H Λυκόφως παρουσιάζει ένα εμβληματικό ελληνικό έργο, την Αγγέλα του Γιώργου Σεβαστίκογλου σε σκηνοθεσία

Ένκε Φεζολλάρι, σε μια αυλή στον Κεραμεικό (στο χώρο της Kunsthalle Athena, Κεραμεικού 28) από 7 Ιουνίου 2012 και για λίγες μόνο παραστάσεις. Η παράσταση θα παίζεται σαν σε θερινό σινεμά, σαν ελληνικό γλέντι, πριν τη δύση του ηλίου, με φυσικό φως σε μια αυλή στο κέντρο της πόλης, στις 20.00, την ώρα που ο αθηναϊκός ήλιος χαρίζει στην πόλη τα πιο όμορφα χρώματά του, λίγο πριν ετοιμαστεί να κρυφτεί για να αφήσει τη θέση του σε μια πιο άγρια πραγματικότητα…

 
Αθήνα, 1950. Μετεμφυλιακή Ελλάδα. Μετανάστευση. Αθήνα του σήμερα. Απώλειες. Η Αγγέλα φτάνει από το χωριό της με μια βαλίτσα όνειρα να δουλέψει υπηρέτρια. Η μοίρα των τάξεων. Η μαστροπεία, η σήψη, τα λαϊκά μπλούζ, ο ιταλικός κινηματογράφος, μια Ελλάδα που μάχεται. Μνημόνια και κρίση. Αδιέξοδο. Αυλή και ιστορία. Υπόγειο και καημός. Όνειρα που κλείνουν σε ντουβάρια 1×1. Κινηματογραφικοί ήρωες σε ξεθωριαμένα πανιά με ασπρόμαυρα όνειρα και έρωτες. Επιβίωση και ματαιότητα. Ανασφάλεια… σ’ έναν τόπο όπου οι άνθρωποι πιάνουν ένα μπράτσο μόνο τις Κυριακές.

Μια Ελλάδα που προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της, εκεί που ξεπηδούν οι πρώτοι πίνακες του Τσαρούχη, η ποίηση του Ρίτσου, οι πρώτες νότες του Θεοδωράκη και οι μελωδίες του Χατζιδάκι, οι παραστάσεις του Κουν, τα αηδόνια του ρεμπέτικου και οι χορδές των μπουζουκιών, του Χιώτη και του Τσιτσάνη… η Αγγέλα είναι η Ελλάδα που παλεύει ανάμεσα σε όνειρα και εφιάλτες.

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου με την Αγγέλα, εκφράζει αυτή τη νέα πραγματικότητα που προήλθε από τον Εμφύλιο και σχημάτισε τη μικροαστική κοινωνία και το θέατρο στη μεταπολεμική Ελλάδα: το δίπολο της μεταπολεμικής ζωής μας σε πολλές εικόνες αλλά μόνο δύο πράξεις, όνειρο και διάψευση. Άραγε άλλαξε τίποτα τα τελευταία 60 χρόνια; 

Λίγα λόγια για το έργο

Στην Αθήνα της δεκαετίας του \’50, εποχή όπου η πρωτεύουσα άρχισε να φορτώνεται το βάρος μιας ολόκληρης χώρας, όταν μέρος του πληθυσμού της επαρχίας ξεκινούσε να ζήσει το όνειρο της πρωτεύουσας και να κερδίσει τον πολυπόθητο χαρακτηρισμό του «αστού», μετακομίζοντας στις πολυκατοικίες της μεγαλούπολης, η Αγγέλα φτάνει από το χωριό της, φορτωμένη ελπίδες και όνειρα, για να μπει υπηρέτρια σε κάποιο αστικό σπίτι. Εκεί, στις ταράτσες, ανάμεσα στ\’ απλωμένα ρούχα, συναντιούνται οι «δούλες», άλλες νεώτερες, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής κι άλλες μεγαλύτερες, πικραμένες από τ\’ αναποδογυρισμένο όνειρο της «μεγάλης» Αθήνας, έπαψαν να ονειρεύονται. Τα κορίτσια κουβαλούν την ανάμνηση της επαρχίας, ενώ γύρω τους πλέκονται προσωπικά και κοινωνικά δράματα. Ένας μυστηριώδης θάνατος, οι έρωτές τους και πίσω απ\’ όλα η Ελλάδα με τα τραύματα του Εμφυλίου, η Ελλάδα της φτώχειας, η εκμετάλλευση, το όνειρο φυγής και η μετανάστευση στην Αμερική, η αστυνομία, οι κομμουνιστές. «Δάσκαλος του σκηνικού λόγου» ο Γιώργος Σεβαστίκογλου εστιάζει με δεξιοτεχνία στον μικρόκοσμο, ζωγραφίζοντας την ίδια στιγμή τον κοινωνικό χάρτη μιας Ελλάδας αναγνωρίσιμης στις ζωντανές μας μνήμες ή στις παλιές οικογενειακές μας φωτογραφίες.

Στην Αγγέλα, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, μέσα από την καθημερινότητα μιας κοινωνικής ομάδας ανυπεράσπιστων και ευάλωτων στην καταπίεση υπηρετριών μιας πολυκατοικίας, αναλύει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξάρτησης από το κυρίαρχο σύστημα. Παράλληλα, πλέκει με μαεστρία μοναδική την αναζήτηση των υπευθύνων για την αυτοκτονία μιας υπηρέτριας με μια ερωτική ιστορία που συνθλίβεται στις συμπληγάδες της σκληρής πραγματικότητας. Η αυθεντικότητα των χαρακτήρων, η καίρια ανάλυση των συναισθηματικών καταστάσεων και η διάχυτη σ΄ όλο το έργο αισιοδοξία – παρά το δραματικό πλαίσιο- κάνει το έργο αυτό να αντέχει μισό αιώνα τώρα, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα κλασικά κείμενα.
Το έργο ξεκινάει με την αυτοκτονία μιας υπηρέτριας. Η πράξη απελπισίας αυτής της κοπέλας θα οδηγήσει στην αναζήτηση των υπευθύνων και στην αποκάλυψη της λειτουργίας ενός σάπιου συστήματος. Στην εξέλιξη του έργου το ενδιαφέρον επικεντρώνεται όχι τόσο στη λύση του μυστηρίου αλλά στα πρόσωπα και τη θέση που παίρνουν απέναντι στα περιστατικά.

Με κάθε καινούριο στοιχείο που βγαίνει στην επιφάνεια το κάθε πρόσωπο είναι υποχρεωμένο να εκδηλωθεί και να επαναπροσδιοριστεί. Χαρακτήρες αντιφατικοί, ο καθένας με το δικό του παρελθόν και αδυναμίες, τα δικά τους πάθη και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις, συμβιβασμένοι και αγανακτισμένοι, υποχωρητικοί και ανένδοτοι. Η εικόνα της πραγματικότητας της δεκαετίας του `50, όπως παρουσιάζεται στην Αγγέλα, χρωματίζεται έντονα από επίκαιρα στοιχεία εκείνης της εποχής. Η Αγγέλα άντεξε και θα αντέξει στο χρόνο, γιατί μέσα από τα περιστατικά μιας συγκεκριμένης ιστορίας παρακολουθούμε τη ζωή κάποιων ανθρώπων που υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα ζώντας έντονες καταστάσεις και αντιμετωπίζοντας κρίσιμα ανθρώπινα προβλήματα και διλήμματα. Αλλάζει μόνο το φόντο της εποχής και τα γεγονότα.

Το έργο υποδιαιρείται σε έναν πρόλογο και επτά εικόνες. Καθένα από τα τμήματα αυτά διαθέτει την αυτοδυναμία της εικόνας, αλλά συνάμα και τη δυναμικότητα της κινηματογραφικής sequence. Κατά την πρώτη ανάγνωση περνούμε σταδιακά από μια αιφνίδια παροχή πληροφοριών σ\’ ένα πλέγμα ερωτηματικών και αμφιβολιών, για να καταλήξουμε, στις τελευταίες εικόνες, στη «λύση» του μυστηρίου. Στην Αγγέλα, το ενδιαφέρον μοιράζεται ανάμεσα στην αυτόχειρα υπηρέτρια και στον απροσδόκητο θάνατό της, από τη μια, στη ζωή και στις σχέσεις των άλλων προσώπων, από την άλλη. Τα υπόλοιπα πρόσωπα προσδιορίζονται καλύτερα στη συνάφειά τους με την αυτοχειρία και τα κίνητρά της. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον λανθάνοντα, αρχικά, ηθικό αυτουργό και την ερωμένη του, αλλά ακόμη -όπως ο συγγραφέας το υπαινίσσεται με λεπτούς χειρισμούς- και για τα «απρόσωπα» αφεντικά των υπηρετριών: είναι ολόκληρη η ζωή της Τασίας που την οδηγεί στην επιλογή της αυτοκτονίας. Το έργο δεν δίνει διεξόδους, παρά μόνο ερωτηματικά. Η Αγγέλα τολμά να μαρτυρήσει την αδικία, τολμά να ερωτευτεί, τολμά να σηκωθεί και ν\’ αντικρύσει τα «βουνά». Ο Λάμπρος την αγαπά, κι αυτό είναι ήδη μια νίκη. Όμως στο τέλος τραυματίζεται…ή σκοτώνεται; Ο Σεβαστίκογλου κλείνει την εικόνα του με τα τραγούδια των εϊβαλάδων και τις χαρούμενες φωνές.

Η Αγγέλα ανοίγει με ουρλιαχτά και κλείνει με χαρούμενες φωνές. Θα μπορούσε όμως να είναι και το αντίθετο. Σημασία έχει ότι δύο (;) ζωές που χάνονται οριοθετούν έναν κόσμο που μαθαίνει να υποφέρει και να επιβιώνει χωρίς κοπετούς.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Γιώργος Σεβαστίκογλου (1913-1990)

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1913). Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μαθητής του Κάρολου Κουν στο κολλέγιο Αθηνών και ιδρυτικό μέλος του θεάτρου Τέχνης, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη μετάφραση του έργου του Αύγουστου Στρίντμπεργκ Σουάνεβιτ (που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν το 1942). Το 1942 έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο, «Κωνσταντίνου και Ελένης», που ανέβασε ο Κάρολος Κουν ένα χρόνο αργότερα. Πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αλβανικό μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1944 εμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού», ενώ το 1945 έγινε υπεύθυνος του Β΄τμήματος του Θιάσου Ενωμένων Καλλιτεχνών και πόλος έλξης για τους αριστερούς θεατρικούς συγγραφείς και ηθοποιούς. Την ίδια εποχή συνεργάζεται με τον «Ρίζο της Δευτέρας» ως θεατρικός κριτικός με το ψευδώνυμο Γ. Σάβας.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου, μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, ήταν υπεύθυνος του κινηματογραφικού συνεργείου του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου ο Σεβαστίκογλου, μαζί με την Άλκη Ζέη, την οποία είχε παντρευτεί το 1945, αυτοεξορίστηκαν στη Σοβιετική Ένωση (Τασκένδη – Μόσχα). Εκεί σπούδασε στην Ακαδημία Θεάτρου, έγινε γνωστός ως σκηνοθέτης και μεταφραστής, έγραψε και ανέβασε επικαιρικά έργα με τον θίασο των πολιτικών προσφύγων, ενώ παράλληλα δίδασκε στο Θεατρικό Ινστιτούτο της Τασκένδης. Από το 1956 ώς το 1965 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Μόσχα, όπου φοίτησε στην Ανώτατη Λογοτεχνική Σχολή και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο. Εκεί έγραψε και τα θεατρικά του έργα «Ο θάνατος του βασιλικού επιτρόπου» και την πολυπαιγμένη «Αγγέλα», που πρωτοανέβηκε στο θέατρο «Βαχτάνγκοφ». Στην Ελλάδα την ανέβασε το 1964 ο Κάρολος Κουν, και έκτοτε παίζεται τακτικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Το 1965 επέστρεψε με την οικογένειά του, αλλά με
τη δικτατορία του 1967 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Αντουάν Βιτέζ, διηύθυνε θεατρικά εργαστήρια και δίδαξε στη Σορβόνη και στο Κονσερβατουάρ, ίδρυσε τον θίασο “Πράξις”. Στην Ελλάδα γύρισε το 1974 και το 1981 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δούλεψε, ως σκηνοθέτης και μεταφραστής, στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ και σε άλλους θιάσους. Πέθανε το 1990.


Σημείωμα σκηνοθέτη
ΕΡΩΤΑΣ και ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Λαϊκά και Ρεμπέτικα

Αθήνα, 1950. Μετεμφυλιακό πολιτικό σκηνικό. Η Ελλάδα μετρά απώλειες. Αγώνας για επιβίωση. Εσωτερικοί μετανάστες. Αγγέλα.

Μέσα σε μια κλειστή κοινωνία που πάσχει από τη φτώχεια και την παραβατικότητα, η Αγγέλα τολμά και ερωτεύεται. Ερωτεύεται τον αδύναμο, τον φτωχό, τον «καθαρό» Λάμπρο, που είναι σαν κι εκείνη. Ορθώνει τον, ούτως ή άλλως, αντισυμβατικό της χαρακτήρα ενάντια στο κατεστημένο του Στράτου, αγνοώντας επιδεικτικά τη δύναμη και τη συμπάθειά του. Η Αγγέλα τάσσεται με το δίκιο. Υπερασπίζεται τα δικαιώματα των κοριτσιών, του Λάμπρου, της αδικοχαμένης Τασίας. Αναζητά μανιωδώς την αλήθεια που θα τους λυτρώσει. Δε φοβάται, δε μεμψιμοιρεί και δε λιγοψυχάει. Επαναστατεί. Είναι από τη μεριά των αδυνάτων, όπως είναι όλοι οι επαναστάτες, αλλά ο έρωτας της φτάνει για να πάει κόντρα σε μια ολόλκηρη κοινωνία.

Η «Αγγέλα» είναι σύγχρονη γιατί θίγει την αντιξοότητα της ζωής, όχι μόνο λόγω της ένδειας χρημάτων αλλά και των κοινωνικών αξιών και νόμων. Στο πρόσωπο του Στράτου αναγνωρίζουμε τη σαθρότητα του παρακράτους, την εκμετάλλευση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τη δολιοφθορά και την ασυδοσία του δικού μας πολιτικού συστήματος που μας οδήγησε στη σημερινή δεινή κατάσταση. Η Αγγέλα μας υπενθυμίζει πως τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Η ζωή κερδίζεται με μικρές καθημερινές μάχες. Η Αγγέλα μάχεται για τη χαμένη μας αξιοπρέπεια, τα ξεχασμένα μας ιδανικά, τα ποδοπατημένα μας όνειρα, και για τον έρωτα που αφήσαμε επειδή ήταν δύσκολος.

Όταν είπα στη μητέρα μου ότι σκέφτομαι να ανεβάσω την Αγγέλα, εκείνη μου είπε ότι κάνω ένα έργο για εκείνη. Ναι, η Αγγέλα όχι μόνο συμβολίζει τις καθαρίστριες και τις μετανάστριες, αλλά  κυρίως όλους εμάς που αγωνιούμε για μια καλύτερη ζωή ενάντια στη χυδαιότητα και στους σημερινά αδιέξοδα, σε μνημόνια και σε χαράτσια, αναζητώντας μάταια μια χαραμάδα φωτός. Η Αγγέλα είναι η Αθήνα, είναι η Μάμα Ρόμα, είναι η Μελίνα, είναι η Ελλάδα που πάλλεται, που παλεύει. Ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι, στο ντέρτι και στον σεβντά με ήχους της Μπέλλου και του Καζαντζίδη, αλλά και τα rock ‘n’ roll… και από τις παραλίες της Αττικής, τα φεγγάρια στο Σούνιο έως το σημερινό υποβαθμισμένο κέντρο του Μεταξουργείου, δίπλα στα κόκκινα φανάρια και στα αγορασμένα όνειρα… μια θεατρική σκούπα στο Μεταξουργείο!


Ενκε Φεζολλάρι

Λίγα λόγια για τον σκηνοθέτη
Ένκε Φεζολλάρι

Γεννήθηκε το 1981 στην Αλβανία. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) το 2005.

Έχει παίξει στις παραστάσεις: “Drunk Enough to Say I love you?” της Κάρυλ Τσέρτσιλ σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μπερδέκα στο Από Μηχανής Θέατρο, «Το Παράθυρο/ Όταν έρχεται ο ξένος» του Γιάννη Ρίτσου (στην αλβανική γλώσσα για πρώτη φορά) σε σκηνοθεσία Ελένης Αγγελοπούλου στο Θέατρο εναστρον και στο θέατρο ΧΩΡΑ, «Έδυσε η σελήνη» της Μαρία Λαϊνά και «Μερόπη» του Ανδρέα Στάικου, σε σύλληψη και σκηνοθετική επιμέλεια της Σίσσυς Παπαθανασίου, «Το φιλί στην άσφαλτο» του Nelson Rodrigues σε σκηνοθεσία του ελληνοβραζιλιάνου Φίλιππου Mendes, «Πολύ καλά!» της Λίζας Κρόν στο Θέατρο Εξαρχείων σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη, “Puerto Grande” του Μάνου Λαμπράκη σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, «Ένας στους δέκα» σε κείμενα και σκηνοθέσια του Λαέρτη Βασιλείου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, «Οιδίπους Τύρανος» και «Οιδίπους Επί Κολωνώ» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη – Εθνικό Θέατρο, «Το γαλάζιο πουλί» του Μ. Μαίτερλινκ σε σκηνοθεσία Κ.Μεγαπάνου, Εθνικό Θέατρο – Παιδικό Στέκι, «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Σ. Χατζάκη στο Εθνικό Θέατρο, «Frank kai Stein» με θέμα την «Αναμονή» σε σκηνοθετική καθοδήγηση του Β. Νταβου και Ενκε Φεζολλάρι στο Bar Tessera.

Το 2005 ήταν performer στην παράσταση «Εγχειρίδιο να αλλάξουμε τον κόσμο» σε σύλληψη-σκηνοθεσία Α. Παπαδαμάκη – Badminton και χορευτής στην παράσταση «Λούλου» του Α. Berg σε σκηνοθεσία Aike Grams σε χορογραφίες Π. Γάλλια στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Στον κινηματογράφο έχει παίξει στην ταινία μεγάλου μήκους «Το γάλα» σκην. Γιώργος Σιούγας (2010), και μικρού μήκους «Partners» σκην. Ι. Μαρκαριάν (φεστιβάλ Δράμας – Α’ βραβείο μυθοπλασίας) και Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2008 Α’ Βραβείο Μ. μήκους.

Στην τηλεόραση έχει εμφανιστεί στις σειρές «Σπάσε τη σιωπή» σκην. Χρήστου Δήμα, (ΕΡΤ ψηφιακή, 2008), «Χρυσά κορίτσια» σκην. Φ.Κοτρώτση (ΕΡΤ1, 2008).

Πρώτη απόπειρα σκηνοθεσίας (2009) στο Φεστιβάλ Μεταναστών καλλιτεχνών στο Θέατρο Αγγέλων Βήμα «Τυχαία χώρα, τυχαίος ποιητής» με τη Σωτηρία Λεονάρδου Το 2011 σκηνοθέτησε την «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη (Θέατρο του Νέου Κόσμου) και τη «Λίστα» της Κλαίρης Λιονάκη στις Αναγνώσεις του Εθνικού Θεάτρου. Συμμετείχε και ως σκηνοθέτης και ως ηθοποιός στο 24hour plays.

Σκηνοθεσία: Ενκε Φεζολλάρι
Επιμέλεια σκηνικού χώρου – Κοστούμια: Δάφνη Κούτρα
Κίνηση: Χαρά Κότσαλη
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ζωή Αηδινιάν, Μαριάνθη Γραμματικού
Τραγούδι: Λόλα Γιαννοπούλου
Παίζουν: Ελένη Βεργέτη (Φανή), Κωστής Καλλιβρετάκης (Λάμπρος), Βασίλης Μαργέτης (Στράτος), Κωνσταντίνος Μωραΐτης (Μένιος), Ιρις Πανταζάρα (Νέρα), Βίκυ Παπαδοπούλου (Αγγέλα), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Γεωργία), Καλλιόπη Τζερμάνη (Άννα)

Παραγωγή: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος-Λυκόφως

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Χριστίνα Γεωργιάδου