Η Τέσυ Μπάιλα γράφει για το βιβλίο του Πίτερ Κάρεϊ με τίτλο «Η χημεία των δακρύων», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση από την Αργυρώ Μαντόγλου.
Από το οπισθόφυλλο:
Όταν ο εραστής της πεθαίνει ξαφνικά, η Κάθριν δεν έχει πια τίποτε άλλο πέρα απ’ τη δουλειά της. Επειδή, όμως, είχε κρατήσει την ερωτική της σχέση μυστική από τους συναδέλφους της στο Μουσείο Σουίνμπερν του Λονδίνου, τώρα αισθάνεται ότι δεν μπορεί να μοιραστεί με κανέναν το πένθος της. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Μια ελεγεία για τον έρωτα και την απώλεια, Η Χημεία των Δακρύων είναι ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει να συναρπάζει και να συγκινεί την ίδια στιγμή, μια ιστορία που μόνο η μεγαλοφυΐα του Πίτερ Κάρεϊ θα μπορούσε να αφηγηθεί με τέτοια ζωντάνια, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στη μαγεία, την επιστήμη, την παράνοια, τη ματαίωση και τον έρωτα.
Της Τέσυς Μπάιλα
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μπορεί ένα άψυχο αντικείμενο καμωμένο από παγωμένο μέταλλο, να πάρει ζωή και να γίνει ο κοινός αγωγός σε μια συνομιλία με το παρελθόν; Μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει όλους εκείνους τους εσωτερικούς του μηχανισμούς που περιβάλλουν τη συνείδησή του με την ακρίβεια ενός ωρολογιακού μηχανισμού και πόσο ο πόνος της απώλειας, η εσωτερική μοναξιά και ο φόβος μπορούν να γίνουν γενεσιουργό αίτιο μιας αγωνίας που συντελεί στη εμφάνιση των δακρύων;
Το βιβλίο του Πήτερ Κάρει, βραβευμένου δύο φορές με το βραβείο Μπούκερ, Η χημεία των δακρύων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός πραγματεύεται αυτά τα ερωτήματα και μέσα από μια ιδιάζουσα εμβάθυνση καταφέρνει να γράψει μια ελεγεία για τον έρωτα υμνώντας ακριβώς την απώλειά του, μια ελεγεία για τη ζωή μέσα από τον ανεπίστρεπτο χαμό της. Οι χαρακτήρες που ο Κάρεϊ με τόση δεξιοτεχνία δημιουργεί, άνθρωποι που ζουν σε δυο τόσο μακρινές εποχές, θα αναζητήσουν τη γαλήνη μέσα από τη δημιουργία ενός μεταλλικού αντικείμενος και το αντικείμενο αυτό -στην προκειμένη περίπτωση ένα πτηνό- θα γίνει μοιραία ο προσωπικός τους δίαυλος μιας συνομιλίας που θα τους επιτρέψει να ανακαλύψουν ότι, συμβαίνει συχνά, κάτι τόσο άψυχο μπορεί να είναι ζωντανό και το αντίστροφο και είναι ακριβώς αυτή του η ιδιότητα που τροφοδοτεί τις σκέψεις με τη χημεία των δακρύων. Ο Κάρεϊ χρησιμοποιεί μια εναλλασσόμενη αφήγηση ανάμεσα στην Κάθριν τη νεαρή ωρολογοποιό που αναλαμβάνει να ανασυνθέσει τα κομμάτια του μηχανικού αυτού πτηνού τη στιγμή που η ζωή της έχει να αντιμετωπίσει το μέγιστο πόνο της απώλειας του συντρόφου της και βρίσκει καταφύγιο σ’ αυτή την ασχολία και τον Χένρι Μπράντινγκ που θα καταφέρει να κατασκευάσει τη Νήσσα του Βοκανσόν, ελπίζοντας ότι μέσω αυτού του μηχανικού πτηνού θα αποκατασταθεί η υγεία του γιού του εκατόν πενήντα χρόνια πριν. Ο Κάρεϊ αποτυπώνει μέσα στην ψυχοσύνθεση των δύο ηρώων του τις δικές του φιλοσοφικές προσεγγίσεις και προσεγγίζει με τον ίδιο σεβασμό τους δυο παράλληλους κόσμους τους που τους χωρίζει ενάμιση αιώνας αλλά τους συνδέει η αντικειμενικότητα της ομορφιάς έτσι όπως αποτυπώνεται επάνω σε ένα μηχανικό αντικείμενο, κρίκο συνδετικό στην αλυσίδα της θλίψης που έχει περιορίσει τη ζωή και των δύο. Και είναι αυτός ακριβώς ο κρίκος που θα τους δώσει τη δυνατότητα να αντιληφθούν τα μυστήρια της δημιουργίας, το θαύμα της ζωής και της καταστροφής της και παράλληλα την εκπληκτική χημεία της μαγείας, μιας μαγείας που έχει την υφή των δακρύων.
Όταν η θλίψη ανατρέψει τον τακτοποιημένο τους κόσμο τότε και οι δύο ήρωες μέσα από την έμφυλη προσέγγιση του Κάρεϊ θα δοθούν στην ανασύσταση του πτηνού και ο Κάρεϊ θα βρει την ευκαιρία να αποδείξει ότι μέσα από εκατοντάδες κομμάτια ένα έκθεμα σπάνιας ομορφιάς, θα καταφέρει να λειτουργήσει ως μέσο έκπληξης σε «ανθρώπους απολύτως στερούμενους συναισθημάτων». Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ελπίδα. Με κοινό παρανομαστή των δύο αλληλοεμπλεκόμενων ιστοριών το θάνατο ενός πολύ αγαπημένου προσώπου τους οι δυο ήρωες θα βρουν την παρηγοριά σε ένα αντικείμενο που συμβολίζει την ίδια τη ζωή και τα κομμάτια του γίνονται τα σύμβολα των αισθημάτων που πρέπει να ενωθούν για να κινητοποιηθούν τα μουδιασμένα από τον πόνο αισθήματα. Πρόκειται για τη «μαγνητική κινητοποίηση» των αισθημάτων και ο Κάρεϊ την καταγράφει με μια πυκνή τεχνική που συντίθεται από λεπταίσθητους αφηγηματικούς χειρισμούς περνώντας από τον ένα αφηγητή στον άλλο. Κι ενώ και η Κάθριν και ο Χένρυ ασχολούνται με τον μηχανισμό εκείνο και τον χρησιμοποιούν για να βρουν την προσωπική τους ίαση μέσα από δορυφορικούς χαρακτήρες, όπως η βοηθός της Κάθριν, ο Κάρεϊ δίνει και τον προσωπικό του προβληματισμό για την τάση του ανθρώπου να τελειοποιήσει μηχανισμούς και ταυτόχρονα το που αυτή η τάση έχει οδηγήσει, καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο η εκβιομηχάνιση της ζωής έχει γίνει αίτιο πολλαπλών προβλημάτων. Το Λονδίνο του 2010 πνίγεται από το νέφος, ασφυκτιά από τη ζέστη και μια πετρελαιοκηλίδα εξαπλώνεται στον Κόλπο του Μεξικού και ο Κάρεϊ βρίσκει τον τρόπο, ακριβώς μέσα από την αντίφαση όσων γράφει να μιλήσει για τον φόβο που εξαπλώνεται στην παγκόσμια κοινωνία από την τεχνολογική της εξέλιξη.
Η Χημεία των δακρύων είναι μια αριστουργηματική στη σύλληψή της ιδέα κι ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στην ομορφιά και το σκοτάδι, τη μαγεία και την πραγματικότητα, την αλληλεπίδραση των εποχών και τελικά μια σπουδαία μελέτη της αγάπης, της θλίψης και της ζωής.