Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης συνεχίζει τη δραστηριότητά της παρουσιάζοντας

ένα αφιέρωμα στον σπουδαίο σουηδό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Το αφιέρωμα, με τίτλο «Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: Ακτινογραφώντας την ανθρώπινη ψυχή», θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 14 έως την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013 στην Αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α΄, Λιμάνι). 

Το αφιέρωμα περιλαμβάνει τέσσερις ταινίες – σταθμούς στη φιλμογραφία του δημιουργού: Η νύχτα των σαλτιμπάγκων / Gycklarnas afton (Σουηδία, 1953).

Η έβδομη σφραγίδα / Det sjunde inseglet (Σουηδία, 1957), Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη / Såsom i en spegel (Σουηδία, 1961) και Κραυγές και ψίθυροι / Viskningar och rop (Σουηδία, 1972). 

Πρόγραμμα προβολών

14/02/2013: 18.45 Η νύχτα των σαλτιμπάγκων
21.00 Η έβδομη σφραγίδα
15/02/2013: 18.45 Κραυγές και ψίθυροι
21.00 Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη
16/02/2013: 18.45 Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη
21.00 Κραυγές και ψίθυροι
17/02/2013: 18.45 Η έβδομη σφραγίδα
21.00 Η νύχτα των σαλτιμπάγκων

Οι ταινίες

Η νύχτα των σαλτιμπάγκων / Gycklarnas afton
Σουηδία, 1953

Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman, Ασπρόμαυρο, 93΄.

Σουηδία 1900. Το μικρό και ξεπεσμένο τσίρκο Αλμπέρτι περιοδεύει, δίνοντας παραστάσεις σε κωμοπόλεις και χωριά που συναντά τυχαία στο δρόμο του. Καθώς ταξιδεύουν μέσα στην ομίχλη της αυγής, ο αμαξάς Γιενς διηγείται στον Αλμπέρτι την ιστορία του κλόουν Φροστ που τον γελοιοποίησε η γυναίκα του Άλμα, κάνοντας μπάνιο γυμνή μπροστά  σε στρατιώτες που είχαν βγει για άσκηση. Το τσίρκο κάνει μια στάση στη μικρή πόλη όπου τρία χρόνια πριν, ο Αλμπέρτι εγκατέλειψε την γυναίκα του Άγκντα και τα δυο παιδιά του. Ο Αλμπέρτι και η τωρινή νεαρή σύντροφός του Άννα, πηγαίνουν να ζητήσουν μερικά κοστούμια από τον Σίμπεργκ, τον διευθυντή του τοπικού θεάτρου, εισπράττοντας την άρνηση και τον χλευασμό του. Η άθλια διαφημιστική παρέλαση του τσίρκου μέσα στους δρόμους της πόλης, διακόπτεται από την αστυνομία, η οποία και κατάσχει τα άλογα. Ο Αλμπέρτι, αψηφώντας την ζηλοτυπία της Άννας, πηγαίνει να βρει την γυναίκα του για να την πείσει να τα ξαναβρούν και η Άννα τον εκδικείται απατώντας τον με τον ηθοποιό του θεάτρου, Φραντς. Πληγωμένος από την απιστία, ο Αλμπέρτι προκαλεί τον Φραντς και η αναμέτρησή τους στο τέλος της παράστασης, στην πίστα του τσίρκου, καταλήγει σε μια ταπεινωτική και εξευτελιστική ήττα για τον Αλμπέρτι, ο οποίος κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στην απελπισία και την απόγνωσή του. Το επόμενο πρωινό το καραβάνι ξαναπαίρνει τον δρόμο του… 

Η δωδέκατη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του Μπέργκμαν, είναι και το εισαγωγικό έργο στον πιο μεστό κύκλο της κινηματογραφικής διαδρομής του και αφορά σε ένα από τα πιο κεντρικά θέματα της προβληματικής του: αυτό της ταπείνωσης και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Λέει ο ίδιος: «Ένα από τα εντονότερα συναισθήματα των παιδικών μου χρόνων είναι αυτό της ταπείνωσης, να με έχουν χτυπήσει με λέξεις, πράξεις ή καταστάσεις. Βασικό συστατικό της εκπαίδευσης είναι το στοιχείο της ταπείνωσης…». Επιλέγοντας ως χώρο δράσης τον εξαιρετικά οικείο για αυτόν χώρο του θεάματος και πιο συγκεκριμένα των αγαπημένων του τσιρκολάνων, δεν αντιπαραθέτει μονάχα δύο μορφές τέχνης – το περιπλανώμενο πλανόδιο τσίρκο από την μια και το επίσημο και σοβαρό θέατρο από την άλλη -, αλλά δύο κοσμοθεωρίες, δύο τρόπους να ζει κανείς την ζωή του. Από τη μια μεριά, λοιπόν, το φθηνό λαϊκό θέαμα του τσίρκου, εξαθλιωμένο οικονομικά, εξαχρειωμένο ηθικά, αλλά την ίδια στιγμή πολύ πιο ζωντανό, αισθησιακό, γεμάτο πάθη και ερωτισμό από το ευνουχισμένο αντι-ερωτικό, κομφορμιστικό αστικό θέατρο. Η γέφυρα που ενώνει πρόσκαιρα αυτούς τους δύο κόσμους είναι φτιαγμένη από τα υλικά της προδοσίας, της ζήλιας, της μισαλλοδοξίας, των κατά συνθήκη ψευδών, της απιστίας, του άναρχου πόθου, της ερωτικής αντιζηλίας και αντεκδίκησης, του αστικού χλευασμού… Το πρόσωπο της αγάπης είναι το σεξουαλικό ένστικτο και το κυρίαρχο συναίσθημα αυτό της ταπείνωσης. Η ιστορία του εξευτελισμού του κλόουν από την ίδια του την γυναίκα στην αρχή της ταινίας, κινηματογραφημένη με τη τεχνική του βωβού – σε έξοχο ασπρόμαυρο κοντράστ – προσδίδει στη σεκάνς (ανθολογίας) μια διάσταση ονειρικού εφιάλτη. Τελικά, η αστική υποκρισία θα επικρατήσει, η σαθρή γέφυρα θα γκρεμιστεί, το τσίρκο θα εκδιωχθεί, αλλά θα είναι οι τσιρκολάνοι αυτοί που θα συνεχίσουν να περιπλανώνται με το κάρο τους στον κόσμο και να γεύονται τις μεγάλες πίκρες και τις μικρές χαρές της ζωής, ενώ οι καθώς πρέπει καλοβαλμένοι αστοί θα γίνουν κάδρα κρεμασμένα σε έρημα και ερειπωμένα σπίτια. 

 

Η έβδομη σφραγίδα / Det sjunde inseglet
Σουηδία, 1957

Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman, Ασπρόμαυρο, 92΄

Ο ιππότης Μπλοκ με τον υπηρέτη του Γιενς, επιστρέφουν από τις σταυροφορίες σε μια Σουηδία αφανισμένη από την πανούκλα. Στο δρόμο προς το κάστρο, σε μια έρημη ακτή, συναντούν το Θάνατο. Ο ιππότης για να κερδίσει χρόνο, μήπως και μπορέσει να βρει απαντήσεις στις υπαρξιακές αγωνίες και τα μεταφυσικά προβλήματα που τον ταλανίζουν, τού προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι και όταν τελειώσει, αυτή να είναι και η τελευταία του προθεσμία.Ο ιππότης αναρωτιέται διαρκώς γύρω από την ύπαρξη ή όχι του θεού και το νόημα της ζωής, ενώ αντίθετα ο ιπποκόμος του αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με κυνισμό και ρεαλισμό, αμφισβητώντας την θρησκευτική πίστη. Δίπλα σ’ αυτούς τους κεντρικούς ήρωες, κινείται μια κουστωδία προσώπων, μια πινακοθήκη χαρακτήρων: ένας  σιδεράς, η γυναίκα του, μια «μάγισσα», ο θεολόγος Ραβάλ και μια ομάδα σαλτιμπάγκων, με επικεφαλής τον Γιόνας, τον Γιοφ τον γελωτοποιό, την γυναίκα του Μία και το μικρό τους παιδί, ενώ ο Θάνατος, μοναχικός και αμείλικτος, τους περιτριγυρίζει και τους παρακολουθεί, συνεχίζοντας και την θανατηφόρα παρτίδα σκάκι με τον ιππότη. Όταν φτάνουν στο κάστρο, η πυργοδέσποινα Κάριν τους υποδέχεται και τους προσκαλεί για φαγητό. Κάποια στιγμή, ο Θάνατος κτυπά την πόρτα και τους παρασέρνει όλους σ’ έναν μακάβριο χορό. Οι μόνοι που σώζονται είναι το ζευγάρι των γελωτοποιών και το παιδί τους.

Η Έβδομη σφραγίδα (ο τίτλος αναφέρεται στις επτά σφραγίδες με τις οποίες είναι δεμένο το βιβλίο του Θεού και μόνον με το σπάσιμο της έβδομης, θα αποκαλυφθεί το μυστικό της ζωής), είναι μια από τις κορυφαίες ταινίες του σουηδού δημιουργού και έχει σαν θέμα την αναζήτηση του Θεού (leit-motiv του  έργου του), σε μια ζωή η μόνη βεβαιότητα της οποίας είναι ο θάνατος. Ο ιππότης βασανίζεται από τα αναπάντητα οντολογικά ερωτήματα γύρω από το νόημα της ύπαρξης και της ζωής, καθώς θέλει να προσεγγίσει τον θεό μέσα από την γνώση και όχι μέσω της πίστης: «Γιατί να είναι αδύνατο να τον συλλάβει κανείς με τις αισθήσεις; Γιατί να κρύβεται μέσα σε μια ομίχλη από μισόλογα, υποσχέσεις και αόρατα θαύματα; Θέλω να απλώσει το χέρι του, να μου μιλήσει και να μου αποκαλυφθεί», σε αντίθεση με τον πραγματιστή ιπποκόμο που θεωρεί τις μεταφυσικές αγωνίες του αφέντη του ανόητες χίμαιρες. Αυτός βέβαια που αποκαλύπτεται δεν είναι παρά ο θάνατος, ανέκφραστος, μοναχικός, αμίλητος και αδυσώπητος, έξοχα ερμηνευμένος από τον Άντερς Εκ. Η πιο διάσημη παρτίδα σκάκι στην ιστορία του σινεμά, δεν είναι παρά μια κλεψύδρα που μετρά το χρόνο που απομένει, καθώς στο τέλος, όλοι μαζί, θα σύρουν τον χορό προς την χώρα του σκότους, στην κλασική σεκάνς ανθολογίας (μια από τις διασημότερες του μπεργκμανικού έργου), με την οποία κλείνει η ταινία. Όλοι εκτός… από την οικογένεια των πλανόδιων τσιρκολάνων, μόνιμων θαμώνων των ταινιών του, απέναντι στους οποίους ο Μπέργκμαν έδειξε πάντα μια αμέριστη συμπάθεια και συμπαράσταση, γιατί τελικά η οραματική φαντασία, η τέχνη των πληβείων και των λαϊκών (οι μόνοι γνήσιοι καλλιτέχνες), είναι και οι μόνοι που γλιτώνουν από το δρεπάνι του χάρου, καθώς είναι και οι μόνοι που τιμούν και υμνούν το θαύμα της ζωής.  Η εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην οποία η ταινία οφείλει πολλά, είναι του σπουδαίου Γκούναρ Φίσερ (μόνιμου συνεργάτη του Μπέργκμαν στο πρώτο μισό της καριέρας του – στο άλλο μισό παίρνει την σκυτάλη ο επίσης σπουδαίος Σβεν Νίκβιστ), ενώ στο κεντρικό δίδυμο δεσπόζουν ο θαυμάσιος Μαξ Φον Σίντοφ (στην πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη) και ο Γκούναρ Μπιόρνστραντ, κορυφαίος όλων των αντρών ηθοποιών με τους οποίους συνεργάστηκε ο σουηδός δημιουργός, ο οποίος υπήρξε ως γνωστόν, κυρίως σκηνοθέτης γυναικών.

• Ειδικό βραβείο Κριτικής Επιτροπής Φεστιβάλ Καννών 1957 

Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη / Såsom i en spegel
Σουηδία, 1961

Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman, Ασπρόμαυρη, 90΄

Σ’ ένα νησί, την περίοδο των διακοπών, τέσσερα άτομα βγαίνουν στην παραλία, μετά το μπάνιο: Ο Ντάβιντ, συγγραφέας που ταξιδεύει συνεχώς και μόλις έχει επιστρέψει από το εξωτερικό, η Κάριν η κόρη του με διανοητικές διαταραχές και άρρωστη ψυχικά, ο σύζυγός της Μάρτιν που είναι γιατρός και ο μικρός αδελφός της Μίνους. Τα δύο αδέλφια γιορτάζουν τη σύντομη επίσκεψη του πατέρα, παίζοντας ένα μικρό θεατρικό έργο που έγραψε ο Μίνους με τίτλο «Η τέχνη φάντασμα» και το οποίο αναφέρεται σ’ έναν ποιητή, που αντί να τολμήσει να αγαπήσει, γράφει για την αγάπη, κλεισμένος στην εγωιστική μοναξιά της τέχνης του. Ουσιαστικά, είναι μια μομφή ενάντια στον μονίμως απόντα πατέρα που δεν μπορεί, ούτε νοιάζεται να επικοινωνήσει με τα παιδιά του. Το έργο ενοχλεί τον Ντάβιντ, ο οποίος δυσφορεί πιάνοντας το μήνυμα. Στη διάρκεια της νύχτας η Κάριν άγρυπνη και σε υπερένταση, περιπλανιέται μέσα στο σπίτι, η ψυχική της κατάσταση επιδεινώνεται και στην ταπετσαρία ενός άδειου δωματίου, νομίζει πως βλέπει μορφές και ακούει ήχους που την προσκαλούν  κάπου αλλού, σ’ έναν τόπο άγνωστο. Το πρωί, επωφελούμενη της απουσίας του πατέρα της διαβάζει κρυφά το ημερολόγιό του, ανακαλύπτοντας ότι εκείνος -παρόλο που είναι μακριά- παρακολουθεί συστηματικά την αρρώστια της, η οποία ουσιαστικά είναι ανίατη. Θα μοιραστεί την  αγωνία της με το αδελφό της, με τον οποίο διατηρεί μια διφορούμενη ερωτικά σχέση, η κατάστασή της θα επιδεινωθεί και ενώ ο άντρας της, τής κάνει μια ηρεμιστική ένεση, αυτή μέσα σε ντελίριο λέει: «Άνοιξα την πόρτα και εμφανίστηκε ο Θεός με την μορφή αράχνης και σκαρφάλωσε πάνω  μου, κοιτάζοντάς με ψυχρά στα μάτια». Στο τέλος, ενώ το νοσοκομειακό ελικόπτερο παίρνει την Κάριν, ο Μίνους συνομιλεί με τον πατέρα του για το νόημα της αγάπης.

«Τώρα βλέπουμε μέσα από έναν καθρέφτη. Τώρα είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο». Με μότο την φράση αυτή – από την προς Κορινθίους επιστολή που αποτελεί το κλειδί το οποίο ανοίγει τις πύλες της Ιστορίας – η ταινία αποτελεί το πρώτο μέρος της περίφημης τριλογίας της σιωπής του Θεού (που περιλαμβάνει τις ταινίες Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη, Χειμωνιάτικο φως (Κοινωνούντες) και Σιωπή) και είναι τοποθετημένη σε κομβικό σημείο, ακριβώς στο κέντρο του μπεργκμανικού έργου. Εδώ ο σουηδός δημιουργός ρισκάρει, σκύβοντας και κοιτάζοντας την απύθμενη άβυσσο της ψυχής, προσδίδοντας φιλοσοφικό βάθος και βάρος στο έργο του και ακροβατώντας  πάνω στο υπαρξιακό κενό του σύγχρονου ανθρώπου. Η κάμερα «βυθίζεται» στα εσωτερικά τοπία των ηρώων, αποτυπώνοντας με τρομακτική ενάργεια τον διαταραγμένο ψυχισμό της Κάριν. Ο Μπέργκμαν την παρακολουθεί να απομακρύνεται από την επιφάνεια του πραγματικού, περνώντας από το ένα επίπεδο στο άλλο, μέχρι να φτάσει στον πάτο μια ψυχικής κόλασης, σ ’έναν τόπο μυστικό, ανοίκειο και ολοσκότεινο, όπου ο Θεός εμφανίζεται με την μορφή μιας φρικαλέας αράχνης. Αυτή η πτώση της ηρωίδας  στον μέσα κόσμο, της τρέλας και της παράνοιας, εξαναγκάζει τους ανθρώπους που είναι γύρω της (πατέρας – σύζυγος – αδελφός), να κοιτάξουν για πρώτη φορά τον εαυτό τους στον καθρέφτη της ψυχής τους, να αντικρίσουν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλο, να διανύσουν την απόσταση που τους χωρίζει και να συναντηθούν στην τελική σκηνή, ανακαλύπτοντας πως η αγάπη (ακόμα και στην πιο απαγορευμένη της μορφή) και μόνον η αγάπη, μπορεί να γεμίσει (πιθανόν), το ψυχικό τους κενό, σ’ έναν κόσμο όπου ο Θεός μοιάζει να έχει σιωπήσει οριστικά. Γυρισμένη με λιτότητα, ακρίβεια και μεγάλη στυλιστική καθαρότητα (δια χειρός του σπουδαίου Σβεν Νίκβιστ, στη δεύτερη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη) στο νησί Φάρο, η ταινία φαντάζει εγκεφαλική (και είναι), αλλά ταυτόχρονα πάλλεται στον πυρήνα της από τη αδήριτη ανάγκη της επικοινωνίας και της ανθρώπινης επαφής. Και πάλι (μετά την Έβδομη σφραγίδα) το κεντρικό αντρικό δίδυμο Γκούναρ Μπιόρνστραντ και Μαξ Φον Σίντοφ, στέκεται στο ύψος της ανυπέρβλητης  ερμηνείας (ηθικά και σωματικά επίπονης) της μούσας (πρώτης ανάμεσα σε πολλές ισάξιες) Χάριετ Άντερσον.  

• Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας 1962
• Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Καθολικών για τον Κινηματογράφο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 1962


Κραυγές και ψίθυροι / Viskningar och rop
Σουηδία, 1972 

Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman, Έγχρωμη, 87΄

Σ ’ένα υποστατικό στις αρχές του αιώνα, η Άγκνες πεθαίνει χτυπημένη από τον καρκίνο μέσα σε αφόρητους πόνους και της συμπαραστέκεται με αφοσίωση και αγάπη, η πιστή υπηρέτρια του σπιτιού, Άννα. Όταν οι δύο αδελφές της, η Κάριν και η Μαρία έρχονται να σταθούν στο πλάι της ετοιμοθάνατης, οι σχέσεις ανάμεσά τους- παρά την εγγύτητα του θανάτου- είναι εξαιρετικά τεταμένες και προβληματικές. Γύρω τους, ο γιατρός, οικογενειακός φίλος και πρώην εραστής της Μαρίας, ο σύζυγος της οποίας έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, ο αντιπαθητικός άντρας της Κάριν που την οδήγησε σε μια αποτρόπαια πράξη ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό. Όλοι τους  μοιάζουν να είναι κλεισμένοι εγωιστικά στους εαυτούς τους,  χωρίς να έχουν την παραμικρή διάθεση ουσιαστικής επικοινωνίας με τους υπόλοιπους και η Άννα, η μόνη που νοιάζεται πραγματικά για την γυναίκα που αργοπεθαίνει, είναι και η μόνη που δεν έχει κανένα συγγενικό δεσμό μαζί της. Όταν η Άγκνες πεθαίνει, «εμφανίζεται» για μια τελευταία  φορά, από τον άλλο κόσμο, ικετεύοντας τις αδελφές της να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Μάταια όμως. Επιστρέφοντας από την κηδεία, οι δύο οικογένειες τακτοποιούν ψυχρά τις κληρονομικές υποθέσεις και η Άννα που είναι πια ανεπιθύμητη φεύγει. Τα όποια συναισθήματα αδελφικής αγάπης έχουν κι αυτά πεθάνει. Στο οριστικά άδειο κι έρημο πατρικό σπίτι, το μόνο που  θα μείνει θα είναι οι αναμνήσεις της απατηλής ευτυχίας της νιότης, έτσι όπως θα ζωντανεύουν μέσα από το ημερολόγιο της Άγκνες.

«Αγαπητοί μου φίλοι, να που θα κάνουμε και πάλι μια ταινία μαζί… Η ιδέα της ταινίας γυρίζει αδιάκοπα μέσα στο μυαλό μου και μοιάζει με χείμαρρο, γοργό και σκοτεινό: πρόσωπα, κινήσεις, φωνές, χειρονομίες, κραυγές, ψίθυροι, ίσκιοι, φως, ατμόσφαιρες και όνειρα… Τίποτα το συγκεκριμένο, τίποτα το αληθινά χειροπιαστό, εκτός από μια φευγαλέα αίσθηση. Με δυο λόγια, εντυπώσεις, ένα όνειρο, μια νοσταλγία, μια ελπίδα, ίσως κάποιος φόβος, μια απειλή που ποτέ δεν εκφράζεται φανερά… Η δράση εκτυλίσσεται στις αρχές του αιώνα. Γυναίκες με φορέματα κομψά, ακριβά, που τις καλύπτουν την ίδια στιγμή που τις προβάλλουν. Τα εσωτερικά  του σπιτιού πρέπει να έχουν μια συγκεκριμένη φωτεινότητα… αυγές που να μην μοιάζουν με τα δειλινά… απαλές ανταύγειες ξύλου… ένα φως μυστηριακό και θαμπό, όμοιο μ’ αυτό μιας μέρας που χιονίζει… το αργό σβήσιμο μιας λάμπας πετρελαίου… η τρυφεράδα των ηλιόλουστων φθινοπωρινών ημερών… ένα κερί χαμένο στα σκοτάδια της νύχτας… ίσκιοι που σαλεύουν ξαφνικά, όταν μια μορφή διασχίζει τις μεγάλες κάμαρες. Θα υπάρξει ωστόσο μια ιδιομορφία: όλα τα εσωτερικά θα είναι κόκκινα, με πολλές και διαφορετικές αποχρώσεις. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω… Το μοναδικό που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι το χρώμα αυτό αφορά κάτι εσωτερικό. Από μικρός φανταζόμουν πάντα την ψυχή σαν μια υγρή μεμβράνη με κόκκινες αποχρώσεις…».

                                                                                                          Ίνγκμαρ Μπέργκμαν 
                                                                                           (απόσπασμα από το σενάριο της ταινίας)

• Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας στον Σβεν Νίκβιστ 1974
• Μεγάλο Ειδικό τεχνικό βραβείο Φεστιβάλ Κανών 1973
• Καλύτερη ταινία του Κύκλου Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης

Οι εκδηλώσεις της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.