Γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει τόσο πολύ το θέατρο; Αξίζει τον κόπο σε μια εποχή μεγάλων και τραγικών συμβάντων να παίρνουμε στα σοβαρά κάτι…

… που θα μπορούσε ωραιότατα να θεωρηθεί απλά διασκέδαση, και μια διασκέδαση μάλιστα που να αφορά μια φθίνουσα μειοψηφία;

Ένας από τους πιο συγκινητικούς και διφορούμενους μύθους του δυτικού πολιτισμού, αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα ο οποίος αναζητεί την καταγωγή του. Καθοδόν προς την ταυτότητά του, σκοτώνει τον πατέρα του, γεννάει γιούς/αδέλφια με την μητέρα του και φέρνει την πανούκλα στον πληθυσμό της πόλης. Αυτοεξορίζεται. Αλλά τον ακολουθεί μια νεαρή κοπέλα. Χρόνια αργότερα, όταν εκείνη επιστρέφει στην πόλη της, Θηβαίοι μάχονται Θηβαίους. Αδέλφια ηδονίζονται βασανίζοντας αδέλφια. Παιδιά οπλοφορούν κι έχουν μάθει να σφάζουν. Βία και τρόμος – η Θήβα είναι η καρδιά του σκότους.

Αντιμέτωπη με τον εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο τα αδέλφια της αλληλοσκοτώθηκαν, η Αντιγόνη παίρνει θέση. Δεν υποστηρίζει το θείο της τον Κρέοντα και τον νόμο που εκείνος αντιπροσωπεύει. Ούτε παίρνει τα βουνά για να ενωθεί με το στρατό του αδελφού της στον πόλεμο εναντίον του κράτους. Ξέρει το ρόλο που έχει διαλέξει. Και δρα με τρόπο συνεπή σε αυτό το ρόλο. Φεύγει νύχτα από την πόλη και πηγαίνει στο πεδίο της μάχης: παίρνει μια χούφτα σκόνη και τη σκορπίζει πάνω στο πτώμα του αδελφού της, πτώμα στο οποίο ο Κρέων είχε αρνηθεί την ταφή. Μια συμβολική τελετή, κενή και αναποτελεσματική ενάντια στον τρόμο. Αλλά τη φέρνει εις πέρας επειδή αποτελεί προσωπική της αναγκαιότητα. Και πληρώνει με τη ζωή της.

Αυτό θα μπορούσε να είναι το θέατρο:  μια κενή και αναποτελεσματική τελετή, την οποία γεμίζουμε με το «γιατί» μας, με την προσωπική μας αναγκαιότητα. Ακόμα και ο Μπρεχτ αμφέβαλε αν το θέατρο θα μπορούσε να εκθέσει το πυκνό πλέγμα των δυνάμεων που κινούν την Ιστορία. Είναι δυνατόν να μεταφέρει κάποιος στο θέατρο όλο τον τρόμο, το μεγαλείο, το μυστήριο και το ταυτόχρονο της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να την περιστείλει σε μια δισδιάστατη εικόνα; Μπορεί κάποιος να μεγεθύνει αυτή την εικόνα, όπως το κατορθώνει ένα μικροσκόπιο, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τη δυναμική κάθε αποσπάσματος της πραγματικότητας εκείνης που δεν γίνεται αντιληπτή στην καθημερινή ζωή;

Κάποια απόπειρα απάντησης είναι νομίζω η εξής: οποιαδήποτε εξέταση σε βάθος, οποιασδήποτε εκδήλωσης του ανθρώπινου πνεύματος, οποιασδήποτε μορφής της ζωής, οποιασδήποτε κοινωνίας, θα άξιζε τον κόπο τελικά, απλά και μόνο επειδή το επιμέρους περιέχει και φωτίζει το όλον. Και πράγματι το θέατρο, σαν αντανάκλαση της αληθινής κοινωνικής κατάστασης είναι εξίσου πολύτιμο σαν πηγή διαγνώσεων, όσο και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική δραστηριότητα. Ανεξάρτητα από τα αισθητικά αποτελέσματα, την επιτυχία ή την καταξίωση, το θέατρο δεν είναι μόνο οι παραστάσεις, δεν είναι μόνο η καλλιτεχνική μορφή, αλλά ένας τρόπος ύπαρξης και αντίδρασης. Είναι ταυτόχρονα παράδοση και επινόηση παράδοσης.

Η άμεση επίδραση του στη ζωή ίσως να μην υπήρξε τόσο μεγάλη, υπήρξε όμως καταλυτική, πέρα από κάθε αμφιβολία. Το θέατρο είναι εδώ, ένα μέσο για να υφάνει κανείς σχέσεις, να ζήσει μια ζωή ανεξάρτητη από το βάρος των περιστάσεων, να διατηρήσει τον πόθο για ένα μέλλον που φαίνεται αδύνατο, να δημιουργήσει μια όαση «φυσιολογικής ζωής» στη μέση της ανηλεούς πορείας της Ιστορίας, να φέρει το άρωμα της ελευθερίας στις φυλακές και να θρέψει, παραγωγικά, την προσωπική εξέγερση. Παραθέτω ένα μικρό απόφθεγμα του μεγάλου δάσκαλου της τέχνης μας, του Κάρολου Κουν: «Η τέχνη δεν είναι πασατέμπος, ούτε ξεφάντωμα για χώνεψη, αλλά μέσον για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Να τον κάνει περισσότερο γνώστη της αλήθειας, να αναζητά πάντα την αλήθεια και το καλό».

Απευθύνεται στους ανθρώπους του θεάτρου μας. Απευθύνεται και σε μένα τον ίδιο κάθε φορά που κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Ο κοινός τόπος αυτής της τέχνης μας που δε ζει πουθενά παρά μόνο στη μνήμη των ανθρώπων, είναι η ταπεινότητα. Και η ταπεινότητα είναι ο μονόδρομος προς το «ωραίο» που φωτίζεται από την ευθύνη της αυτεπίγνωσής μας.

Info:
Ο Δημήτρης Κομνηνός γεννήθηκε στη Ν. Υόρκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει μεταφράσει τα έργα «Καλοκαίρι και Καταχνιά» και «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς που ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε. και ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας αντίστοιχα, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, με τον οποίο συνεργάστηκε επί σειρά ετών ως βοηθός σκηνοθέτη σε πολλές παραστάσεις. Έχει σκηνοθετήσει τα έργα «Στους 90°C» της M. Norman (Επί Κολωνώ), «Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ε. Ιονέσκο (Επί Κολωνώ, Κ.Θ.Β.Ε., Βικτώρια), «Σπιρτόκουτο» του Γ. Οικονομίδη (Βικτώρια), «Λόγω Φάτσας» του Γ. Διαλεγμένου (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας), «Αυτό θα το δούμε» του Τομ Στόπαρτ (Βικτώρια) και «Fucking Games» του Grae Cleugh το 2011. Το 2004 ίδρυσε τη θεατρική ομάδα 90°C. Είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του THEATROVICTORIA.