Αφορμή για αυτές μου τις σκέψεις στάθηκε ένα τυχαίο γεγονός, τις προάλλες, όταν σερφάροντας στις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο Φεστιβάλ Ναυπλίου, έπεσα σε μία που κατατάσσει και αξιολογεί σε παγκόσμια κλίμακα τα φεστιβάλ όλου του πλανήτη. Υπάρχουν 30.000.000 (!) φεστιβάλ και το Φεστιβάλ Ναυπλίου το κατέτασσαν στην 13.500.000η θέση. Ήδη τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα.

Η επόμενη έκπληξή μου αφορούσε στην οικονομική αποτίμηση του Φεστιβάλ Ναυπλίου: 12.480 USD. Με απλά λόγια αυτή η αποτίμηση σημαίνει ότι εάν θέλαμε να «πουλήσουμε» την ιστοσελίδα του Φεστιβάλ σε εταιρείες για να διαφημιστούν σε αυτήν οι όροι της «αγοραπωλησίας» θα έπρεπε να είναι και ανάλογοι της εμπορικής αξίας του προϊόντος. Λίγο ξαφνιάστηκα, λίγο τρόμαξα, λίγο αηδίασα γιατί ποτέ μέχρι τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει, σε αυτό τον απόλυτο βαθμό, πόσο η Μουσική έχει γίνει ένα τόσο κοινότυπο είδος.

Όποιος λέει «προϊόν» λέει και πρόσβαση σε αυτό χιλιάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Άλλωστε, κάπως με αυτό το σκεπτικό δεν έγιναν και οι κινηματογραφημένες εκδοχές της Κάρμεν, της Μποέμ, του Μότσαρτ; Θυμάμαι πόσο ισχυρά ήταν τα επικοινωνιακά επιχειρήματα των διαφημιστικών εταιρειών που διένεμαν αυτές τις ταινίες για να μας πείσουν ότι το ζητούμενο της κλασικής μουσικής είναι να φτάσει και να αγκαλιαστεί από εκατομμύρια θεατές/ακροατές και ότι έτσι σιγά-σιγά και οι αμύητοι θα γνωρίσουν και θα αγαπήσουν την Όπερα. Φοβάμαι ότι το πείραμα απέτυχε και οι μουσικόφιλοι παρέμειναν στα νούμερα τους και οι μη μουσικόφιλοι επίσης.

Δυστυχώς, το να προσπαθείς να εμπορικοποιήσεις ένα μη εμπορεύσιμο είδος, την ανθρώπινη δημιουργία ενός ζωγράφου, ενός λογοτέχνη, ενός συνθέτη, οδηγεί στο απόλυτο οξύμωρο: ποτέ ο δημιουργός – που η καλλιτεχνική δημιουργία για αυτόν είναι και μόνο η εξωτερίκευση της ανάγκης του να συνθέσει στο πεντάγραμμο ή στο καβαλέτο, ή σε ένα φύλλο άδειου χαρτιού – δεν έχει σαν στόχο να πουληθεί το έργο του στους Sotheby’s ή να ακουστεί η σονάτα του στο Στάδιο Μαρακανά.

Αλλά επειδή τα πράγματα και οι άνθρωποι εξελίσσονται, προσαρμόζονται, μεταλλάσσονται, φοβάμαι ότι οι αθώοι καιροί έχουν παρέλθει,  η παγκοσμιοποίηση είναι εδώ και ναι οι «εκπτώσεις» είναι εδώ. Και όποιος είναι διευθυντής μιας αίθουσας συναυλιών, όποιος είναι διευθυντής μιας γκαλερί, όποιος είναι διευθυντής ενός εκδοτικού οίκου αρχίζει και παρεμβαίνει (και ίσως και απαιτεί) από τους καλλιτέχνες του να κάνουν πιο εύληπτα έργα, πιο ευχάριστα, πιο ανώδυνα για να αυξηθούν οι πωλήσεις και να γεμίσουν οι αίθουσες. Ίσως αυτό είναι το πιο βαρύ τίμημα που πληρώνουν οι δημιουργοί και ίσως για αυτό (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) δεν έχουμε συναντήσει τελευταία τον Μεγάλο.

Info: Ο διακεκριμένος Έλληνας πιανίστας Γιάννης Βακαρέλης είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ναυπλίου από την ίδρυσή του το 1992. Έχει βραβευτεί στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου «Βασίλισσα Σοφία» στη Μαδρίτη το 1979, και έκτοτε έχει συνεργαστεί με κορυφαίους μαέστρους όπως Simon Rattle, Lorin Maazel, Kurt Masur, Mstislav Rostropovich, Christoph Eschenbach,  Vladimir Ashkenazy, Yehudi Menuhin,  Charles Dutoit,  Marek Janowski,  Colin Davis, και με Ορχήστρες, όπως  Staatskappelle Dresden,  Gewandhaus Leipzig,  Philharmonia,  Bavarian Radio Symphony, Orchestre de Paris, City of Birmigham Symphony, Orchestre National de France,  Wiener Symphoniker,  Royal Philharmonic Orchestra,  Orchestra Nazionale della RAI, μεταξύ άλλων. Τον Οκτώβριο του 2012 εμφανίστηκε στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδας τον έχει βραβεύσει με το Παράσημο του Χρυσού Φοίνικα.


Photo: Ι. Κανελλόπουλος