«Όταν το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε…» είχε πει ο μέγας Χατζιδάκις. Έγραψα το Η Κρεατόπιτα θέλοντας να μιλήσω για τη στιγμή εκείνη που συνειδητοποιείς ότι ίσως και ν’ απέχεις λίγο από το να αρχίσεις να μοιάζεις στο πρόσωπο του τέρατος… Για εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι είσαι στο στάδιο που, ευτυχώς, ακόμη σε τρομάζει κι ότι αν δεν μετουσιώσεις σε κάτι διαφορετικό τον τρόμο σου, τότε ναι το επόμενο στάδιο είναι να το συνηθίσεις και να αρχίσεις να γίνεσαι και εσύ… το τέρας. Υπό αυτή την έννοια είναι ένα έργο βαθύτατα πολιτικό. Γραμμένο με αφορμή πρόσφατα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που μας απασχόλησαν, άλλα λίγο κι άλλα (πάρα) πολύ, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες. Κι υπό αυτή την έννοια το Η Κρεατόπιταείναι κι ένα έργο universal που μπορεί να αφορά τους πολίτες όχι μόνο της δικής μας κοινωνίας, αλλά κι άλλων σύγχρονων δυτικών, τουλάχιστον, κοινωνιών. 

Είναι ίσως ταυτόχρονα και μια κραυγή για όλα όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν γύρω μας και πολύ συχνά τα πετυχαίνουμε στο σκρολάρισμά μας στα κοινωνικά δίκτυα κι ενώ τα νιώθουμε να μας «τσιμπάνε» βαθιά μέσα μας, έρχεται το επόμενο ποστ να μας ηρεμήσει ή να μας κάνει να ξεχαστούμε, θάβοντας την κραυγή μας. Η Κρεατόπιτα βρίθει αναφορών σε σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα χωρίς να κατανομάζεται κανένα: από την πλατεία Ταξίμ στις εξεγέρσεις στην Χιλή, από τους πρόσφυγες του Ιράκ και της Συρίας μέχρι τα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και τα αυστηρά μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας κατά την πανδημία, από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου στις διαδηλώσεις για τα μνημόνια, από τα κοινωνικά κέντρα της Ιταλίας στους άστεγους της Αθήνας, από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα στο τρομοκρατικό χτύπημα στο Μπατακλάν και το έγκλημα στα Τέμπη… Παντού η βία που μοιάζει να αφορά ακόμη περισσότερο τη γυναίκα, είτε ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας ή και εμπορίου λευκής σαρκός, είτε ως εύκολος στόχος στις απρόσωπες πόλεις σε περιόδους ειρήνης, είτε ως άμαχος πληθυσμός στις πολεμικές συγκρούσεις. Όλα μέσα από το πρίσμα μιας γυναίκας της διπλανής πόρτας που αδυνατεί να τα χωνέψει, που τα προσπερνάει επειδή θεωρεί ότι δεν την αφορούν άμεσα. Μέχρι που αναγκάζεται να τα δει μέσα από μια άλλη οπτική είτε εξαιτίας είτε για χάρη του παιδιού της, ή του μέλλοντος (της). Μια οπτική που δεν αφορά όμως μόνο τις γυναίκες ή μόνο τις μητέρες, αλλά κι όλους μας ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. 

Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή. Μια γυναίκα γυρνώντας μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, κι ενώ η πόλη γύρω της βρίσκεται σε αναταραχή, μη βρίσκοντας όπως θα έπρεπε στο σπίτι την έφηβη κόρη της βγαίνει να την αναζητήσει καθώς δε θέλει εκείνη να τριγυρνάει με όλα αυτά που συμβαίνουν εκεί έξω. Φεύγοντας παίρνει μαζί της κι ένα τάπερ με κρεατόπιτα προκειμένου να μην πάει με άδεια χέρια στο σπίτι όπου εικάζει ότι είναι η κόρη της. Μόνο που η κόρη της δεν είναι εκεί. Κι έτσι αρχίζει μια περιπλάνηση στην πόλη, σε μέρη που δεν είχε ξαναβρεθεί ή σε μέρη που για πρώτη φορά τα παρατηρεί μέσα από μια άλλη οπτική. Και κάθε φορά συναντάει κι άλλα πρόσωπα άλλοτε οικεία κι άλλοτε τρομακτικά ή ακόμη και οικεία που μεταμορφώνονται σε τρομακτικά. Κι όλα αυτά τα πρόσωπα, πάνω από δεκαπέντε, ενσαρκώνονται από τη Φανή Γέμτου που μπορεί με αξιοθαύμαστη ευελιξία να περνάει από ρόλο σε ρόλο, από τη μια συναισθηματική κατάσταση στην εντελώς αντίθετη, κι από την πρόζα  στο τραγούδι κι απ’ το Musik Theater στο story telling δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο θεατρικό ταξίδι και για τον θεατή-αποδέκτη.     

Η Φανή Γέμτου βρίσκεται στην ερμηνεία

Μια ιστορία δρόμου, μια ιστορία περιπλάνησης σε μια άγνωστη μα τόσο οικεία πόλη και ταυτόχρονα και μια εσωτερική πορεία της ηρωίδας. Ταυτόχρονα όμως και μια διαδρομή στην οποία συνταξιδιώτης γίνεται αναπόφευκτα κι ο θεατής εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου χώρου και της εγγύτητάς της «σκηνής» με την «πλατεία», όπου η ηθοποιός παίζει κυριολεκτικά ανάμεσα στους θεατές. Ως εκ τούτου ο θεατρικός χώρος, δηλαδή το θεατρικό βαγόνι, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παράστασής μας. Έτσι κι αλλιώς από μόνος του ο συγκεκριμένος χώρος, με δεδομένο ότι κάποτε ήταν ένα βαγόνι τραίνου που ταξίδευε, παραπέμπει αναπόφευκτα στην έννοια της πορείας, του ταξιδιού… Μια πορεία που σηματοδοτείται και από τις διαφορετικές φωτιστικές πηγές που δεν είναι μόνο οι «παραδοσιακοί» προβολείς μιας θεατρικής σκηνής επιλέγοντας με τη Μελίνα Μάσχα, τη σχεδιάστρια φωτισμών, να είναι καθοριστικής σημασίας στη δημιουργία κι ενίσχυση της συνολικής ατμόσφαιρας της παράστασης . 

Εξίσου καθοριστικής σημασίας στην παράστασή μας όμως είναι και η μουσική του Χρήστου Αλεξόπουλου. Με δεδομένο ότι ο λόγος μέσω της μιας και μόνης ηθοποιού δημιουργεί τόσους χώρους και εικόνες αλλά και γύρω στους δεκαπέντε ρόλους η μουσική και οι ήχοι συμβάλλουν καθοριστικά σ΄αυτές τις μεταμορφώσεις και την αίσθηση της πορείας. Η μουσική, τα τραγούδια και τα ηχοτοπία αναδεικνύονται στην ουσία σε συμπαίκτες της ηθοποιού που βρίσκεται σε συνεχή συνομιλία μαζί τους. Παρακολουθούν και παράλληλα συνδιαμορφώνουν τη δράση με την ηθοποιό συμπαρασύροντας τον θεατή μέσα στα όσα διαδραματίζονται, κάνοντας τον να συμμετέχει περισσότερο ενεργά – και κάποιες φορές ν’ αποστασιοποιείται, κατά το παράδειγμα του Μπρεχτ. 

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο θεατής μέσα σε ένα ακίνητο θέατρο-βαγόνι, μετά το τέλος της παράστασής μας, έχουμε πετύχει να ταξιδέψει μαζί μας αναγνωρίζοντας κάτι κι από τις δικές του μικρές ή και μεγαλύτερες διαδρομές στον έξω, ή κι ακόμη περισσότερο, και στον μέσα του κόσμο…  

Διαβάστε επίσης:

Η Κρεατόπιτα, της Αγγελικής Δαρλάση στην Αμαξοστοιχία – Θέατρο το Τρένο στο Ρουφ