Ήταν 5 Αυγούστου του περασμένου καλοκαιριού στην Επίδαυρο. Μετά τη μέτρια – κατά την ταπεινή μου γνώμη – παράσταση «Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού» με τη υπέροχη βέβαια Φιόνα Σω, που κάποιοι είχαμε παρακολουθήσει την προηγούμενη νύχτα, ανηφορίζαμε τη χωμάτινη διαδρομή από το πάρκινγκ μέχρι το αρχαίο θέατρο με την προσμονή και την αγωνία για την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή να κάνει την αφόρητη ζέστη, υποφερτή.
Από τη Μαριάννα Παπάκη
Ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου που είχε επιλέξει να ανεβάσει ο σκηνοθέτης ήταν από τις πιο αναμενόμενες παραγωγές και φυσικά sold out. Αυτό που σίγουρα δεν θα ξεχάσω ήταν η αίσθηση γενικευμένης σιγουριάς του πλήθους πως αυτό που πάει να δει, θα τον αποζημιώσει. Μια σιγουριά, μια ασφάλεια αισθητικής και αξιοπρέπειας που ο Λευτέρης Βογιατζής είχε κατακτήσει με δουλειά, συνέπεια και όντας ο ίδιος υπερασπιστής αυτών των δύο αξιών· της αισθητικής και της αξιοπρέπειας.
Η είδηση της νόσου του είχε τρομάξει πραγματικά, όχι μόνο τους συναδέλφους του, αλλά και τον κόσμο που τόσα χρόνια γέμιζε ασφυκτικά το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων και γινόταν κοινωνός των ιδεών του, μαθητής της πρότασής του, καλύτερος θεατής, καλύτερος δημιουργός, καλύτερος. Η σκέψη πως ένας από τους ελάχιστους σημαντικούς σκηνοθέτες και ανθρώπους του πολιτισμού μας, θα χαθεί και μάλιστα πρόωρα, μόνο θλίψη μας γέμιζε.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ποιά παράσταση να πρωτοθυμηθεί κανείς; Οι παλιότεροι σίγουρα θα θυμούνται πολλές θεατρικές στιγμές. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν την πορεία του Λευτέρη Βογιατζή από την αρχή της, αναμφισβήτητα τώρα θα νιώθουν μια λύπη που εμείς, οι σχετικά νεώτεροι, δε νιώθουμε τόσο ολοκληρωτικά.
Πώς όμως να ξεχάσει κάποιος την αριστουργηματική παράσταση «Bella Venezia» (σημ.: έργο του Γιώργου Διαλεγμένου), τη θεατρικότητα που ανάβλυζε από κάθε γωνιά, από κάθε χαραμάδα, από κάθε κουκλίστικο σκηνικό αντικείμενό της; Μια θεατρικότητα όμως τόσο αυθεντική και καθόλου ψεύτικη. Μια θεατρικότητα που βρίσκει κανείς μόνο σε μεγάλες παραστάσεις (όπως τους «Ναυαγούς της τρελής ελπίδας» της Μνουσκίν ας πούμε…).
Πώς να ξεχάσουμε το «Ύστατο σήμερα» του Μπάρκερ αλλά και τη Σάρα Κέιν που εκείνος μας γνώρισε; Πώς να ξεχάσουμε τον «Μισάνθρωπο», το «Σχολείο Γυναικών», την «Αντιγόνη» αλλά και το πρόσφατο «Θερμοκήπιο» που δεν πρόλαβε να ξανανεβάσει όπως επιθυμούσε.
Συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης γι’ αυτό δυσεύρετος. Παροιμιώδεις οι χρόνοι των προβών του, η μέθοδος διδασκαλίας του, το σκληρό ωράριό του. Τους πραγματικούς καλλιτέχνες όμως ή έχεις την ευφυΐα να τους αποδεχτείς και να πας κι εσύ παρακάτω ή βάζεις σε προτεραιότητα τις μικρές σου αντοχές και διαλέγεις πιο εύκολους δρόμους. Αλλά μέτριους.
Διάβασα δηλώσεις πολιτικών για το θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή. Αλήθεια, πόσοι από όλους αυτούς έχουν δει παραστάσεις του; Πόσοι βλέπουν θέατρο; Πόσοι γνωρίζουν από κινηματογράφο, λογοτεχνία, εικαστικά; Πόσοι γνωρίζουν τη λεγόμενη βαριά βιομηχανία της χώρας που επικαλούνται πάντα προεκλογικά και παραβλέπουν μετεκλογικά; Κι αν τη γνωρίζουν, γιατί η θέση του πολιτισμού στην κοινωνία μας είναι αυτή; Γιατί η θέση του πολιτισμού στην παιδεία είναι σχεδόν ανύπαρκτη; Γιατί ο πολιτισμός ακόμα και στη δημόσια τηλεόραση (εκτός από εξαιρέσεις) είναι απών; Γιατί δεν δίνονται οι ευκαιρίες που πρέπει σε ανθρώπους που τις αξίζουν; Γιατί δεν προβάλλονται άνθρωποι με αρχές και έργο αλλά εκείνοι που όταν φύγουν δεν θα λείψουν τόσο στο σύνολο; Διάβασα επίσης, πως η κηδεία του Λευτέρη Βογιατζή θα γίνει δημοσία δαπάνη. Μια από τις ελάχιστες φορές που η δημόσια δαπάνη μοιάζει αυτονόητη και ελάχιστη υποχρέωση του κράτους.
Μπορεί φυσικά κάποιος να αναρωτηθεί τί σχέση έχουν όλα αυτά με τον θάνατο ενός σπουδαίου σκηνοθέτη. Πώς δεν έχουν; Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν ένας άνθρωπος σπάνιας προσφοράς στον ελληνικό πολιτισμό. Ουσιαστικού έργου μεγάλης καλλιτεχνικής και παιδευτικής αξίας που κατόρθωσε να δημιουργήσει σε μια κοινωνία παρακμάζουσα, έναν πολιτισμό ακμάζοντα που δεν περιορίστηκε στο να δημιουργήσει «τάση» ή «σχολή» αλλά που είχε το θάρρος της γνώσης να μας πάει – με κάθε παράστασή του – πολλά βήματα μπροστά. Για όλους αυτούς τους λόγους, ευχαριστούμε τον Λευτέρη Βογιατζή και συνεχίζουμε να δημιουργούμε και να επιμένουμε. Με ό, τι έχει να προσφέρει ο καθένας, από το δικό του μετερίζι.