Η σειρά Αστερισμοί των εκδόσεων Στερέωμα – αυτό είναι το δεύτερο στη σειρά βιβλίο μετά το πρώτο του Άμπροζ Μπιρς, Το περιστατικό στη γέφυρα Άουλ Κρικ ήδη εδώ παρουσιασμένο σε προηγούμενο χρόνο – είναι μια σειρά από βιβλία κοσμήματα για κάθε βιβλιοθήκη καθώς πρόκειται για μικρές ιστορίες κορυφαίων συγγραφέων πρώτη φορά παρουσιασμένες στα ελληνικά. Είναι δε φροντισμένες όπως σε αυτήν την περίπτωση καθώς η εισαγωγή και η μετάφραση της Ευαγγελίας Κουλιζάκη ξεπερνά κατά πολύ τα προσδοκώμενα. Δεν είναι μόνο το πνεύμα της Δάφνης ντι Μωριέ που αναγεννάται μέσα από το μεράκι και τον ζήλο της, είναι το γεγονός πως η εισαγωγή μας παρέχει τις απαραίτητες και διαφωτιστικές πληροφορίες ώστε να γνωρίσουμε τα πάθη της συγγραφέως αλλά και να εντρυφήσουμε στην φιλοσοφία και στη ζωή της. Η Δάφνη ντι Μωριέ γράφει αυτή την ιστορία προετοιμάζοντας μια άλλη, το όνομα Ρεβέκκα είναι το σημείο αναφοράς. Είναι το πρόσωπο πίσω από την ίδια την συγγραφέα που έχει περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια με έναν πατέρα αυταρχικό και καθόλου τρυφερό.

Στην αναζήτηση μιας εσωτερικής γαλήνης που πολύ δύσκολα βρίσκεται

Διαβάζοντας την ιστορία αυτή και την συγκλονιστική, σχεδόν θεατρική αφήγηση της ντυ Μωριέ, συνέδεσα τα όσα περιγράφει με έναν άλλον ταλαιπωρημένο από τον πατέρα του, τον Φραντς Κάφκα. Ο Κάφκα στη δική του ιστορία με τίτλο Μεταμόρφωση ξεδιπλώνει όλο το ιστορικό και το χρονικό της κακοποίησής του με έναν τρόπο τόσο συμβολικό αλλά και τόσο σκληρό που δεν χωρεί αμφιβολίας. Σε κάποια άλλη στρατόσφαιρα αυτοί οι δύο μάλλον συνομιλούν από εκεί που βρίσκονται και ξετυλίγουν το κουβάρι του πόνου τους και αντιπαραβάλουν τα όσα πέρασαν στα χέρια των κακοποιητών πατεράδων τους. Το θέμα του πατέρα εξάλλου είναι εκείνο που την απασχολεί έντονα και το πραγματεύεται εδώ με ένα σθένος και μια γενναιότητα σε μια προσπάθεια να το ξορκίσει, η Ρεβέκκα είναι κατά κάποιο τρόπο ο δικός της Γκρέγκορ. Η ντυ Μωριέ στο πρόσωπο του Χούλιο, της κούκλας δηλαδή, δημιουργεί τις δικές της αντιστάσεις, τις πολλές φορές καταστροφικές για να αντιταχθεί στην καταπίεση και τον φόβο που καραδοκούν σε κάθε γωνιά του αφιλόξενου σπιτιού της, της ψυχής της.

Αυτό που γίνεται σαφές μέσα από την ιστορία αυτή είναι πως προσπαθεί να πολεμήσει το κακό με το δικό της τρόπο, να δηλώσει πως εκείνη πια θα αντιταχθεί και θα υψώσει ανάστημα απέναντι στο αρσενικό που θέλει να την κατατροπώσει διότι στα δικά της μάτια δυστυχώς η έννοια αγάπη δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεν μπορεί να εισπράξει τίποτα καθώς το τραύμα της είναι βαθύ από τη λεπίδα μιας κατακερματισμένης και καταστροφικής παιδικότητας. Η κούκλα καθίσταται λοιπόν το δικό της όπλο, η δική της απάντηση, το αντίδοτο στον πόνο της και έτσι εκδηλώνει ένα πρόσωπο σκληρό, αδυσώπητο, ανάλγητο, για να μπορέσει να επιβιώσει. Είναι μια μοιραία γυναίκα, μια γυναίκα αράχνη σαν εκείνο το γλυπτό της Νίκη ντε Σεν Φάλ που θέλει να καταβροχθίσει τα πάντα στο πέρασμά του και όσα και να προσπαθεί να πράξει ο άντρας που την ποθεί χτυπούν σε τοίχο, δεν είναι εκεί να απαντήσει. Ο ίδιος βρίσκεται σε απόγνωση και τα λόγια του είναι δραματικά για αυτά που νιώθει, ωστόσο όλα πέφτουν στο κενό: «Πόσα θα μπορούσα να γράψω για το χαμόγελο της Ρεβέκκας! Ήταν τόσο φωτεινό, τόσο εμφατικά ζωηρό κι ωστόσο απόμακρο, απόκοσμο, χωρίς καμία σύνδεση με οτιδήποτε και αν έλεγε κανείς. Τα μάτια της θα μεταμορφώνονταν σαν από μια ασημένια αχτίδα».

Ο Έρμαν Έσσε γράφει σχετικά με τον Κάφκα: «Ο Κάφκα ανήκει σ’ εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους μέσα στην αμφιβολία και τη μοναξιά και που συχνά θεωρούσαν την ίδια τους την ύπαρξη, την πίστη τους και τα πνευματικά τους στηρίγματα βαθιά προβληματικά». Ο Κάφκα είναι μια ψυχή που ζει στο πουθενά και που η ψυχή του βασανίζεται και ταλαιπωρείται από τον κόσμο ο οποίος τον περιβάλλει και του οποίου είναι θύμα του. Είναι αποκομμένος από τον κόσμο που τον τραυματίζει και για αυτό κλείνεται στον εαυτό του για να ασχοληθεί με την εσωτερική φωνή στην οποία οφείλει να απαντήσει για να λυτρωθεί και να απελευθερωθεί. Ο Κάφκα, όπως και στη Δίκη με πρωταγωνιστή τον κύριο Κ., βλέπει στον πατέρα του μία απειλή για τον ίδιο και το να τον αντιμετωπίσει μέσω της γραφής είναι λυτρωτικό. Η ντυ Μωριέ στα δικά μου μάτια και στο δικό μου μυαλό αγγίζει αυτήν την εμπειρία της Μεταμόρφωσης – ίσως να την είχε διαβάσει πριν το γράψει – είναι η ίδια στο δικό της «δωμάτιο» και παλεύει με τα δικά της φαντάσματα, είναι η δική της κούκλα που βασανίζεται και μαστιγώνεται από τα ραπίσματα των αναμνήσεων.

Η Ευαγγελία Κουλιζάκη γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή της τα εξής ενδιαφέροντα που αποτυπώνουν και τα βιώματα της συγγραφέως, βιώματα που εμπεριέχονται στην αφήγησή της: «…οι εναλλασσόμενες ταυτότητες της ντυ Μωριέ διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό γύρω απ’ αυτόν τον αρχετυπικό «κακό» που υπήρξε ο πατέρας της, ο πρώτος ίσως μυθιστορηματικός ήρωάς της, επιζήμιος για τον ψυχισμό της μα και ο σπορέας (ο διακορευτής) που γονιμοποίησε τη φαντασία της: οι αμφιθυμικές συγγραφικές περσόνες της, σ’ έναν συνεχή μετεωρισμό μεταξύ λευκότητας και ερέβους, σε μια διαρκή κίνηση εκκρεμούς ανάμεσα στην αθώα παρθένα που κινδυνεύει και την ανδροφάγο σειρήνα, την ύπουλη πλανεύτρα που υπνώττει στη σκιά ή στη στάχτη κάθε γυναίκας…». Η ντυ Μωριέ, όπως πολλές γυναίκες που βιώνουν κακοποίηση από τους άντρες συζύγους, πατεράδες ή αδελφούς, μέσα από τα έργα της προσπαθεί να «ξεπληρώσει» και να ξορκίσει το κακό, να του δώσει μορφή και έτσι να το αφοπλίσει. Η κούκλα είναι ένα αριστούργημα λογοτεχνικό, ένα από εκείνα τα βιβλία που θυμίζει ένα ιψενικό σκηνικό και μια ευφάνταστη διαχείριση από μια δεξιοτέχνη του είδους όπως είναι η Δάφνη ντυ Μωριέ, ένα έργο που μιλά στο σήμερα. Η ίδια πάλι καταφέρνει σε λίγες σελίδες να πει όλα αυτά που από κάποιους αδυνατούν να ειπωθούν σε περισσότερες και αυτό είναι τέχνη.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η κούκλα»

«Υπάρχουν ένα σωρό γυναίκες – αλλά αν δεν έχεις φιλήσει τη Ρεβέκκα, δεν μπορείς να ξέρεις. Είσαι ένας αποκοιμισμένος ηλίθιος. Ούτε που θα τολμούσες ποτέ να φανταστείς…»

Διαβάστε επίσης:

Δάφνη ντυ Μωριέ – Η κούκλα: Ένα συναρπαστικό διήγημα με γοτθικά στοιχεία