορία της εποχής του αλλά υιοθέτησε ένα ιδίωμα «νέο-παραδοσιακό», όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε. Το πρώτο μέρος του Κοντσέρτου βασίζεται ουσιαστικά στο χορό του fandango εναλλάσσοντας ρυθμούς 6/8 και 3/4. Ακολουθώντας μία παράδοση των κοντσέρτων του μπαρόκ, ορχηστρικά και σολιστικά τμήματα αντιπαρατίθενται, με τα δεύτερα να θυμίζουν κάποιες φορές φλαμένκο, ενώ από τονικής άποψης επικρατεί ο Φρύγιος τρόπος.

Το δεύτερο μέρος ανοίγει με μία σειρά από ακόρντα της κιθάρας, πάνω στα οποία το αγγλικό κόρνο εκθέτει μία πασίγνωστη, βαθιά μελαγχολική μελωδία, οι αισθητικές ρίζες της οποίας βρίσκονται στη saeta, ένα θρηνητικό τραγούδι της Ανδαλουσίας που τραγουδιέται από γυναίκες κατά την Μεγάλη Εβδομάδα. Άλλοι μελετητές θεωρούν πως η μελωδία αυτή εκφράζει το θρήνο του συνθέτη για το χαμό ενός παιδιού του, που η γυναίκα του απέβαλε κατά την εγκυμοσύνη. Η κιθάρα επαναλαμβάνει τη μελωδία, αυτή τη φορά πλούσια διανθισμένη και επεξεργασμένη με έντονα ισπανικό χρώμα. Μετά από μία δεξιοτεχνική καντέντσα, η ορχήστρα απρόσμενα ξεσπάει παρουσιάζοντας το ίδιο θέμα με ηχηρό και συνταρακτικό πλέον τρόπο, αφήνοντας από εκεί και ύστερα τη μουσική σταδιακά να αποφορτιστεί.

Το τρίτο μέρος επαναφέρει τη χορευτική διάθεση του πρώτου μέρους. Παλλόμενο ανάμεσα στους ρυθμούς τριών τετάρτων και δύο τετάρτων, συνδυάζει φολκλορικές μελωδίες με μία αντιστικτική γραφή σε στυλ μπαρόκ. Εντυπωσιακό είναι το ήσυχο, σαν ψίθυρος, τέλος του κοντσέρτου, το οποίο -σύμφωνα πάντα με τον συνθέτη- «πρέπει να είναι τόσο δυνατό όσο μία πεταλούδα».

ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΡΛΙΟΖ (1803 – 1869)
Φανταστική Συμφωνία, έργο 14 «Επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη»

1. Όνειρα – Πάθη (Largo – Allegro agitato e appassionato assai – Religiosamente)

2. Ένας Χορός (Valse: Allegro non troppo)

3. Σκηνή στους αγρούς (Adagio)

4. Πορεία προς το μαρτύριο (Allegretto non troppo)

5. Όνειρο μιας οργιαστικής νύχτας (Larghetto – Allegro assai – Allegro – Dies irae – Ronde du Sabbat – Dies irae et Ronde du Sabbat ensemble)

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1827 ο νεαρός Μπερλιόζ παρακολούθησε μία παράσταση του Άμλετ στο Théâtre de l’ Odéon του Παρισιού, όπου τον ρόλο της Οφηλίας υποδυόταν η Ιρλανδή ηθοποιός Χάριετ Σμίθσον. Ο κεραυνοβόλος έρωτας του για εκείνη υπήρξε παράφορος και συγχρόνως η αφορμή για τη σύνθεση της Φανταστικής Συμφωνίας, ενός έργου–σταθμού στην ιστορία της συμφωνικής μουσικής. Η επική αυτή συμφωνία γράφτηκε στις αρχές του 1830 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 5 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς στο Ωδείο του Παρισιού υπό τη διεύθυνση του Φρανσουά – Αντουάν Χαμπενέκ προκαλώντας ανάμικτα συναισθήματα στο κοινό. Η Σμίθσον δεν ήταν παρούσα, αφού επέστρεψε με τον θίασό της στο Παρίσι το 1832. Έναν χρόνο μετά παντρεύτηκε τελικά τον Μπερλιόζ αλλά ο γάμος τους έμελλε να είναι κάθε άλλο παρά ευτυχισμένος.

Πολλοί θεωρούν την Φανταστική Συμφωνία ως την πιο επαναστατική «πρώτη» συμφωνία που έχει γραφτεί ποτέ από συνθέτη –και μάλλον έχουν δίκιο. Όπως φανερώνει ευθύς εξαρχής ο υπότιτλός της («Επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη») και οι τίτλοι καθενός από τα μέρη της, η Συμφωνία είναι ένα έργο προγραμματικό, υπό την έννοια ότι η μουσική εκφράζει συγκεκριμένες εικόνες και καταστάσεις μη μουσικής προέλευσης. Αν και το φαινόμενο αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο (αρκεί να σκεφτεί κανείς την Ποιμενική Συμφωνία του Μπετόβεν και όχι μόνο), η Φανταστική Συμφωνία ομολογουμένως άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και αποτέλεσε ένα πρότυπο για τους συνθέτες του Ρομαντισμού, που διοχέτευσαν τόσο συχνά τη μουσική τους σε μία προγραμματική κατεύθυνση. Ο Μπερλιόζ θεωρούσε αναγκαίο για την κατανόηση της Συμφωνίας, ο ακροατής να είναι εξοικειωμένος με το συγκεκριμένο πρόγραμμα και εν όψει της πρεμιέρας κατέγραψε λεπτομερώς την ανάλυση των μερών της Συμφωνίας. Τα διάφορα «επεισόδια» που βιώνει ο «καλλιτέχνης» έχουν σε έναν βαθμό μία αυτοβιογραφική διάσταση και κινούνται μεταξύ πάθους και παραίσθησης.

Σύμφωνα με τα γραφόμενα λοιπόν του Μπερλιόζ, το πρώτο μέρος αναφέρεται σε έναν νέο μουσικό, ο οποίος ερωτεύεται παράφορα μία γυναίκα και παραδίδεται σε στιγμές μελαγχολικού ρεμβασμού ή ξέφρενου πάθους, παλλόμενος ανάμεσα σε συναισθήματα οργής και τρυφερότητας. Η μορφή της αγαπημένης συνεχίζει να «στοιχειώνει» τον νέο είτε αυτός παρευρίσκεται σε μία χαρούμενη γιορτή (δεύτερο μέρος) είτε περνά μόνος ένα βράδυ στην εξοχή ακούγοντας από μακριά δύο βοσκούς να παίζουν έναν σκοπό και παραδιδόμενος άλλοτε στην ελπίδα και άλλοτε στον φόβο (τρίτο μέρος). Στη συνέχεια ο καλλιτέχνης, νιώθοντας πως ο έρωτάς του δεν έχει ανταπόκριση, δηλητηριάζεται με ουσίες που του δημιουργούν παραισθήσεις· έτσι οραματίζεται πως έχει σκοτώσει την αγαπημένη του, έχει καταδικαστεί γι’ αυτό και οδηγείται προς εκτέλεση. Το φινάλε περιγράφει σκηνές ενός δαιμονικού, μακάβριου οργίου, με αλλόκοτα πλάσματα -αλλά και την άλλοτε αγαπημένη- να έχουν συγκεντρωθεί για την κηδεία του καλλιτέχνη.

Αξιοσημείωτη καινοτομία της Φανταστικής είναι επίσης η ύπαρξη μίας έμμονης θεματικής ιδέας (idée fixe), η οποία εμφανίζεται σε όλα τα μέρη της και αποτελεί τη μουσική ενσάρκωση της μορφής της Αγαπημένης, που στο μυαλό του συνθέτη δεν ήταν βέβαια άλλη από την Σμίθσον. Το εκτενές και λυρικό αυτό θέμα (σαράντα μέτρων) εκτίθεται για πρώτη φορά από τα φλάουτα και τα βιολιά στην αρχή του κυρίως γρήγορου τμήματος του πρώτου μέρους (Allegro agitato e appassionato assai). Στο δεύτερο μέρος, φλάουτο και όμποε το παρουσιάζουν μεταμορφωμένο σε τρίσημο χορευτικό ρυθμό, ενώ στο επόμενο μέρος το θέμα μεταμορφώνεται βουκολικά από τα ίδια όργανα. Ένα μικρό τμήμα της idée fixe επανέρχεται προς το τέλος του τέταρτου μέρος στο σόλο κλαρινέτο, ενώ περιπαικτικοί υπαινιγμοί του γίνονται στο φινάλε από το πίκολο φλάουτο και το κλαρινέτο σε μι ύφεση.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής ενορχήστρωση του έργου. Όργανα εντελώς ασυνήθιστα για μία τυπική συμφωνική ορχήστρα του 1830, όπως η άρπα, η κορνέτα, οι καμπάνες ή η οφικλείδα (ένας πρόγονος της τούμπας) κάνουν εμφανέστατη την παρουσία τους στην Φανταστική Συμφωνία.  Επίσης, ο συνθέτης χρησιμοποιεί διάσπαρτα ειδικά ηχητικά εφέ, όπως είναι το παίξιμο των εγχόρδων με το ξύλο του δοξαριού ή ένα απειλητικό τρέμολο από τέσσερις τυμπανίστες στο τρίτο μέρος, που παραπέμπει σε μία μακρινή καταιγίδα. Τέλος, οι εκτελεστικές οδηγίες στην παρτιτούρα είναι σε πολλές περιπτώσεις καινοφανώς αναλυτικές και ευφάνταστες.

Κεντρική εικόνα θέματος: Κρίστοφ Έσενμπαχ ©LucaPiva | Πέπε Ρομέρο © Paul Carter

Διαβάστε επίσης:

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Καλλιτεχνικός προγραμματισμός 2024/25