Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας Cosmote» θα προβληθεί στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου …

το ντοκιμαντέρ του Αντώνη Μποσκοΐτη «Κατερίνα Γώγου – Για την αποκατάσταση του μαύρου». Ο σκηνοθέτης απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για την έμπνευση, τη δημιουργία και το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς που σκιαγραφεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και γοητευτικές προσωπικότητες που πέρασαν από αυτή την πόλη…

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

Culturenow.gr: Θα θελα να ξεκινήσουμε την «κουβέντα» μας με αφορμή το ντοκιμαντέρ «Κατερίνα Γώγου – Για την αποκατάσταση του μαύρου» που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, «Νύχτες Πρεμιέρας». Ποιοι δρόμοι σε οδήγησαν στην Κατερίνα Γώγου;

Αντώνης Μποσκοΐτης: Οι δρόμοι της καρδιάς, για να χαριτολογήσω, αλλά και για να πω την απόλυτη αλήθεια. Όταν ασχολείσαι με το ντοκιμαντέρ, ακούς από την εφηβεία σου το βινύλιο με τη μουσική του Σφέτσα και διαβάζεις τα ποιήματα της Γώγου, λογικό είναι κάποια στιγμή να θες να κάνεις κάτι πιο ”συγκεντρωτικό”. Μ’ αυτή τη λογική έγινε το ντοκιμαντέρ: την τοποθέτηση αρχείων, εικόνων, γνωμών, προσώπων, ιστορικών καταγραφών, ποιητικών καταστάσεων και την παράθεσή τους σε ένα ενιαίο concept με προοπτική αυτό να παραδοθεί στον μέλλοντα χρόνο. Το ίδιο ακριβώς μου συνέβη με τα ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ Νταντωνάκη και την ελληνική rock σκηνή των 70s, που προηγήθηκαν.   

Cul.N.: Πώς εξελίχθηκε η διαδικασία της συγκεκριμένης δουλειάς; Βασίστηκες σε υλικό Τύπου, συνεντεύξεις δικών της ανθρώπων και πώς κατέληξες στο πρόσωπο της Λουκίας Μιχαλοπούλου;

A.M.: Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει μαρτυρίες ανθρώπων από τον χώρο του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μουσικής, της ποίησης και του πολιτικού ακτιβισμού. Ανθρώπων, που γνώριζαν τη Γώγου και ο καθένας είχε κάτι διαφορετικό και ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, να καταθέσει. Ξέρετε, μία συνέντευξη δεν είναι εύκολο να στηθεί, όταν προορίζεται για κινηματογράφο και όχι για τηλεόραση. Αρχικά φροντίζεις μέχρι και το χώρο που θα γίνει, το ντεκόρ δηλαδή, ενώ στο μοντάζ μετά προσπαθείς να μην υπάρχουν επαναλήψεις στο λόγο και στην πληροφορία, αλλά όλες μαζί οι μαρτυρίες να συνθέτουν ένα παζλ. Το αρχειακό υλικό βασίστηκε σε λήψεις του σκηνοθέτη Γιώργου Κορδέλλα από παλιά φιλμάκια Super8, από ερασιτεχνικό βίντεο του Μίμη Βασιλείου, μάνατζερ του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, των αρχών του ΄90 και, φυσικά, αποσπάσματα από τις ταινίες που έπαιξε η Κατερίνα Γώγου. Στη Λουκία Μιχαλοπούλου με οδήγησε η μόνιμη τάση μου να παρεμβάλλω δραματοποιημένες σεκάνς στα ντοκιμαντέρ μου. Η Λουκία, με την οποία συνδεόμαστε με φιλία τα τελευταία χρόνια, μία από τις καλύτερες νέες ηθοποιούς μας, με ”έβαζε στην πρίζα” να περάσω στις φιξιόν ταινίες με μια αμιγώς βιογραφία της Γώγου. Εμένα πάλι δε μ’ ενδιαφέρει αυτό επί της παρούσης. Ίσως έχει να κάνει με τη δημοσιογραφική ενασχόληση μου, με τη θέληση μου να μοιράζομαι αρχεία και ντοκουμέντα, δικά μου ή άλλων, σε ένα ενιαίο κινηματογραφικό concept, που είπαμε και παραπάνω. Έτσι, τελικά με μεγάλη προθυμία η Λουκία Μιχαλοπούλου δέχτηκε να ενσαρκώσει τη Γώγου, την κοινή ”ηρωίδα” μας, παρ’ όλο που τώρα θα έλεγα ότι προέκυψε περισσότερο ένας γυναικείος χαρακτήρας – παραπομπή στη Γώγου. 

 
Cul.N.: Στην έρευνά σου για το ντοκιμαντέρ υπήρξε κάποιο ντοκουμέντο ή ακόμα και κάποια δήλωση ή εξομολόγηση κοντινού της ανθρώπου που σε εντυπωσίασε ή σε τάραξε για κάποιο λόγο; Που τη θεωρείς πολύ δυνατή με άλλα λόγια;

A.M.: Με εξαίρεση το γεγονός του ότι ξέρω πάντα εκ των προτέρων τι θα εκμαιεύσω απ’ τον εκάστοτε ομιλητή, σαφώς και υπήρξαν ιστορίες κοντινών της ανθρώπων που δε θα μπορούσα να γνωρίζω και που με συγκλόνισαν. Ιστορίες που αναδεικνύουν κυρίως την ακεραιότητα και την ουμανιστική διάσταση του χαρακτήρα της Γώγου. Εννοείται πως πολλά πράγματα έμειναν  εκτός, αλλιώς η ταινία θα έβγαινε τρεις ώρες και όχι 70 λεπτά, με αποτέλεσμα να γονάτιζε ο θεατής… Άλλο πράγμα ένα βιβλίο, λόγου χάριν, και άλλο μία ταινία, στην οποία πρέπει να μην χάνεσαι μέσα στον ερευνητικό σου οίστρο και να λαμβάνεις σοβαρά υπ’ όψιν τον δέοντα φιλμικό χρόνο.

 

Cul.N.: Η Κατερίνα Γώγου είναι ένα από τα πρόσωπα που έχουν διαχρονικά μεγάλη απήχηση στους νέους ανθρώπους. Οι νέοι δείχνουν μια αδυναμία σε πρόσωπα όπως η Γώγου, ο Άσιμος. Για ποιους λόγους πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;

A.M.:
Έτσι λες; Γιατί εγώ βλέπω ότι οι νέοι σήμερα δείχνουν μια αδυναμία στον ανερχόμενο εκφασισμό της κοινωνίας και σε φαινόμενα τύπου Κασιδιάρη; Το καλοκαίρι μέσα στη θάλασσα άκουσα παρέα εφήβων να βρίζει ο ένας τον άλλον ως ”Φύγε, ρε Πακιστανέ” και όχι να μιλάνε για τη Γώγου και τον Άσιμο, που λες εσύ. Εδώ λοιπόν έρχεται επιτακτική η ανάγκη επαναφοράς στο προσκήνιο προσωπικοτήτων σαν τη Γώγου και τον Άσιμο. Ειλικρινά, νιώθω αηδία με ό, τι συμβαίνει τελευταία, με την ατμόσφαιρα που κάποιοι θέλουν να μυρίσει…Εμφύλιο και με την απαξίωση κάθε στοιχείου πολιτισμού. Να σου το πω αλλιώς, για να μην αρχίσω να πετάω βόμβες εδώ κι εκεί, ώστε να μπω φυλακή, έκανα την ταινία αυτή και ησύχασα και μακάρι να τη δουν πολλοί απ’ τους νέους, για τους οποίους με ρωτάς.

 

Cul.N.: Σήμερα η Κατερίνα Γώγου, τι θα έλεγε πιστεύεις; Τι θα έγραφε; Ίσως τα ίδια που έλεγε και πριν χρόνια ή ίσως και όχι;

A.M.: Δε μπορώ να ξέρω. Κοίταξε, έχω γνωστούς μου ανθρώπους της γενιάς της Γώγου που πέρασαν απ’ τα ναρκωτικά και στράφηκαν στη θρησκεία. Η Γώγου όμως έφτανε στα άκρα, έπαιζε με τη φωτιά και δε μπορεί κανείς, φαντάζομαι ούτε απ’ τους δικούς της ανθρώπους, να τη σκεφτεί ως μία 73χρονη κυρία, που θα ήταν. Πιστεύω ωστόσο ότι θα διατηρούσε πίστη στις ιδέες της και στις αξίες της. Όπως είπε και ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος μεσ’ στην ταινία ”οι άνθρωποι αυτοί στην ουσία δεν αυτοκαταστρέφονται, αλλά αναλαμβάνουν να σηκώσουν τα βάρη για όλους τους υπόλοιπους τους ενδεχομένως άτολμους”.

 

Cul.N.: Κλείνοντας, πες μας δυο λόγια για τις «Νύχτες Πρεμιέρας», το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Πόσο σημαντικοί είναι κατά τη γνώμη σου, τέτοιου είδους θεσμοί για την ψυχολογία των ανθρώπων της πόλης στις μέρες μας;

A.M.: Θα σου μιλήσω ελεύθερα, μια και η ταινία δεν διαγωνίζεται, απλά προβάλλεται, συνεπώς δεν θα φανεί ως φτηνό ”γλείψιμο”. Έχω συμμετάσχει και βραβευθεί στα φεστιβάλ Δράμας και Θεσσαλονίκης από το 2002 μέχρι το 2006. Ομολογώ όμως ότι με τις ”Νύχτες Πρεμιέρας” τέτοιο ενδιαφέρον, και δημοσιογραφικό, αλλά και εκ των έσω, δεν το περίμενα. Και, πίστεψε με, δεν έχει να κάνει μόνο με το θέμα της ταινίας. Αναφέρομαι στο συγκινητικό ”τρέξιμο” του Ορέστη Πλακιά, το οποίο επεκτείνεται σε όλες τις ελληνικές συμμετοχές και μπράβο του γι’ αυτό, αλλά και στα λόγια του διευθυντή του φεστιβάλ, του Ορέστη Ανδρεαδάκη. Δεν τον γνώριζα προσωπικά τον άνθρωπο, αλλά στη συνέντευξη Τύπου μ’ έπιασε και μου είπε ”ευχαριστώ που έφερες στο φεστιβάλ μας την ταινία σου”. Εγώ αυτό δεν το θεωρώ μικρό πράγμα και μού ’χε ξανασυμβεί μόνο με τον Αμερικανό διευθυντή του φεστιβάλ Music On Film – Film On Music στην Πράγα πού ’χα συμμετάσχει με το ”Ζωντανοί στο Κύτταρο”. Η διεύθυνση ενός φεστιβάλ, λοιπόν, οφείλει να στηρίζει τον εκάστοτε δημιουργό και να μην κοιτάζει μόνο τους επισήμους και τους δημοσιογράφους. Μ’ αυτή τη λογική το λέω. Τώρα, σαφώς κάθε φεστιβάλ σε καιρούς κρίσης πρέπει να γίνεται και να κάνει έντονη την παρουσία του και πιστεύω πως ήδη η πτώση των τιμών των εισιτηρίων για ανέργους ήταν πολύ καλή κίνηση.