Το Camp θα προβάλλει την ταινία του Γιώργου Νούσια με τίτλο «Το κακό» στο πλαίσιο του Cine Camp

… την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012 στις 20.00, υπό την παρουσία του σκηνοθέτη.

Σενάριο-Σκηνοθεσία: Γιώργος Νούσιας

Ηθοποιοί: Μελέτης Γεωργιάδης, Αργύρης Θανάσουλας, Πέπη Μοσχοβάκου, Μαίρη Τσώνη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Σταυρούλα Θωμοπούλου, Νίκος Σάμπαλης

Διάρκεια: 82 λεπτά

Έτος: 2005

ΤΟ ΚΑΚΟ
«Τι στο διάολο γίνεται σε αυτή τη γαμημένη πόλη;», αναρωτιόταν προβοκατόρικα το tagline του «1ου ελληνικού splatter», όπως αποκλήθηκε Το Κακό του Γιώργου Νούσια στην πρώτη του προβολή, στις αρχές του 2006. Αν κάποιος σήμερα βλέπει διαφόρων ειδών αιμοδιψή ζόμπι να κυριεύουν σιγά-σιγά την πόλη, η παραπάνω ετικέτα θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και προφητική. Συμβαίνει συχνά σε ταινίες «είδους» να κερδίζουν το παιχνίδι της αντοχής στο χρόνο. Εφόσον καταφέρουν να πείσουν για την ιδιαιτερότητά τους μπορούν να κρατούν τη φρεσκάδα τους και να ανακαλούνται στη μνήμη ευκολότερα από εκείνες που καθαρά προορίζονται για τις κινηματογραφικές αίθουσες.


Στην περίπτωση του Κακού, οι πιτσιλιές από το αίμα που έρευσε χωρίς τσιγκουνιές σε οικεία σημεία της Αθήνας συγκίνησαν ένα κοινό με έτσι κι αλλιώς παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα (το dvd της ταινίας έχει κάνει έναν αξιόλογο κύκλο πωλήσεων σε Ευρώπη, Η.Π.Α. και Ιαπωνία), που είδε με ανάμικτη περιέργεια και ενθουσιασμό μια made in Greece απόπειρα στοίχισης στη γραμμή των George Romero (Night of the Living Dead, Dawn of the Dead), Sam Raimi (The Evil Dead Series), Peter Jackson (Bad Taste, Braindead), Danny Boyle (28 Days Later) κ.ά. Είχαν εξάλλου περάσει πάνω από 20 χρόνια από την πρώτη –και ουσιαστικά μοναδική- έλευση κινηματογραφικών ζόμπι στην Αθήνα, τότε από τον Λόφο του Στρέφη (ο Δράκουλας των Εξαρχείων, 1983, του Νίκου Ζερβού). Η νέα αφετηρία δόθηκε από τη Σπηλιά του Νταβέλη, κάπου στην Πεντέλη και από τα πρώτα λεπτά Το Κακό μπήκε στις ράγες μιας διαδρομής με δαγκωματιές, μονομαχίες σώμα με σώμα, πυροβολισμούς, μαχαιριές, κατά κανόνα χειροποίητες σκηνές καρτουνίστικης βίας αλλά και σημαντικά διαστήματα ηρεμίας, ασφαλώς ύποπτης, μέχρι την τελική απειλή στο ολόαδειο γήπεδο του Απόλλωνα στη Ριζούπολη.

«Ο ταινίες που δεν θέλουν να πουν κάτι είναι και οι πιο επιτυχημένες, γιατί αυτό το “κάτι” βγαίνει τελικά», έλεγε ο Γιώργος Νούσιας σε συνέντευξή του στο Αθηνόραμα το 2006, επιχειρώντας να συνδυάσει τυπικά ζητήματα κινηματογραφικής κριτικής με τις προσδοκίες του κατεξοχήν κοινού των ταινιών του είδους που τις θέλει καθαρά ψυχαγωγικές και συνήθως εστιάζει την κρίση του στον βαθμό έμπνευσης και εκτέλεσης των γκροτέσκ εφέ ή στο μέικαπ των ζόμπι, φτάνοντας ίσως μέχρι το ρυθμό του μοντάζ και την ποιότητα του σάουντρακ. Είναι προφανές ότι όλες οι ταινίες θέλουν «να πουν κάτι» και όσα πέτυχε τελικά να αφηγηθεί Το Κακό θα μπορούσαν και να ειδωθούν σε αντίστιξη με αρκετές «σοβαρές» ή μεγαλεπίβολες απόπειρες στο ελληνικό σινεμά που δεν βρήκαν στόχο: έστω με το «αστείο» μπάτζετ των 50 χιλ. € (πιθανότατα και λόγω αυτού), το Κακό στηρίχτηκε σε μια απλή, εφικτή και ταυτόχρονα ιντριγκαδόρικη σεναριακή ιδέα (σε μια φαινομενικά ρουτινιάρικη μέρα στη δουλειά, τρεις εργάτες-ανασκαφείς ανακαλύπτουν μιαν άγνωστη σπηλιά, από την οποία βγαίνουν αναστατωμένοι και το ίδιο βράδυ ρίχνουν μοιραία τα πρώτα σπόρια τρόμου στην πόλη). «Το Πεντάγωνο καίγεται», λέει κάπου στο μέσο του στόρι της καταδίωξης των λίγων που έμειναν αμόλυντοι ο Μελέτης (Μελέτης Γεωργιάδης) στην Τζένη (Μαίρη Τσώνη), όταν στο βάθος του ορίζοντά τους αχνοφαίνεται ένα μαύρο σύννεφο καπνού.

Πέρα από το να αυτοσαρκάζεται, η ταινία είναι διανθισμένη με καλές δόσεις χιούμορ και ερωτισμού που αποδόθηκαν, δίχως σοβαροφάνειες, από φρέσκες φάτσες. Πολλοί γνώρισαν μέσω του Κακού νέους ηθοποιούς που έχουν έκτοτε –λιγότερο ή περισσότερο- σταθερή παρουσία σε σινεμά, θέατρο ή τηλεόραση (Αργύρης Θανάσουλας, Πέπη Μοσχοβάκου, Ανδρέας Κοντόπουλος, Σταυρούλα Θωμοπούλου), και βέβαια τη Μαίρη Τσώνη, σπουδαία μορφή της ανεξάρτητης σκηνής της Αθήνας των τελευταίων χρόνων.
Η εικόνα της πόλης-φάντασμα (που ίσως στον σημερινό θεατή να ανακαλεί μνήμες από το περίφημο «2004 της ανεμελιάς», με έναν ενδιαφέροντα τρόπο) φανέρωσε επίσης τη δουλειά μιας ομάδας νέων ανθρώπων σε τομείς που σπάνια κινητοποιούνταν, ως τότε, στο ελληνικό σινεμά, όπως η ψηφιακή επεξεργασία (Ζίνα Παπαδοπούλου, Πέτρος Νούσιας), το μέικαπ (Εύη Ζαφειροπούλου, Γιάννα Μαρματάκη) και τα ειδικά εφέ (εδώ οι κάπως παλιότεροι Γιώργος και Ρούλης Αλαχούζος). Τέλος, η προωθητική καμπάνια της ταινίας κινήθηκε με εύστοχη αφέλεια ανάμεσα σε αριθμούς και θαυμαστικά («το πρώτο ελληνικό σπλάτερ!» «400 προσθετικά make up effects!», «40 λίτρα αίμα!»), κλείνοντας το μάτι τόσο σε παραδοσιακούς σινεφίλ, όσο και σε εκείνους που λατρεύουν το κόκκινο επί της οθόνης, με αποτέλεσμα να κοπιάσει αρκετός κόσμος να το δει στο σινεμά και πολύ περισσότερος στα διάφορα κατά τόπους dvd clubs.

Τι είναι το CINE CAMP;
Το CINE CAMP αποτελεί μια νέα ενότητα προβολών για όλους όσους αγαπούν τον κινηματογράφο, camp και μη. Νέες αλλά και παλαιότερες ταινίες από έλληνες και ξένους δημιουργούς, αφιερώματα σε σκηνοθέτες, cult και underground φιλμ, ντοκιμαντέρ αλλά και ταινίες μικρούς μήκους περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του CINE CAMP με ελεύθερη είσοδο και άφθονο δωρεάν ποπ – κορν. Στην ιστοσελίδα του CAMP, www.campoint.gr, θα μπορείτε να ενημερώνεστε άμεσα για το αναλυτικό πρόγραμμα προβολών ενώ δε θα λείπουν οι θεματικές βραδιές, τα πάρτυ, οι επίτιμοι καλεσμένοι κι οι εκπλήξεις. Φροντίστε για την έγκαιρη προσέλευσή σας καθώς οι θέσεις στο χώρο είναι περιορισμένες.

To λογότυπο του CINE CAMP σχεδίασε η illustrator Asako Masunouchi (www.asako-masunouchi.com )